«Εσείς τι θέλετε; -Έχω παραγγείλει μία τούρτα για το σπίτι. – Δεν πειράζει, θα τη φας εδώ μαζί μας. Να!».
Χρααπ! ο Βέγγος εκτοξεύει την τούρτα κατευθείαν στη μούρη του άτυχου πελάτη κι εγώ πέφτω κάτω από τα γέλια. Είμαι περίπου εφτά χρονών και δε θα ξεχάσω αυτή τη μνημειώδη σκηνή του τουρτοπόλεμου που έβλεπα ξανά και ξανά με γουρλωμένα μάτια! Πέντε λεπτά απόλυτης ευτυχίας και ανεμελιάς!
Σαν σήμερα πριν από δύο χρόνια ο Θανάσης Βέγγος έβαλε μια τρεχάλα και έφτασε μέχρι τον ουρανό. Τόσο πολύ μας άφησε πίσω, που τον χάσαμε απ’ τα μάτια μας για πάντα.
Το 1983, η συναυλία του Διονύση Σαββόπουλου στο Ολυμπιακό στάδιο ξεκινούσε με το Βέγγο να βγαίνει και να κάνει το γύρο του γηπέδου κρατώντας μια ταμπέλα που έγραφε: καλή διασκέδαση!
Στα χρόνια που είχαν μεσολαβήσει, η αστείρευτη ενέργεια του ηθοποιού που δεν μπορούσε να σταθεί ακίνητος ούτε μισό δευτερόλεπτο, τον είχε ταυτίσει με το ατελείωτο τρέξιμο για την επιβίωση σούμπιτης της μεταπολεμικής Ελλάδας. Η λέξη «τρέχω», που απαντάμε όταν μας ρωτούν «τι κάνεις;», μάλλον έχει βγει απ’ αυτόν.
1988, πρώτο έτος στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης. Ο υπέροχος καθηγητής μου Κώστας Χρονόπουλος μας ρωτάει ποιος είναι ο αγαπημένος μας ηθοποιός. Ο Βέγγος, λέει κάποιος και γελάμε κάπως ειρωνικά. Τότε μας γοήτευαν οι αμερικανοί πιστολάδες, ο Ντε Νίρο, ο Πατσίνο, ο Μπράντο. Η λαϊκή έκφραση ήταν ενοχοποιημένη και θεωρούνταν ευτελής. Δεν είπα ότι ήταν ο Θανάσης ο αγαπημένος μου, αλλά ακόμη το θυμάμαι. Μετά κατάλαβα ότι αυτός ήταν τελικά. Γιατί συχνά έπιανα τον εαυτό μου να παίζω σαν κι αυτόν. Και όχι σαν τον Μπράντο. Και γιατί τις δικές του ταινίες ξανάβλεπα συχνά και όχι του Ντενίρο.
Ο Βέγγος είναι ο ορισμός του λαϊκού ηθοποιού. Μελετώντας τις ταινίες του Τσάπλιν, του Τζέρι Λιούις, των αδερφών Μαρξ και βεβαίως τον ίδιο του τον εαυτό, έφτιαξε ένα αμίμητο προσωπικό στυλ έκφρασης και κατόρθωσε να συνδυάσει τον λαϊκό εξπρεσιονισμό με τη συνεχή μάχη της επιβίωσης με ήθος. Στο τρεχαλίδικο στυλ του περιέχεται η αθωότητα, η καλοσύνη, η εγκαρδιότητα, το φιλότιμο, η εργατικότητα, η αλληλεγγύη, ο σεβασμός, η αξιοπρέπεια, η αστεία πλευρά της ζωής, το κουράγιο, το κλάμα, η αγάπη. Ο Βέγγος ήταν καλλιτέχνης παγκόσμιας κλάσης. Η εκφραστικότητά του δε χρειάζεται καν σενάριο. Μιλάει στην καρδιά της πιο κατανοητής γλώσσας του κόσμου: της παιδικής αθωότητας. Οι σκηνές που παίζει είναι αδύνατον να ξαναγυριστούν δεύτερη φορά. Κάνει ο ίδιος τον κασκαντέρ στις δύσκολες λήψεις. Η τελειομανία του τινάζει το μπάτζετ στον αέρα. Στα γυρίσματα τρέχει, σκαρφαλώνει, πέφτει στη θάλασσα, κρεμιέται από μπαλκόνια, χορεύει, τραγουδάει, κουτρουβαλιάζεται, κουβαλάει ηλικιωμένους στην πλάτη, κυνηγιέται, συλλαμβάνεται, χαστουκίζεται, πυροβολείται, δέρνεται, τσουβαλιάζεται, αποθεώνεται, γελάει, κλαίει και τρέχει, τρέχει να προλάβει το χρόνο, ένα τρέξιμο – σύμβολο του πώς να ζεις.
Ο Θανάσης προσπαθεί να γίνει μυστικός πράκτορας, ντύνεται τσολιάς έξω από ταβέρνα και κυνηγάει πελάτες με το ντουφέκι στα χέρια, τραγουδάει την Αμαπόλα φουλ φαλτσαδούρα, μεθάει τη διεθνή επιτροπή στη γιορτή του κρασιού, γίνεται καπετάνιος σε πειρατικό στο ψυχιατρείο, πέφτει στο λάκκο με τον ασβέστη και βγαίνει ασπροπρόσωπος, κάνει τον αναστενάρη και βάζει φωτιά στο χωριό, βγάζει λαγούς βουτώντας στη θάλασσα στο Λαγονήσι, τα βάζει με τους Γερμανούς ναζί και τους παίρνει το θησαυρό, φτιάχνει φάρμακο για τη φαλάκρα με μεγάλη αποτυχία, τρώει τις ξανάστροφες του Χατζηχρήστου χωρίς να το περιμένει αλλά συνεχίζει και παίζει ως το τέλος της σκηνής (ρεσιτάλ!), τρίβει απηυδισμένος στη μούρη ενός πιτσιρικά ένα πιάτο μακαρόνια, απαγγέλλει ποιήματα της πλάκας σε βραδιά προς τιμήν του στον Πόρο του ’60, κυνηγιέται από θαυμάστριες σαν τους Beatles, χαστουκίζει τις ανύπαντρες αδερφές του στη σειρά, χορεύει στο λιμάνι του Πειραιά το «Monsieur Cannibal» του Σασά Ντιστέλ, τρώει αόρατες σούπες, είναι κλόουν, φίλος, εραστής, σύζυγος, πολυτεχνίτης, ερημοσπίτης, αναρχικό στοιχείο, μαστροχαλαστής, καταστροφέας – και, συγχρόνως, δεν το βάζει κάτω ποτέ.
Η αθωότητα του δεν χαρακτηρίζει και τον κοινωνικό του περίγυρο. Στις ταινίες του αντιλαμβάνεσαι ότι η πραγματικότητα εξακολουθεί να είναι βάρβαρη, αγενής, βίαιη, φιλάργυρη και στυγνή. Απλώς αυτός την αντιμετωπίζει με ένα τέτοιο χαμόγελο που κάνει τα πάντα να μοιάζουν δυνατά. Και αυτό είναι το μεγαλείο του. Αυτή η αισιοδοξία που μόνο η βουτιά στην αθωότητα μπορεί να την προκαλέσει. Ο Βέγγος μας θυμίζει τα παιδιά που ήμασταν κάποτε, όπως θα έλεγε και ο Εξιπερί. Είναι ο αιώνιος ήρωας της παιδικής μας ηλικίας.
«Όχι εκεί, φερμπότεν, απαγορεύεται, του Έλληνα ο τράχηλος ζυγόν δεν υποφέρει», λέει στον Ζανίνο που υποδύεται τον πρώην ναζιστή, και ο Βέγγος δίνει τη δική του απάντηση στη γερμανική τρόικα της ταινίας.
Σε άλλη ταινία, μπαίνει με Θεοδωράκη στα ηχεία στο τέρμα καταμεσής μιας χουντικής φιέστας και ανυψώνει την κλοουνίστικη υποκριτική σε σφαίρες ενός γνήσιου αναρχοσουρεαλισμού.
Κατά καιρούς του αποτίω μικρούς φόρους τιμής. Σε μικρές σκηνές στις σειρές που παίζω, σε αντιδράσεις που κάνω σε ανύποπτο χρόνο σε ρόλους, στον αυτοσχεδιασμό της καταστροφής στον οποίο ενίοτε επιδίδομαι. Τον ακούω να σκάει στα γέλια.
Θανάση, αυτή τη φορά εγώ θέλω να σε πάρω στην πλάτη μου.
Σύμφωνοι;