1987
Στην πυλωτή της πολυκατοικίας μας, ουρανοκατέβατος, έχει εμφανιστεί ο Ρούντολφ: ένα ημίαιμο λυκόσκυλο, φιλικό, καλοσυνάτο και παιχνιδιάρικο παρά τις κακουχίες της αδέσποτης ζωής του. Το όνομά του το ’χει σκαρφιστεί η μάνα μου, που την περίοδο εκείνη διαβάζει την αυτοβιογραφία του Νουρέγιεφ.
Τον ίδιο καιρό στο σπίτι μας έχει αρχίσει η βασιλεία της Κακάμπας, μιας σιαμέζας καλομαθημένης και μοναχοκόρης, που όσες φορές έχουμε δοκιμάσει να τη συμφιλιώσουμε με τον Ρούντολφ, τον έχει κάνει κοτλέ απ’ τις νυχιές (αν και ο μεγαλόσωμος σκύλος, καθότι αγγελικού χαρακτήρα, δεν της έχει κάνει την παραμικρή αγριάδα).
Ωστόσο τα μεσημέρια, μόλις γυρνάω απ’ το σχολείο, κλείνουμε το γατί στην κρεβατοκάμαρα με το κουρδιστό της ποντίκι και μπάζουμε τον Ρούντολφ -που περιμένει καρτερικά έξω απ’ την πόρτα μας- σαν παράνομο εραστή, και τον αφήνουμε να αλωνίσει για κανένα μισάωρο, ενώ συγχρόνως η Κατερίνα τον ταΐζει με φανατισμό εφάμιλλο της Λωξάνδρας.
Την ανιδιοτέλεια της αγάπης θα μου την διδάξει στα οχτώ μου χρόνια αυτό το υπέροχο ζώο: σε κάθε μου ποδηλατάδα στη Νέα Παραλία θα τρέχει γαβγίζοντας πανευτυχής στο κατόπι μου, σε κάθε καβγά με τα γειτονόπουλα πάνω στο παιχνίδι θα στέκεται δίπλα μου βλοσυρός, και στο άκουσμα της φωνής μου θα μεταμορφώνεται σ’ έναν σίφουνα χαράς – κι όλα αυτά χωρίς να απαιτεί την παραμικρή ανταμοιβή.
Κορυφαία στιγμή της αγάπης μας τα απογεύματα Τρίτης και Πέμπτης, όταν έχω φροντιστήριο αγγλικών ένα τετράγωνο απ’ το πατρικό μου. Ο Ρούντολφ με συνοδεύει μέχρι την είσοδο, και περιμένει δύο ώρες κάτω απ’ την τάξη (στα διαγωνίσματα τον βλέπω για να παίρνω κουράγιο – είναι το γούρι μου) κι έπειτα, την ώρα που σουρουπώνει, με γυρίζει ίσαμε την εξώπορτα του σπιτιού, φύλακας άγγελος.
O Ρούντολφ θα δολοφονηθεί με φόλα τον Απρίλιο του ’88, από ένοικο γειτονικής πολυκατοικίας, που θα προσπαθήσει να δικαιολογήσει την αποτρόπαια πράξη της ισχυριζόμενη ότι «το βρομόσκυλο λέρωνε τον τόπο» (ψέμα: ακόμα κι αν τύχαινε να κλειστεί στην πολυκατοικία για ώρες, περίμενε υπομονετικά να τον βγάλουμε στο παρτέρι της πυλωτής) και «χάλαγε τον τόπο με τα γαβγίσματά του (ψέμα κι αυτό: ήταν ένα απ’ αυτά τα μειλίχια μεγαλόσωμα σκυλιά, που δεν ακούς τη φωνή τους). Μέσα στα επόμενα χρόνια, τη δολοφόνο του θα επισκεφθούν αλλεπάλληλες προσωπικές και οικογενειακές τραγωδίες, που θα μοιάζουν σχεδόν με ανταπόδοση ενός ανηλεούς κοσμικού κάρμα.
Στο σπίτι, θα περάσουμε μήνες πένθους, ενοχής κι αλληλοκατηγοριών, όπου θα κρατάω μούτρα στους γονείς μου, που δεν άφησαν τον Ρούντολφ να μείνει μόνιμα σπίτι μας, έστω στο μπαλκόνι. Το ίδιο καλοκαίρι θα χάσω τον παππού μου, αλλά ο χαμός του τετράποδου φίλου μου είναι αυτός που θα θρηνήσω περισσότερο.
Τον επόμενο χρόνο, θα υιοθετήσουμε δύο ακόμη γατιά: τη Γερτρούδη, κεραμιδόγατο που θα ανακαλύψει ο μπαμπάς μου να λουφάζει στη ρόδα του αμαξιού μας ένα κρύο πρωινό του χειμώνα, και τη Μιρέγια, ένα κοκκινομάλλικο ψιψίνι που θα βρούμε, ψυλλιασμένο και λιμασμένο, στον περίβολο νοσοκομείου της Καλαμαριάς. Δεν θα αποκτήσω ποτέ ξανά δικό μου σκύλο.
Ο Ρούντολφ γυρνάει συχνά-πυκνά στις σκέψεις μου, και ιδίως το τελευταίο διάστημα, καθώς παρατηρώ την άβυσσο που χωρίζει τις ανθρώπινες ψυχές: απ’ τη μια τους στυγνούς φονιάδες αδέσποτων (που οφείλουν να έρχονται αντιμέτωποι με το απηνές πρόσωπο του νόμου -ο άνθρωπος που είναι ικανός για ζωοκτονία είναι καθ’ όλα ικανός και για ανθρωποκτονία), κι απ’ την άλλη, στις παραλίες της Αντιπάρου, σκυλιά με μπαμπάδες, μαμάδες κι αδερφάκια που τα λατρεύουν, και που το ξέφρενο παιχνίδι τους στην αμμουδιά ελάχιστα διαφέρει: ζώα κι εμείς, ζώα κι αυτά: την ίδια αγάπη αποζητάμε, και την ίδια χαρά.
Στις αδύναμες στιγμές μου, μ’ αρέσει να ονειροπολώ έναν παράδεισο όπου θα ανταμώσουμε και πάλι ό,τι αγαπημένο χάσαμε και μας λείπει. Σ’ αυτόν τον φανταστικό ουράνιο κόσμο, το πρώτο πρόσωπο που λαχταρώ να αντικρίσω είναι της μάνας μου. Κι έπειτα, απ’ τα βάθη των νεφών και του ήλιου, λίγο πριν ορμήσει στην αγκαλιά μου και με σωριάσει χάμω, γλείφοντάς μου το πρόσωπο και κουνώντας την ουρά του σαν καμουτσίκι όπως τότε, ονειρεύομαι ν’ ακούσω το χαρμόσυνο γαβγισμα του Ρούντολφ.