Ξέρεις, μέρες που ‘ναι, πηγαίνεις την προπαραμονή των Χριστουγέννων να δώσεις αίμα για έναν ασθενή που δεν γνωρίζεις καν –χάνεται στη μακρά αλυσίδα του φίλου του φίλου του φίλου. Το βράδυ βλέπεις το υπέροχο «La La Land». Και την παραμονή είσαι εσύ ο ασθενής με οξεία κρίση σκωληκοειδίτιδας.
Δεν παραδίδεσαι στην πολυτέλεια των συναισθημάτων, πονάς. Μόνο κάποια στιγμή αναρωτιέσαι ποιο φάντασμα της «Χριστουγεννιάτικης Ιστορίας» του Ντίκενς σε έβαλε στο μάτι και σε κυνηγάει. Αν, δηλαδή, ψώνιζες γαλοπούλα και είχες πάρει τον μικρό Τιμ στους ώμους αντί να ζεις τις γιορτές με μια σχετική αδιαφορία ή να ασχολείσαι με τη ρόδα του Καμίνη, θα ήταν όλα αλλιώς;
Επιτέλους, κάποτε έρχεται η στιγμή που ακούς τον χειρουργό σου να σου λέει ότι μπορείς να φύγεις. Εχουν περάσει επτά ημέρες. Και να πώς τις έχεις περάσει.
1. Ακόμη και σε ένα μεγάλο νοσοκομείο, ο υπεύθυνος στις «Πληροφορίες» μπορεί να είναι κάποιος που όταν του ζητάς μια πληροφορία βάζει το χέρι του στο αυτί για να δημιουργήσει ένα φυσικό ηχείο, στρέφει το κεφάλι του για να αποκτήσει καλύτερη επαφή το ηχοσύστημά του με την φωνή σου και σου φωνάζει «τιιι;;;». Οχι μία, αλλά δυο και τρεις φορές.
2. Είσαι 47 χρονών, αναρωτιέσαι εάν υπάρχουν άνθρωποι σε αυτήν την ηλικία που παθαίνουν σκωλικοειδήτιδα. Μα δεν έχεις ένα κάρο φίλους που σου έχουν έχουν πει ότι την έβγαλαν όταν ήταν μικρά παιδιά, άλλους φίλους που είδαν τα δικά τους παιδιά να σφαδάζουν ξαφνικά από τους πόνους και να τα τρέχουν στα νοσοκομεία, εκείνη τη φίλη που είδε το δικό της παιδί να πέφτει σε κώμα από τον πολύ πόνο στις διακοπές τους στη Φολέγανδρο για να φτάσουν στο «Παίδων» ώρες αργότερα με C-130; «Τότε κατάλαβα – μου είπε – ότι φορούσα ακόμη το παρεό της παραλίας». Τι σχέση έχεις εσύ με όλα αυτά τα παιδιά; Σκέπτεσαι ότι και μυωπία στα 42 σου έκανες. Και διασκεδάζεις τον εαυτό σου με τη σκέψη ότι ο οργανισμός σου έχει μπει σε μια διαδικασία αναστροφής τύπου Μπένζαμιν Μπάτον.
3. Ειδικά σε ένα μεγάλο δημόσιο νοσοκομείο, μπορείς να δεις έναν γέρο σε μια αναπηρική πολυθρόνα που τον έχουν στην αναμονή για τον υπέρηχο να φωνάζει πάνω από ένα τέταρτο ότι δεν αντέχει καθιστός, ότι θέλει να γυρίσει στο δωμάτιό του, και να μην του δίνει κανείς σημασία. Θυμώνεις, ακούς την υπεύθυνη της υποδοχής να απειλεί μια συνάδελφό της ότι θα φύγει, θυμώνεις ακόμη πιο πολύ. Οχι, δεν είναι η αναλγησία που ενοχλεί. Είναι η αδιαφορία. Ας του πει κάποιος έστω μια κουβέντα.
4. Πραγματικά τον λυπάσαι ή θέλεις να σταματήσεις να τον ακούς; Πονάς. Κι αν θες να είσαι ειλικρινής με τον εαυτό σου, θα παραδεχτείς ότι ο δικός σου πόνος δεν σε κάνει να συμπάσχεις περισσότερο με τον πόνο των άλλων. Το αντίθετο.
5. Σε ένα μεγάλο νοσοκομείο μπορεί να συναντήσεις έναν ειδικευόμενο μερικών μηνών να πιάνει τον υπερηχογράφο με την ίδια αβεβαιότητα που θα έπιανες εσύ το πηδάλιο σε ένα αεροπλάνο που πετάει. Καθώς τον βλέπεις να πατά πού και πού τα πλήκτρα σχεδόν σαν να θέλει να μην τα τρομάξει, καταλαβαίνεις ότι τα δάκτυλα αυτού του ειδικευόμενου δεν είναι εξασκημένα παρά μόνο με το στυλό που έπαιζαν συνεχώς και με νευρική αμηχανία τις ατελείωτες ώρες της μελέτης. Υποθέτεις ότι έφτασε ως εδώ με πολύ μεγαλύτερο κόπο από τους άλλους εκπληρώνοντας πιθανότατα το όνειρο της μητέρας του. Και δεν ξέρεις πού θα φτάσει.
6. Δεν είναι όλοι έτσι. Σε ένα μεγάλο δημόσιο νοσοκομείο οι ειδικευόμενοι φτιάχνουν τον «μέσο ειδικευόμενο». Εναν τύπο βαρύ, αλλά και με αίσθημα ευθύνης, κάπως αλαζονικό και με μια αυτοπεπεποίθηση που σου φαίνεται ελαφρώς αδικαιολόγητη. Οι ειδικευόμενοι σφύζουν από ενεργητικότητα. Σε ένα μεγάλο και ιστορικό νοσοκομείο του ΕΣΥ αισθάνονται εκλεκτοί του συστήματος. Όταν συνοδεύουν τους μεγάλους γιατρούς που επισκέπτονται τους ασθενείς στους θαλάμους ενημερώνοντάς τους και κρατώντας σημειώσεις, καταλαβαίνεις πως συνομιλούν με τις προβολές του μέλλοντός τους.
7. Δεν επιτρέπεις στον εαυτό σου να γκρινιάξει, ξέρεις ότι είσαι το «ελαφρύ περιστατικό», υπάρχουν άνθρωποι που θα φύγουν από δω μέσα χωρίς έντερα και με παρά φύση έδρα. Κι εσύ τι άφησες; Κάτι που λέγεται σκωλικοειδής απόφυση και σου είναι εντελώς περιττό. Ναι, αλλά…
8. Αλλά στην πραγματικότητα τίποτε δεν είναι ελαφρύ. Υπάρχει ο κανονικός κόσμος και ο δικός τους. Στον δικό τους είσαι μια «επεμβασούλα» – εντάξει, δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Στον κανονικό κόσμο όμως είσαι κάποιος που όταν ξυπνάει από τη νάρκωση, βλέπει μια σωλήνα να κρέμεται από το πλάι. Και τότε καταλαβαίνεις ότι το ένα άκρο αυτής της σωλήνας που διαπερνά το δέρμα σου βρίσκεται μέσα σου. Είναι η στιγμή που το «μέσα» της ύπαρξής σου αποκτά το κυριολεκτικό του νόημα. Η πρώτη φορά που δεν μιλάς για κάτι που νιώθεις μέσα σου, αυτό το γενικό και αόριστο «μέσα». Αλλά για κάτι που έχεις μέσα σου και είναι πια ένας οριοθετημένος χώρος. Κι από πάνω, αυτό το «κάτι» είναι ένα ξένο σώμα.
9. Ο,τι εδώ για σένα είναι «πρώτη φορά», για όλους τους άλλους είναι η πιο μπανάλ εκδοχή της ρουτίνας. Σκέφτεσαι καμία φορά ότι είσαι ο «668/2» – αν τα νοσοκομεία χρησιμοποιούν τον αριθμό του δωματίου και του κρεβατιού για την τακτοποίηση των φακέλων των ασθενών. 668/2.
10. Αυτό δεν σημαίνει ότι το νοσηλευτικό προσωπικό σε αντιμετωπίζει έτσι. Στο μεγάλο νοσοκομείο που βρέθηκες συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Δεν πίστευες ότι υπάρχουν νοσηλευτές που κάνουν τη νυχτερινή βάρδια, φεύγουν το πρωί, κι επιστρέφουν το μεσημέρι για να κάνουν τη βραδινή, πολλές φορές άυπνοι, ή ότι μπορεί να κάνουν δυο βάρδιες στη σειρά. Αγόγγυστα; Δεν είναι η κατάλληλη λέξη για να περιγράψει αυτό που βλέπεις. Αυτοί οι άνθρωποι δεν μοχθούν σιωπηλά, δεν περπατάνε σκυφτοί, παρατημένοι, κουρασμένοι. Είναι σαν αυτός ο επώδυνος κύκλος (νυχτερινή βάρδια – άυπνη ξεκούραση – βραδυνή βάρδια) να είναι απλώς μέρος της δουλειάς. Υπάρχουν νοσηλευτές που την νύχτα των Χριστουγέννων σου αλλάζουν τον ορό και σου χαμογελούν ζεστά και ενθαρρυντικά. Σκέπτεσαι ότι δεν τους αξίζουν οι πολιτικοί προϊστάμενοι που έχουν. Λες πολιτικοί προϊστάμενοι, ενώ θέλεις να πεις «οι πολάκηδες».
11. Δεν προλαβαίνεις να σκεφτείς ποιος μπορεί να είναι στο διπλανό κρεβάτι την ώρα που σε συνοδεύουν στον θάλαμό σου. Το κάνεις όταν τον βλέπεις. Θέλοντας και μη, σε λίγο θα ξέρεις ολόκληρο το ιατρικό του ιστορικό.
12. Είναι ένας άνδρας γύρω στα 60. Μέσα σε πέντε χρόνια έχει κάνει πέντε βαριά χειρουργεία. Δεν μπορείς να το αποφύγεις, αναρωτιέσαι τι σκατά θα είχες κάνει στη θέση του, θα κυκλοφορούσες άραγε την υπόλοιπη ζωή σου με χαλαρωμένους σφιγκτήρες και μόλις δέκα πόντους έντερο; Φυσικά, δεν απαντάς. Η γυναίκα του, μια γυναίκα του μόχθου, είναι η προσωπική του νοσοκόμα. Σε λέει πότε «κύριε Πέρη» και άλλοτε «κύριε Πέρο». Σου φαίνεται κάπως αστείο. Και παραδέχεσαι ότι μέσα στο προσωπικό της δράμα βρίσκει πάντα χρόνο να σε ρωτήσει εάν χρειάζεσαι κάτι. Δεν μπορείς να ανταποδώσεις με τίποτε παραπάνω από μερικές ενθαρρυντικές κουβέντες. «Είναι τόσο γλυκά τα λόγια σας κύριε Πέρο!» (Ή κύριε Πέρη;).
13. Οι σημερινές του εκκρίσεις δεν έχουν καμία σχέση με εκείνες που τους είχαν ενώσει κάποτε. Στο λεξιλόγιό τους έχουν μπει εκφράσεις όπως “του (ή μου) έφυγαν”. Ανάμεσά τους, όμως, και πίσω από την κουρτίνα που σας χωρίζει, ακούς και έναν διάλογο, για τον οποίο θεωρείς ότι είναι καλύτερα μεταφέρεις θεατρικά.
Εκείνη (υπομονετικά): Πρέπει να σηκωθείς να περπατήσεις.
Εκείνος (τσιτωμένος): Σε μένα μιλάς; Αντε μην σε στείλω από κει που ήρθες!
Εκείνη (απειλητικά): Θέλεις να φύγω;
Εκείνος (μαζεμένος και με σιγανή φωνή): Οχι. (Μικρή παύση, με την ίδια σιγανή φωνή): Εσύ θέλεις να φύγεις;
Εκείνη (πληγωμένη): Οχι, αλλά εάν μου το ξαναπείς θα το κάνω.
14. Περπατάς την επομένη της «επεμβασούλας». Πονάς πολύ, νιώθεις αδύναμος όσο ποτέ άλλοτε, αισθάνεσαι την ανάγκη να περάσεις το χέρι σου στο μπράτσο κάποιου, λες ότι έτσι θα είναι να είσαι ένας ανήμπορος γέρος, κρατάς το ξένο σώμα της παροχέτευσης στο χέρι σου και το συναίσθημα επιτείνεται. Και θέλεις, τότε, να μπορείς να ασκήσεις, αν το επιθυμήσεις, το δικαίωμά σου στο τέλος. Νόμιμα. Και – γιατί όχι; – στα νοσοκομεία του Εθνικού Συστήματος Υγείας.
15. Τα δημόσια νοσοκομεία δεν έχουν πια εκείνη την χαρακτηριστική μυρωδιά που λέγαμε «νοσοκομειίλα». Κάνεις πάνω κάτω τον διάδρομο και ρίχνεις κλεφτές ματιές στους θαλάμους. Δεν έχουν ούτε πολλές νοικιασμένες τηλεοράσεις να παίζουν στη διαπασών όπως κάποτε. Και οι επισκέπτες είναι πιο ήσυχοι, όχι ένα μπουλούκι συγγενών που μετατρέπουν το κρεβάτι του πόνου του άλλου στο τραπέζι μιας οικογενειακής γιορτής.
16. Στα ελληνικά νοσοκομεία μπορεί να μπει και να βγει κανείς όποτε θέλει. Η νοσηλεύτρια με την ασιατική ομορφιά και το γενναιόδωρο χαμόγελο λέει να προσέχεις τα πράγματά σου γιατί το νοσοκομείο έχει εφημερία και μαζί με την κίνηση αυξάνονται και οι κλοπές. Σε μια βόλτα στον διάδρομο, θα ορκιζόσουν ότι είδες έναν κλέφτη.
17. Τώρα δεν στηρίζεσαι στο στατό όταν περπατάς, το σέρνεις. Ρίχνεις και πάλι κλεφτές ματιές στα δωμάτια, οι περισσότεροι είναι ηλικιωμένοι, σε πολλούς από αυτούς διακρίνεις τις κακουχίες μιας ζωής. Σκέπτεσαι ότι πρέπει να έχουμε την πιο ταλαιπωρημένη τρίτη ηλικία στη δυτική Ευρώπη.
18. Κάποιοι είναι εντελώς μόνοι τους. Μόνος είσαι κι εσύ τώρα και – περίεργο ή καθόλου παράξενο – το απολαμβάνεις. Η αλήθεια είναι ότι αν δεν αναχαιτίσεις το κύμα που θέλει να σε επισκεφθεί, μπορεί να σε πνίξει σε μια συνθήκη υποχρεωτικής κοινωνικότητας μεγαλύτερης και από εκείνη που σε υποχρεώνει το πρωτοχρονιάτικο ρεβεγιόν. Αλλά από την άλλη πλευρά, εάν δεν τσακιστεί ο δικός σου άνθρωπος όλη τη νύχτα σε μια καρέκλα δίπλα σου είσαι πονεμένος και αβοήθητος στην έρημο. Και το κουδούνι που ειδοποιεί τις νοσηλεύτριες δεν λειτουργεί. Τι σημαίνει «φωνάξτε και θα σας ακούσουμε»;
19. Δεν θέλεις να κάνεις τη λίστα με τα πράγματα που λείπουν, δεν δουλεύουν, έχουν σαπίσει ή διαλυθεί. Ούτε να διηγηθείς διάφορα ευτράπελα. Προτιμάς να δεις τις δυο χώρες που ζεις. Τα ανακαινισμένα χειρουργεία που σε κάνουν να νιώθεις ότι βρίσκεσαι σε μια πολυτελή ιδιωτική κλινική και την παρατημένη αποθήκη που σε κάνει να σκέφτεσαι ότι εάν πατήσεις το πόδι σου μέσα θα σου επιτεθεί ένας στρατός από εκατομμύρια μικρόβια και θα σε αποκάνει. Τις καινούργιες πόρτες στην παλιά πτέρυγα και τους τοίχους που κακοφορμίζουν από την υγρασία. Το απόλυτο χάος των εξωτερικών ιατρείων και τη σχετική οργάνωση των κλινικών. Εκείνους που σώζουν ζωές και σε φροντίζουν σχεδόν με κέφι κι εκείνους που στήνουν ή περιμένουν να στήσουν το επόμενο πάρτι με τις προμήθειες. Οχι, δεν είδες κανέναν τέτοιο στον διάδρομο της βόλτας. Αυτοί δεν κυκλοφορούν εδώ.
20. Σου βγάζουν τον ορό, δεν είσαι υποχρεωμένος πια να κινείσαι με το στατό. Αλλά να που αισθάνεσαι πως κάτι σου λείπει.
21. Αυτό που σου έχει λείψει στην πραγματικότητα είναι ο αέρας – ακόμη κι ο αέρας του κέντρου της πόλης. Αφήνεις πίσω σου ανθρώπους που μπήκαν πριν από σένα και μπορεί φύγουν πολύ μετά. Καθώς αναρωτιέσαι για τα δικά σου όρια αντοχής και προσαρμοστικότητας, σκέφτεσαι ότι τους αφήνεις σε καλά αλλά λίγα χέρια. Και σε ένα σύστημα υγείας που, σαν όλους τους γίγαντες με πήλινα πόδια, δεν καταρρέει ποτέ. Αυτός, ειδικά, το οφείλει σε κάποιους από τους ανθρώπους του.