Πέντε γυναίκες κάθονται στο απέναντι παγκάκι.
Με μάσκες που κρύβουν το μισό τους πρόσωπο, γάντια και χρυσαφένιες χειροπέδες που τις ενώνουν ανά δυο, περιμένουν τη σειρά τους. Μια στις τόσες χαμογελούν. Είναι εκείνο ακριβώς το χαμόγελο που παίρνει ο άνθρωπος όταν του έχει απομείνει τίποτε να χάσει ή να κερδίσει. Αστυνομικοί με κοντομάνικα και γάντια χειρουργού ξεκλειδώνουν διαδοχικά τις γυναίκες και περνούν μια-μια σε ένα διπλανό γραφείο. Από τον γυάλινο θόλο του κτιρίου 8 στην Ευελπίδων ο ήλιος πέφτει κάθετα και δημιουργεί ένα θερμοκήπιο, σχεδόν αποπνικτικό ανάμεσά μας. Μέσα στο φως οι μώλωπες στα αποστεωμένα χέρια τους -σημάδια από ενέσεις και κακομεταχείριση- γυαλίζουν πιο πολύ και φτιάχνουν ιστορίες.
Τι και αν τις έστησαν κάποιοι μπροστά σε φωτογραφική μηχανή και τις έβγαλαν φωτογραφία; Τι και αν παρέλασαν σε τηλεοράσεις, καθιστικά, υπολογιστές και φοβισμένα ή απλά περίεργα μάτια όλης της χώρας; Τι και αν τις προφυλάκισαν για κακουργηματικές πράξεις; Τι φυλακή, τι νταβατζής, μετρημένα τα κουκιά, μετρημένα και τα χρόνια που απομένουν. Τι και αν κανείς δεν θα τις θυμάμαι λίγο μετά; Τι και αν γραφτούν κείμενα επί κειμένων;
Από καιρό διαλυμένες, πτώματα με κινούμενα πόδια και χέρια σουρωτήρια, το τέλος τους θα είναι και πάλι ανώνυμο, όπως είναι και η αληθινή τους ιστορία, την οποία ξέρουν μονάχα αυτές και κανείς μας δεν νοιάζεται στα αλήθεια να μάθει και κυρίως δεν δικαιούται να την πιάνει στο στόμα του, να την φαντάζεται για λίγο και να την φτιάχνει ξανά απ’ την αρχή, όπως κάθε φορά τον βολεύει.