Ημουν ξενυχτισμένη, πεινασμένη και μπερδεμένη. Είχα να μιλήσω με άνθρωπο 3 μερόνυχτα γιατί δεν έβγαινε το κεφάλαιο. Οι υποσημειώσεις μπερδεύονταν μέσα στο κεφάλι μου, μια φωνή μου ‘λεγε να το ξεκινήσω απ΄ την αρχή γιατί δεν σώζεται και μια άλλη ούρλιαζε «φτάνει. Νυστάζεις. Κι αύριο μέρα είναι». Αύριο όμως έπρεπε να παραδώσω.
Ηπια τα τελευταία απομεινάρια του 18ου καφέ μήπως συνέλθω και τότε σε είδα. Είχες μισοκρυφτεί πίσω από μια στοίβα χαρτούρας στο γραφείο μου και με κοίταζες ενθαρρυντικά. Εδώ είμαι φιλενάδα, μου ‘λεγες, μη θυμώσεις, μη με διώξεις σε παρακαλώ, δεν ανακατεύω τα χαρτιά σου. Είμαι ο μπόντυγκαρντ σου. Και μην το βάζεις κάτω, δεν θα κοιμηθώ αν δεν κοιμηθείς.
Σε είδα ακόμα μια φορά να με στηρίζεις χωρίς να ζητάς τίποτα κι ας σε λένε συμφεροντολόγο οι εξυπνάκηδες και οι άσχετοι. Ούτε να μαι καλή, ούτε όμορφη, ούτε υπάκουη, ούτε ευγενική, ούτε δοτική. Ούτε καν να σου βάλω να φας δε ζήτησες που ξέχασα η γαϊδούρα.
«Σιγά ρε», νιαούρισες. «Έτσι δε κάνουν οι φίλοι;»