Οι θέσεις στα πλοία είναι κάτι μεταξύ ενός καθίσματος αεροπλάνου -χωρίς βεβαίως τη συνοδευτική καραμελίτσα και το «σάντουιτς/ γλυκό ; παρακαλώ» ενός νοστιμούλη αεροσυνοδού (αν και ακριβοθώρητοι τελευταία κυρίως στις πτήσεις εσωτερικού)- και της καρέκλας οδοντιάτρου (χωρίς ευτυχώς το φωτιστικό-προβολέα πάνω από ένα στόμα που χάσκει ηλίθια αμήχανο)- αλλά είναι κρίμα που δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο, ούτε καν ένας επιτυχής συνδυασμός των προτερημάτων τους.
Βλέπεις οι θέσεις αυτές δεν είναι εργονομικές και καθόλου προνοητικές κυρίως για τα πόδια, καθώς δεν έχει προβλεφθεί ένας ειδικός μηχανισμός ανασηκώματός τους (με αποτέλεσμα, κυρίως κατά τους θερινούς μήνες, πολλοί επιβάτες να βγάζουν τα παπουτσάκια τους γεμίζοντας τον κλειστό αέρα όλο μυρωδιές και χάρες), ούτε είναι όσο πρέπει βαθουλωτές (και έτσι οι ίδιοι οι επιβάτες να περιφέρονται με όλα τα συμπράγκαλά τους κυριολεκτικά από πάνω σου… ευτυχώς βεβαίως που υπάρχουν τα καταστρώματα και τα ημερολόγιά τους αλλά αυτό είναι ένα άλλο κείμενο και είναι καλά μόνο για τους ηλιόλουστους μήνες). Τέλος οι θέσεις των πλοίων δεν διαθέτουν επίσης –τις πιο πολλές φορές- ούτε πτυσσόμενο τραπεζάκι με αποτέλεσμα να βλέπεις την τυρόπιτα του παραδιπλανού σου να αδειάζει τα 1000 φύλλα σφολιάτας της στη μπλούζα και τα παντελόνια του και συ να μονολογείς "χάθηκε τα blue star να μοιράζουν σαλιάρες;".
Πάντα, λοιπόν όταν ταξιδεύω μοναχούλα, έχω μια μικρή αγωνία ποιος θα ’ναι ο διπλανός μου (βεβαίως η αγωνία μου επιτείνεται όταν χρησιμοποιώ λεωφορείο που η στενότητα χώρου είναι το γεγονός και για να τη λύσω μια και καλή παίρνω δυο εισιτήρια).
"5C, κάθεστε στη θέση μου δεσποινίς, αλλά σας αφήνω να κάτσετε διάδρομο φθάνει να είστε η κυρία της 5B" ακούω απορροφημένη στην πιο πάνω θεωρία μου, μια ανδρική φωνή.
Η φωνή βγαίνει από τον κανονικό επιβάτη της 5C που του ’φαγα την θέση για να βγάζω τα πόδια μου διάδρομο και να μην γίνω σάντουιτς ως 5B. Και καθώς σηκώνω τα μάτια μου, και ετοιμάζομαι να το παίξω και να το υποστηρίξω με επιτυχία τον ρόλο της ξανθιάς με καρπουζί νύχια -μέχρι τέλους- τον βλέπω, μένω μαλάκας και αρθρώνω το εξής φοβερό "αχ, δεν το πρόσεξα κύριε", και την ίδια στιγμή μετανιώνω 1000 και μία φορές για την υποκριτική χαζομάρα μου και το φυσικό ξανθό του κεφαλιού μου…
Γιατί μπροστά μου στέκει χαμογελαστός ο Μπόγκι. Ναι-ναι, σας ορκίζομαι, αναστήθηκε ο Humphrey Bogart -και άρτι αφιχθείς από την παραθαλάσσια πόλη του Μαρόκου- λιγάκι πιο ψηλός από κείνα τα βράδια στην Καζαμπλάνκα, ελαφρά ηλιοκαμένος και δίχως καπέλο, είναι ο κύριος της 5C που αριστοκρατικά μου την παραχωρεί. Ε, σε έναν τέτοιο κύριο ποια γυναίκα θέλει να φαντάζει χαζή; Ειδικά όταν αυτός έχει συνηθίσει σε γυναίκες σαν την Ίλσα της Ingrid Bergman – αριστοκρατικές, μπουμπουκιασμένες και ενάρετες…
5B αναθεωρώ, αρκετά σε υποτίμησα, είσαι η καλύτερη θέση που μπορούσα να φανταστώ, με τον καλύτερο διπλανό μου -σωστό σταρ- και καθώς το πλοίο σαλπάρει και στα κατάρτια του πετούν οι γλάροι, εγώ ακούω στα αυτιά μου μονάχα εκείνο το «As Time Goes By», το καρπουζί νυχάκι μου κουνιέται ρυθμικά και καθώς μου γεννά μια μουσική διάθεση τούτος ο Μπόγκι, που ανά δεκάλεπτο αλλάζει πόδι, μετράω από μέσα μου ολόκληρα πεντάγραμμα με νότες (όσα κομμάτια θυμάμαι δηλαδή) και εκεί στην παύση για την αλλαγή σελίδας (μιας και δεν έχουμε κυρία για να τις γυρνά) τσουπ με κοιτά πλάγια και μου χαμογελά. Μια αλλαγή σελίδας για το νυχάκι μου, μια αλλαγή σελίδας για το λοξό βλέμμα του κυρίου διπλανού μου.
Λοιπόν ο διπλανός μου Μπόγκι έχει ανοίξει διάπλατα την Καθημερινή (αστική ατμόσφαιρα), ευτυχώς δεν ασχολείται με i-pod, i-pad, notebooks κ.λπ., δεν στέλνει μηνύματα, δεν έχει hands free, μόνο εφημερίδα αναγιγνώσκει. Πο,πο πο ακόμη πιο κλασάτος μου εμφανίζεται πίσω από την εφημερίδα στα μάτια μου…
Και εγώ ως πιο cultivée διαβάζω Jack London "Τι σημαίνει για μένα η ζωή" σε μια πολύ φίνα έκδοση, κίτρινο εξώφυλλο, μαλακό χαρτί για να κάνεις το βιβλίο μαζί με όλη τη σειρά του Ποταμού αγκαλίτσα. Αλλά τι να διαβάσω, δεν μπορώ ούτε σειρά, ποιά σειρά, ούτε καν λέξη να διαβάσω, ο εγκέφαλός μου δεν συγκεντρώνεται με τίποτε αλλά με τίποτε, φεύγει μακριά κατευθείαν για Καζαμπλάνκα «play it again Sam» λέει δυνατά, πίνει ένα ποτάκι και ο αέρας της βραδινής πόλης αναστατώνει γλυκά τα μαλλιά του…
Και με το που με βλέπει ο αριστερός (μόνο εκ θέσεως αριστερός δηλαδή) διπλανός μου Μπόγκι με τον London αγκαλιά σκάει και ένα γελάκι.
Και έτσι βγάλαμε στα μουγκά το μισό ταξίδι.
Μα, κάποια στιγμή, καθώς μου ακουμπούσε ελαφρά τον αγκώνα για 2 ολόκληρα λεπτά χάρη στον μη εργονομικό σχεδιασμό των θέσεων στα πλοία, ακούω μια φωνή (ηχοχρώματος περίπου Χωραφά και παύσεων Λεμπεσόπουλου) να μου λέει "από το νησί είστε;" και εγώ, αφού κοκκίνισα ελαφρώς, ξεροκατάπια και με ύφος (και δυστυχώς μόνο ύφος και χωρίς καπέλο) Ingrid Bergman εκ Σουηδίας απαντώ "όχι από την πόλη. (έρχομαι και στην κορφή κανέλα δηλαδή)…Αλλά με διάθεση νησιού".
Και ο ευγενής διπλανός μου ανασηκώνει το φρύδι του και όλο νάζι με ερωτά "δηλαδή είναι στρογγυλή και βρέχεται από αλμυρά ύδατα η διάθεσή σας;"
"Είναι νησί λίμνης" (είμαι πολύ καλή τελικά) απαντώ.
"Λοιπόν γλυκό νησάκι τι λέει ο Λόντον περί σοσιαλισμού;"
Κάγκελο η faux Ingrid.
Και εκεί μεταξύ καγκέλου και σιδηρόπορτας είναι που άρχισε ο διπλανός Μπόγκι μια καταπληκτική ανάλυση-αχταρμά περί Λόντον και της υφής ενός εξωφύλλου και των φανταστικών προλόγων των βιβλίων.
Και έτσι εντελώς ξαφνικά η κάπως άβολη θέση του πλοίου μας μετετράπη σε first class δερμάτινη θέση ενός boeing 747 και με πιλότο τον όμορφο Μπόγκι έκανα μια απίθανη πτήση τρώγοντας σάντουιτς και γλυκό και καραμέλες φιλιού.
Και όλοι οι προβολείς μου στραμμένοι πάνω του, για είναι χάρμα ένας πολύ ιπτάμενος και τζέντλεμαν Μπόγκι στα σύννεφα…
Γιατί θέλησα να μιλήσω για τον διπλανό μου; Από τεμπελιά!
Και η " Καζαμπλάνκα" δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα πρόσχημα. Γιατί για να πούμε και την αλήθεια η "Καζαμπλάνκα" δεν είναι και σπουδαίο ως έργο, έχει όμως γίνει κάπως ιερό και αυτό δεν είναι τυχαίο.
Γιατί πέρα από την πλοκή και την ιστορία αγάπης που θυσιάζεται, και πίσω από τα αινιγματικά βλέμματα των προσώπων της, οι θεατές ταυτίζονται στα αλήθεια με κάποιο απ' αυτά, το αγαπούν εκεί στα σκοτεινά, ακολουθούν βρε παιδί μου τον τρόπο που κινείται, αναπτύσσεται και βαθαίνει, γίνονται κλασσάτοι και ενάρετοι, έστω για μια θερινή νύχτα σε σινεμά.
Και αυτή η αντίθεση "πολιτισμός κατά της βαρβαρότητας", ο μύθος της Γης της Επαγγελίας (της Αμερικής φυσικά), η εξέλιξη του Μπόγκαρτ από κυνικό σε ενάρετο άνδρα, η αιώνια προσμονή της ελευθερίας, η βίζα για τις ΗΠΑ σαν μαγικό κλειδί που λύνει όλα τα προβλήματα, και κυρίως το θέμα της θυσίας, με τον Μπόγκαρτ να αφήνει την Μπέργκμαν για να την "χαρίσει " στο νόμιμο άνδρα της…όλα αυτά σε κάνουν να θες να πεις εκείνο το «play it again Sam» και να το εννοείς 100% καθώς θα βγαίνεις από τον θερινό λιγάκι πιο βαρύς λόγω ποπ-κορν, τυρόπιτας ζεστής και μπίρας…
Aλλά δεν πειράζει, γιατί το "Ξαναπαίξτο Σάμ" -είτε το λέει η Μπέργκμαν είτε ο Γούντυ Άλεν- έχει την ίδια καίρια σημασία, γιατί εκφράζει ακριβώς αυτό που ψάχνουμε στη ζωή μας, που δεν είναι τίποτε περισσότερο από πρόσωπα που θα μπορούσαν να δώσουν ζωή σε μια λατρεία.
«Σε λατρεύω», αυτό ονειρεύεται ο καθένας μας να ακούσει ή ακόμη καλύτερα να πει, και κάθε στιγμή βρίσκει ένα πρόσωπο που θα ενσαρκώσει άλλοτε τον Μπόγκαρντ και άλλοτε την Μπέργκμαν, ανάλογα το physique του πρωταγωνιστή.
«Ξαναπαίξτο Σαμ» μέχρι να έρθει από το πουθενά ο Μπόγκι και ένα φανταστικό coup de foudre, που θα λεγαν και κάτι φίλοι μου Γάλλοι, ευωδιάσει τον αέρα – και κυρίως την καρδιά!