Protagon A περίοδος

Πάρε τα λεφτά και σκάσε

Το θέαμα μαμάς κόρης αγκαλιά, κανονικά θα προκαλούσε εύκολο παραλήρημα γέλιου στο οικογενειακό τραπέζι αλλά όλοι ήταν στην κοσμάρα τους οπότε πέρασε απαρατήρητο. 

Το κορίτσι του διπλανού portal

Ελπίζω τα μεθύσια να μη σας σάπισαν τελείως τη μνήμη, παίδες μου αγαπημένοι. Θυμόσαστε ότι έλαβα πρόσκληση σε οικογενειακό τραπέζι ανήμερα τα Χριστούγεννα από μάνατζερ. Θυμόσαστε ότι μόνο την ομάδα ΔΙΑΣ δεν έστειλε να με προσκομίσει λόγω απροθυμίας μου. Θυμάστε ότι μου άνοιξε την πόρτα φορώντας εορταστικά κέρατα ταράνδου (μερικά άτομα γουστάρουν να προκαλούν τη μοίρα τους, τι να πεις…). Θυμάστε, τέλος, ότι άκουσα τη φωνή του πατέρα μου από μέσα και φρίκαρα. Αυτοί είχαν να πουν καλημέρα από εφευρέσεως ημέρας, τι στο διάολο γινόταν εδώ μέσα;

Η μάνατζερ με τράβηξε στο χολ και πριν με εμφανίσει στην ομήγυρη άρπαξε το δεξί μου αυτί και είπε απνευστί τα παρακάτω κουλά:

-Ζητάω διαζύγιο από τον πατέρα σου.
-Μπράβο. Άντε και στα δικά μας!
-Ποια δικά σας; Για να χωρίσεις πρέπει πρώτα να παντρευτείς, ζώον.
-Ε, με ξέρεις εμένα, ρε μάμι. I skip intro.
-Σκάσε. Μιλάω.
-Σκάζω. Μίλα.
-Πρέπει να μου το δώσει μαζί με δυο τα ακίνητα που έχει στο όνομά του.
-Είσαι τρελή; Ξέρεις τι χαράτσι θα πληρώσεις;
-Σκάσε. Μιλάω. Πρέπει να δεσμευτεί να μου δώσει και ρευστό.
-Πού να το βρει, καλέ, το ρευστό; Mόνο τα 2 στερεά του 'χουν μείνει.
-Σκάσε. Έχει. Πληροφορούμαι ότι κέρδισε πριν 15 μέρες στο καζίνο 270.000.
-ΤΙΙΙΙΙΙΙ;;;;;
-Σκάσε! πρέπει να του τα πάρω.
-Κι εγώ!
-Σκάσε! Όλοι θα φάμε, αρκεί να συνεργαστούμε σωστά.
-Θες να τον σκοτώσουμε; Εχω έναν κολλητό από Αϊτή, άσσο στο βουντού.
-Σκάσε! Λοιπόν εσύ τώρα θα μπεις μέσα με τα μούτρα κατεβασμένα.
-Ευκολάκι. Το 'χω.
-Εγώ θα σε πιέσω να μου πεις τι τρέχει.
-Ευκολάκι. Το 'χεις!
-Εσύ θα πεις με τα πολλά ότι έχεις καρκίνο του ήπατος.
-ΤΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ;
-Σκάσε. Έτσι που πίνεις σα νεροφίδα τι νομίζεις ότι θα πάθεις;
-Α, που να σκάσεις γκαντέμα!
-Σκάσε! θα γίνεις καλά αρκεί να πας στο εξωτερικό να κάνεις μεταμόσχευση συκωτιού.
-Δεν πιστεύω να έχεις βάλει συκωτάκια πουλιών στη γέμιση;
-Γιατί;
-Δεν μπορώ να τρώω συκώτια και να συζητάω για μεταμόσχευσή. Θα ξεράσω.
-Θες 50.000 ευρώ;
-Αμέ!
-Ε, σκάσε λοιπόν! Τότε θα αρχίσω εγώ να φωνάζω, να κλαίω, να λέω πάει το παιδί μου, το χάνω κ.λπ.
-Τζάμπα κόπος, μάνα. Δεν θα το χάψει κανείς.
-Σκάσε! Και κει πάνω, θα πεις εσύ «τι τυχερός που είσαι, μπαμπάκα, που αρχίζεις μια νέα ζωή με τη πουτάνα»… τη Σβετλάνα εννοώ, μην πεις πουτάνα και θυμώσει αυτή. Πρέπει να τους πάμε λάου-λάου. Να γεμίσουν ενοχές.
-Ποια είναι η Σβετλάνα;
-Μια πουτάνα, παιδί μου. Δεν μας αφορά. Θα την παντρευτεί ο ηλίθιος ο πατέρας σου.
-Έχει αλάθητο ένστικτο στην επιλογή συζύγων, δεν μπορείς να πεις…
-Σκάσε! κατάλαβες τι θα κάνεις εσύ; Τα άλλα άστα πάνω μου.

Μόλις τελείωσε μου ανακατώνει λίγο το μαλλί – πράμα που δεν χρειαζόταν γιατί ήδη έμοιαζα σαν τη νύφη του Νοσφεράτου. Μετά με πιάνει αγκαλιά και μπαίνουμε μαζί στο λίβινγκ ρουμ. Το θέαμα μαμάς κόρης αγκαλιά, κανονικά θα προκαλούσε εύκολο παραλήρημα γέλιου στο οικογενειακό τραπέζι αλλά όλοι ήταν στην κοσμάρα τους οπότε πέρασε απαρατήρητο. Ο πατέρας άφησε το μπούτι της Σβετλάνας και σηκώθηκε να με γλυκοφιλήσει. Η θειά μου πέταξε ένα «τι έχεις, παιδί μου; Χλωμό είσαι» (βρε, τη Σβετλάνα, στο κόλπο είναι κι αυτή). Ο Σάκης ήταν τυλιγμένος στην κουβερτούλα Σνάγκι την κόκκινη κι έπινε ουίσκι γιατί κρύωνε. Το πιάτο μπροστά του ήταν σαν το ολυμπιακό στάδιο στην τελετή έναρξης: ΦΙΣΚΑ!

-Κάτσε, παιδί μου, φαίνεσαι κουρασμένο, είπε τρυφερά η μάνατζερ.
-Έλα εδώ δίπλα, κόρη, χλιμίντρισε ο ντάντυς που μύριζε από μακριά ουίσκι. Να σου συστήσω τη σύντροφό μου, την Τάνια.
-Δεν τη λένε Σβετλάνα; απόρησα εγώ.
-Σκάσε! μου σφύριξε άηχα η μάνατζερ.
-Χαίρω πολύ, είπα και έσφιξα το χέρι της Τάνιας προσέχοντας να μου μπήξει στην παλάμη το κόκκινο νύχι μήκους 78 πόντων. Είστε η νέα σύντροφος του μπαμπά; Συγχαρητήρια! Μεγάλη επιτυχία είχατε.
-Εφκάριστω πουλί.
-Ευχάριστο δεν το λες… είπε ο Σάκης μέσα απ’ τα δόντια του και σκάσαμε και οι δυο στα γέλια.
-Σκάσε! σφύριξε η μανούλα που έβλεπε το σχέδιο να βυθίζεται
-Στήθος ή μπούτι; ρώτησε η θεία δείχνοντας την πιατέλα, για να αλλάξουμε θέμα.
-Θα ζητήσω τη γνώμη του ειδικού: Για πες, ρε πατέρα.
-Μπούτι, παιδί μου, χαχάνισε αυτός. Υπάρχει καλύτερο απ’ το μπούτι; Ταυτόχρονα άπλωνε τη χερούκλα του στο μπούτι της Τάνιας. Πάλι ξέφυγε ο εσχατόγερος.
-Έλεος, πια. Δεν μπορείς μια φορά να φερθείς σαν άνθρωπος; αγανάκτησε η μάνατζερ. Είχε αρχίσει να εκνευρίζεται άσχημα. Πέταξε τα κέρατα του τάρανδου στο πάτωμα και σηκώθηκε. Με πλησίασε, άρπαξε τη μούρη μου στα χέρια της και της έκανε ένα πρόχειρο τσεκ απ.
-Τι έχεις, παιδί μου; είπε κοιτάζοντάς με στα μάτια σαν ροφός.
-Τίποτα, είπα εγώ και κατέβασα μονορούφι ένα ποτήρι ουίσκι που μόλις μου σέρβιρε ο Σάκης.
-Πες την αλήθεια. Δε με ξεγελάς εμένα. Είμαι γιατρός! είπε και μου τσίμπησε το μπούτι για να μου υπενθυμίσει την ανίερη συμφωνία μας..
-Τίποτα, λέμε. Άσε με να φάω. Πεινάω.

(Ναι, παίδες, καλά καταλάβατε. Καλά κατάλαβε και η μάνατζερ: Αποφάσισα να μην τον ρίξω τον φουκαρά τον ντάντυ μου. Είναι τόσο μωρόπιστος που είναι σαν να κλέβεις εκκλησία. Ας πάνε στο διάολο τα 50.000 χιλιάρικα. Μέρι κρίστμας)

-Άσε το παιδί να φάει! Έχουμε χαρές σήμερα. Παντρεύομαι, κόρη!
-Κάτσε να βγει πρώτα το διαζύγιο, σχολίασε η μάνατζερ στρυφνά. Την αγνόησα και σήκωσα το ποτήρι. Πάντα έρεπα στους άσχετους εορτασμούς.
-Συγχαρητήρια, πατέρα. Μεγάλη επιτυχία!
-Κι επειδή αγαπώ όλο τον κόσμο σήμερα – ε, Τάνια μου;- θα σου κάνω ένα δωράκι για να μη λες ότι έχεις πατέρα τσιφούτη.
-Για μπες στο ψαχνό, είπα ενθουσιώδης εγώ κατεβάζοντας δεύτερη ποτήρα ουίσκι (Ο Σάκης είχε πιάσει τον κίνδυνο κι έχωνε οινόπνευμα για πρώτες βοήθειες)

Τότε σηκώνεται ο ντάντυς τρικλίζοντας ελαφρώς και βγάζει από τη μέσα τσέπη του σακακιού του ένα μάτσο μοβ. Τα χωρίζει στα δύο και δίνει τα μισά σε μένα και τα μισά στην Τάνια.

-Να! Ό,τι έχω τα δίνω στα δύο κορίτσια μου! Χρόνια πολλά, αγάπες μου! να ζήσετε και να σας χαίρομαι!

Άστραψε το μάτι μου, παίδες μου αγαπημένοι. Σαν σε όραμα είδα τον Άι Βασίλη ντίρλα να κατεβαίνει από την καμινάδα ανεμίζοντας 500ευρα. Τα βούτηξα με μια ταχύτητα που μόνο η Τάνια μπορούσε να συναγωνιστεί, λόγω πείρας. Μετά γέμισα μέχρι πάνω το ποτήρι του ντάντυ μου μη μου ξενερώσει και μου ζητάει τα φράγκα πίσω.

Η μάνατζερ έγινε ξαφνικά κόκκινη και μετά κίτρινη σα λεμόνι.

-Γιατί είσαι τόσο κίτρινη, βρε παιδάκι μου; τη ρώτησε ανήσυχος ο ντάντυς.

Η μάνατζερ δεν απάντησε. Μόνο με κοίταζε με ένα βλέμμα φαρμάκι μια εμένα, μια τη φουσκωμένη τσέπη μου.

-Δεν πιστεύω να μου 'χεις κανέναν καρκίνο του ήπατος; είπα χαχανίζοντας εγώ η άφρων.
-ΣΚΑΣΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕ, ούρλιαξε αυτή και εγκατέλειψε το δωμάτιο πετώντας μου την πετσέτα της στα μούτρα.
-Που πίγκε το εξ γουάιφ σου, αγκάπη; απόρησε η Τάνια.
-Να δει το εορταστικό επεισόδιο των Σοπράνο. Είναι μεγάλη φαν του Τόνυ, είπα εγώ και τσούγκρισα με τη νέα μου μαμά. Συγνώμη, αγαπημένη μου φαμίλια, αλλά πρέπει να φύγω. Εχω να παραδώσω στο Χαμόγελο του Παιδιού δώρα.
-Πού τα ντόσι ντόρα; ξαναρώτησε η Τάνια.
-Στο Χαμόγελο του Παιδιού, μανούλα, είπα και της έδειξα το χαμόγελό μου. Δώσε κι εσύ κανά μοβ στην ένωση στριπτιτζούδων ο «στύλος». Δεν είναι καλό να είμαστε μονοχοφάηδες, χρονιάρες μέρες…