Πάμε λοιπόν, εσύ κι εγώ
Καθώς το δείλι απλώνεται πάνω στον ουρανό
Σαν ναρκωμένος ασθενής μ’ αιθέρα στο τραπέζι […]
Μ' αυτό το εμβληματικό τρίστιχο ξεκινά το Ερωτικό τραγούδι του Τζ. Άλφρεντ Προύφροκ του Τ.Σ. Έλιοτ, που μες στο μελαγχολικό του μεγαλείο μοιάζει να εγκυμονεί και να προφητεύει όλο τον ζόφο και την οδύνη του εικοστού αιώνα.
Ανακάλυψα τον Έλιοτ στα δεκάξι μου, έπειτα από μια σειρά ευτυχείς «πάσες» – όπως ονομάζω τις επιρροές που δεχόμουν από τους πεφωτισμένους μου δασκάλους, τόσο του σχολείου όσο και της καρδιάς. Ένας απ' αυτούς ήταν κι ο Χατζιδάκις, που με τη Ρυθμολογία του και τον Καθρέφτη και το μαχαίρι (βίβλος για κάθε νεοφώτιστο στην ομορφιά) μ' έκανε πάσα στον Σεφέρη, ο οποίος εν συνεχεία με πήρε απ' το χεράκι και με σύστησε στον παράφορα ρομαντικό Έλιοτ της πρώτης περιόδου.
Τι να 'ναι άραγε η ποίηση, πέρα απ' τους ποικίλους ορισμούς και τις φιλολογικές αναλύσεις της; Η μόνη απάντηση που μου έρχεται στον νου είναι «μουσική με λόγια», καθώς οι στίχοι ενός αληθινά εμπνευσμένου ποιήματος, όπως μια ουρανόπεμπτη μελωδία, μπορούν να χαραχτούν τόσο ανεξίτηλα στη μνήμη, που να τους κουβαλάς εντός σου για πάντα, κι ας μένει ασαφές κι αδιόρατο το αίτιο της πρωταρχικής και της κατοπινής συγκίνησης.
Κι αυτή η διάσταση της ποίησης – η μαγική της μουσικότητα – είναι ακόμη πιο εμφανής στην ποίηση της γλώσσας μας, που έλαχε να μελοποιηθεί και να τραγουδηθεί σε εύρος θαυμαστό όσο και η ίδια η ποιητική παραγωγή του τόπου μας, μιας χώρας μικρής και πολύπαθης που ωστόσο ευτύχησε να θρέψει και να πλουτίσει από δεκάδες ποιητές οι οποίοι άγγιξαν (ή και ξεπέρασαν, έστω κι αν μένουν ακόμη εντός συνόρων) τη σπουδαιότητα του Έλιοτ και πολλών ξένων ομοτέχνων τους.
Και δεν νομίζω ότι υπερβάλλω σ' αυτή μου την εκτίμηση. Μονάχα στον αιώνα που πέρασε, ξεφύτρωσαν απ' τον δύσβατο βράχο της ελληνικής γλώσσας τόσοι εξαίρετοι τεχνίτες του ποιητικού λόγου που χάνω τον λογαριασμό: απ' τον Καβάφη, τον Καρυωτάκη, τον Λαπαθιώτη και τον Σαραντάρη, μέχρι τον Σικελιανό, τον Σαχτούρη, τον Καρούζο, τον Ασλάνογλου και τους δυο μας νομπελίστες (και η λίστα αυτή χωράει πολλά περισσότερα ονόματα) ο καρτερικός αναγνώστης μπορεί να βουτήξει σ' έναν αστείρευτο πλούτο λεπταισθησίας, φέρνοντας κάθε τόσο στην επιφάνεια του μυαλού νέες συγκινήσεις. Εγώ ακόμα θεωρώ εαυτόν αδαή, αφού κάθε τόσο κόβω τις σελίδες ενός αξάκριστου τόμου και μένω άναυδος σαν τον ερωτοχτυπημένο (μόλις πέρσι πήρα χαμπάρι τι εστί Σινόπουλος, για να μη μιλήσω για το φετινό χουνέρι που έπαθα με τον Αλέξη Τραϊανό – ενώ θα χρωστώ αιώνια ευγνωμοσύνη στον άγιο άνθρωπο που κάποια μέρα θα συγκεντρώσει και θα εκδώσει άπαντα τα ποιήματα της Γαλάτειας Καζαντζάκη).
Ωστόσο, επιστρέφοντας στην τέχνη των τεχνών, τη συνώνυμη με τη Μούσα, πιστεύω ότι ο ρόλος της μουσικής που έντυσε την ελληνική ποίηση είναι κεφαλαιώδης, τόσο στη διασπορά της όσο και σε μια πρώτη εκτίμησή της, ως συνοδεία άλλοτε ταπεινή κι άλλοτε θριαμβική – μα πάντα ζωντανή και σφύζουσα.
Από πού ν' αρχίσεις και πού να τελειώσεις… Το έργο του Χατζιδάκι είναι αδιαχώριστο απ' την ακριβή πένα του Γκάτσου, όπως και του Θεοδωράκη από τον ποιητικό θησαυρό του Σεφέρη, του Ελύτη, του Ρίτσου και του Αναγνωστάκη. Χώρια οι μεμονωμένοι δίσκοι-διαμάντια, όπως η «Τετραλογία» του Μούτση, ο «Καρυωτάκης» της Πλάτωνος, και η μουσική κιβωτός της ελληνικής διάνοιας που περιέχεται στον «Μεγάλο Ερωτικό». (Και πλάι σ’ αυτούς, βάζω και το «Εμπάργκο» του Μικρούτσικου, σε ποίηση του ανυπέρβλητου Άλκη Αλκαίου).
Ίσως θα 'πρεπε να ρωτήσουμε τους ίδιους τους ποιητές για το μυστήριο που μας άφησαν παρακαταθήκη – μα και οι δικοί τους ορισμοί είναι τόσο αποκλίνοντες και καλειδοσκοπικοί, που άκρη δεν βγάζεις. Ο Καρυωτάκης μιλά για «το καταφύγιο που φθονούμε», ο Εμπειρίκος για «ανάπτυξι στίλβοντος ποδηλάτου», κι ο Χατζιδάκις στην «Εποχή της Μελισσάνθης» για «σύνθημα στα χείλη των εφήβων».
Ή μπορεί να 'ναι οι άνθρωποι που μας πονούν και τους πονούμε: η «Μαύρη Αφροδίτη» του Μπωντλαίρ, η «Άνναμπελ Λη» του Πόου, ή ο τετράχρονος γιος του Παλαμά, για τον θάνατο του οποίου γράφτηκε ο συγκλονιστικός «Τάφος».
Όλα αυτά μαζί λοιπόν, και περισσότερα. Και ψηλότερα. Ώσπου ο νους να φτάσει στον καθαρό λόγο, αυτόν που ήταν και είναι η αρχή των πάντων.
Κι όσο κι αν αλλάζουν οι καιροί, πάντα θα καταφεύγουμε στην ποίηση, αποζητώντας ο καθένας ένα κομμάτι ναρκωμένου δειλινού. Είτε, για να δανειστώ τα λόγια του αγαπημένου μου Σαχτούρη, επειδή –
Πάντα θα 'χουμε ανάγκη από ουρανό.