Πού είχαμε μείνει παίδες μου αγαπημένοι; Με μένα να μπαίνω στο μπαρ με τρεμάμενα πόδια (και το καλό μου βρακί) και να βλέπω τον Θεό με την μπούκλα στο μάτι και τα υπέροχα χέρια να παίζουν non stop με το κινητό. Για μια στιγμή ταυτίστηκα με το κινητό (αν με εννοείτε τι εννοώ). Μετά ξεταυτίστηκα όμως γιατί δεν βόλευε. Το κινητό δεν έχει πόδια. Πώς θα έφτανα στον Θεό; (τώρα που ξαναδιαβάζω τη φράση ακούγομαι σαν θεούσα αλλά πρόκειται για σατανική συμπαιγνία γιατί εγώ μόνο κολασμένα πράγματα είχα κατά νουν).
Πλησιάζω λοιπόν προσπαθώντας εντατικά να προετοιμάσω τη φράση-κλειδί που θα έσπαγε τον πάγο και θα άναβε τις φωτιές. Όσο όμως και να ζούπηξα τον εγκέφαλό μου αυτό που παρήγαγε ήταν η πολλά υποσχόμενη λέξη «γειά» (κρίμα τις μεγάλες προσδοκίες που είχαν για την πάρτη μου οι καθηγητάδες μου στα Λονδίνα…). «Α, Γειά», μου κάνει και ο Θεός σηκώνοντας τα μάτια για ένα λεπτό για να τα ξανακατεβάσει αμέσως μετά στην οθόνη του κινητού του. Ετοιμόλογος κι αυτός, ταιριάζουμε.
– Ένα λεπτό, κάτι μου 'στειλε ο Μηνάς, σόρι, ε; Κάτσε.
Τα 'χασα. Κάθισα στο διπλανό σκαμπό και περίμενα υπομονετικά να τελειώσει το θέμα Μηνάς. Τη στιγμή που άρχισα να τρώω τα νύχια μου τον βλέπω ξαφνικά να μπήγει τα γέλια.
– Βρε τον μαλάκα, δεν παίζεται, είπε κατευχαριστημένος. Άκου τι μου στειλε. «Roses are red, violets are blue, I want my dick, inside of you”.
Εγώ όπως καταλαβαίνετε έμεινα παγωτό.
– Ε..ε… είναι γκέι ο Μηνάς; ψέλλισα προσπαθώντας να δείχνω κουλ. Βασικά χέστηκα για τον Μηνά. Δε πα να ταν και τραβέλι. Εγώ για τον δικό μου ανησυχούσα.
– Όχι ρε, τι γκέϊ. Το κολλητάρι μου είναι. Για σένα το 'στειλε, απάντησε ο Θεός, συνεχίζοντας να γελάει.
– Για μένα;
– Ναι ρε, του είπα πως θα βρεθούμε και μου το 'στειλε να στο απαγγείλω για να γελάσεις. Είναι παιχταράς σου λέω, δεν υπάρχει. Τι να του γράψω;
– Πες του ότι ξεποδαριαστήκαμε στο γλέντι, που λέει κι ο Καραγκιόζης (το Καραγκιόζης το είπα ανησυχητικά τονισμένα και όποιος κατάλαβε κατάλαβε)
– Καλό! Το γράφω, μισό.
Τι μισό δηλαδή, που έγινε ένα και μετά δύο. Εν τω μεταξύ έρχεται και η σερβιτόρα, καλή της ώρα. Αν δεν μου 'φερνε γρήγορα ένα ρημαδοποτό θα άρχιζα κι εγώ τις απαγγελίες τύπου Μηνά.
– Τι θα πάρετε, μου λέει.
– Τι θα με στείλει αδιάβαστη γρήγορα; τη ρώτησα εμπιστευτικά. Έχετε τίποτα σε μπαζούκας για τις δύσκολες ώρες;
Το κορίτσι μπήκε αμέσως στο νόημα.
– Έχουμε ένα κονιάκ που θα σκότωνε τον κροκόδειλα της Κρήτης, μου είπε εμπιστευτικά.
– Φέρε δύο, διέταξα.
– Και για το παιδί; ρώτησε αυτή δείχνοντας τον δικό μου που πληκτρολογούσε σαν γραμματέας σπεσιαλίστας στο τυφλό σύστημα.
– Όχι το παιδί πίνει κάτι από το οποίο δεν μας δίνει. Εγώ θα τα πιω και τα δυο.
– Έφτασαν!, λέει η αδελφή του ελέους και τρέχει προς το μπαρ.
Πάνω που 'φυγε σηκώνει πάλι τα μάτια ο Θεός και μου λέει χαρούμενα κραδαίνοντας το κινητό:
– Για χαμογέλα λίγο να σε πάρω.
– Παρντόν; Είπα βλοσυρά βγάζοντας ό,τι Ζαμπούνη είχα μέσα μου.
– Φωτό παιδί μου. Ο Μηνάς θέλει να δει πώς είσαι.
Πάνω που θα τον διαολόστελνα βλέπω το κορίτσι με τα δυο κονιάκ να έρχεται τρέχοντας. Αλληλεγγύη κι έτσι. Να θυμηθώ να της αφήσω το ένα βραχιολάκι μου για πουρμπουάρ (γιατί λεφτά δεν υπάρχουν). Μόλις βλέπει τον Θεό να με στοχεύει με το κινητό, λέει: Θέλετε να σας πάρω εγώ;
Πριν προλάβει να ολοκληρώσει τη φράση της είδα το φλας να αστράφτει στα μάτια μου κι άκουσα τον Θεό να γελάει τσεκάροντας τη φωτό μου.
– Χαχαχα, τρελή φάση. Σαν βραζιλιάνος τερματοφύλακας είσαι. Τη στέλνω.
– Αν τη στείλεις θα σε στείλω, του είπα απειλητικά κατεβάζοντας το πρώτο κονιάκ-μπαζούκας
– Τώωρα, την έστειλα, είπε χαρούμενα αυτός.
Πίνω στο καπάκι και το δεύτερο και σηκώνομαι να την κάνω από κει τρέχοντας.
– Φεύγετε; Κι εμένα ποιος θα με πληρώσει; ρωτάει με αγωνία το κορίτσι
– Ο Μηνάς, είπα και φεύγοντας της έδωσα το βραχιολάκι.
Φεύγοντας τον άκουσα να λέει: Μηνά, έφυγε ρε μαλάκα. Πού θες να ξέρω γιατί ρε μαλάκα. Είχε θέματα. Να σου πω, δεν έρχεσαι από δω; Βαριέμαι να έρθω εγώ από κει.
Δεν ξέρω τι τράβηξε κι ο ποιητής αλλά για μένα, παίδες μου αγαπημένοι, με τις πρώτες σταγόνες του κονιάκ σκοτώθηκε το καλοκαίρι…