Προχτές, σ’ ένα καναπεδάκι του μπαρ όπου συχνάζω, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι στα μισά μου χρόνια κόντεψαν να πιάσουν το πρώτο τους παιδί – μιλάμε για φίλημα και χαϊδολόγημα και στεναγμό σεβνταλίδικο, που θα λίγωνε και άγαλμα. Ακτινοβολούσαν έρωτα τα μανάρια μου.
Δεν ξέρω κατά πόσον κάποιος άλλος θαμώνας ενοχλήθηκε απ’ τις παθιάρικες περιπτύξεις των δύο νεοσσών, πάντως κάτι τέτοιο δεν υπέπεσε στην αντίληψή μου. Κι εγώ, έπειτα από ένα χαμόγελο θυμηδίας (καθώς η εφηβική λαχτάρα τους είχε κάτι το παιδικό στη λαιμαργία και την αθωότητά της) απλώς έστρεψα αλλού το βλέμμα μ’ ένα αίσθημα συμπόνιας, καθώς κι αυτά τα έρμα δεν έβγαζαν το άχτι τους σε κοινή θέα από βίτσιο, αλλά κατά πάσαν πιθανότητα επειδή δεν είχαν κάποια καβάντζα να ξεμοναχιαστούν και να χορτάσουν ο ένας τον άλλο.
Ωστόσο, αν εγώ δώσω στον άντρα μου ένα σκαστό, φευγαλέο φιλί στον δρόμο, πέρα απ’ αυτούς που θα γυρίσουν να κοιτάξουν – άλλοι με περιέργεια, άλλοι με κατάπληξη, κάποιοι λίγοι με αδιαφορία και οι περισσότεροι με κάτι από μομφή – πολλοί είναι αυτοί που θα πουν ότι το φιλί μας είχε σκοπό να προκαλέσει. Ότι διατυμπανίζουμε την ομοφυλοφιλία μας. Και το πιο διαδεδομένο σχόλιο θα ήταν: «Δεν με νοιάζει τι κάνετε στο κρεβάτι σας, αλλά δεν είναι ανάγκη και να μας το τρίβετε στα μούτρα.» (Σε ελεύθερη απόδοση: με νοιάζει και με κόφτει. Κι επιπλέον, αν ένα κορίτσι φιλήσει το αγόρι του στον δρόμο, το κάνει για να σας τρίψει τον έρωτά του στα μούτρα, ή για να διαλαλήσει την ετεροφυλοφιλία του; Δεν νομίζω).
Ξέρω ότι ακόμα και ο τίτλος που συνειδητά επέλεξα να δώσω στο κειμενάκι μου, και τον οποίο χρησιμοποιώ πλέον όταν αναφέρομαι στον από δεκαετίας σύντροφό μου κι αφέντη της καρδιάς μου, ορισμένους θα τους ξενίσει, θα τους φανεί υπερβολικός ή και προκλητικός, κάτι που σημαίνει ότι στο μυαλό τους για να λέω “ο άντρας μου” θα έπρεπε αυτομάτως να είμαι γυναίκα, και δη παντρεμένη με τον περί ου ο λόγος (μη σου πω υποχρεωτικά και με θρησκευτικό γάμο).
Μόνο που εμένα ο σκοπός μου γι’ αυτές τις λιγοστές αράδες είναι απλός, και διόλου προκλητικός.
Θέλω απλώς να σας πω πως όταν φιλάω τον άντρα μου, να με συμπαθάτε, αλλά δεν σας σκέφτομαι καθόλου. Εκείνη τη στιγμή για μένα στον κόσμο όλο δεν υπάρχει τίποτα άλλο εκτός απ’ το Κουτάβι, το πρόσωπό του στα χέρια μου, τα χείλη του στα δικά μου. Δεν έχω την παραμικρή διάθεση να σας προκαλέσω, να σας σοκάρω, ή να σας τρίψω το οτιδήποτε στα μούτρα, γιατί – πώς να σας το κάνω πιο λιανά χωρίς να ακουστεί σκληρό; – για μένα όσο διαρκεί το φιλί απλώς δεν υπάρχετε.
Και είμαι σίγουρος ότι το ίδιο πάθος, στην ίδια ένταση (αυτή τη μεταρσίωση του έρωτα, όπου τίποτα στο σύμπαν δεν σε αφορά – πολλώ δε μάλλον σε τέτοιο βαθμό ώστε να θέλεις να το σκανδαλίσεις) το έχετε νιώσει και πολλοί από εσάς, και με καταλαβαίνετε.
Μονάχα αυτό ζητώ: όπως άφησα το ζευγαράκι στο μπαρ να χαρεί τις πολύτιμες στιγμές του, δίχως ποτέ να σκεφτώ ότι το αγκάλιασμά τους με αφορούσε στο ελάχιστο, να μου παραχωρήσετε κι εσείς την ίδια ελευθερία.
Γιατί το ζητούμενο είναι η ευτυχία – κι αυτό για όλους μας είναι κάτι κοινό, κι αποδεκτό, και ιερό.