Στη ρομαντική κομεντί «Η κούκλα» («Mannequin», 1987) ο πρωταγωνιστής φτιάχνει μια κούκλα βιτρίνας τόσο τέλεια, ώστε την ερωτεύεται. Η ιστορία είναι πολύ παλιά και ξεπερνά την κινηματογραφική φαντασία. Πρώτος διδάξας αυτή την αποκλίνουσα ερωτική επιθυμία υπήρξε ο Πυγμαλίων, στις «Μεταμορφώσεις» του Οβίδιου. Αποτέλεσε το αρχετυπικό σύμβολο μιας παραφιλίας που είναι γνωστή ως αγαλματοφιλία. Ο Πυγμαλίωνας, ένας άγαμος με μονήρη βίο γλύπτης, ερωτεύτηκε ως γνωστόν το γυναικείο άγαλμα από ελεφαντόδοντο που είχε φτιάξει. Το έντυσε με διάφανα πέπλα και το πήρε μαζί του στο κρεβάτι, ζητώντας από τη θεά Αφροδίτη να του χαρίσει μια αληθινή γυναίκα όμοια με το δημιούργημά του. Είδε τότε γεμάτος έκπληξη το άγαλμα να αποκτά ζωή, έχοντας τη μορφή της Γαλάτειας. Καθώς τη χάιδευε, γράφει ο Οβίδιος, το σώμα της μαλάκωνε «σαν το κερί στον ήλιο» και οι φλέβες της πάλλονταν κάτω από το απαλό άγγιγμα των δακτύλων του.
Η παραφιλία αυτή, γνωστή και ως πυγμαλιωνισμός, περιγράφει την ερωτική έλξη ενός δημιουργού για το άψυχο δημιούργημά του. Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν, εκτός από τα αγάλματα, και οι κούκλες βιτρίνας. Χωρίς, μάλιστα, να απαιτείται σε αυτή την περίπτωση η κατασκευή τους από τον… καθ' ύλην αρμόδιο παραφιλικό. Η ερωτική επιθυμία που του γεννά η «ομορφιά της ακινησίας» της, προκαλεί διάφορες φαντασιώσεις. Ιδίως με όσες κούκλες ποζάρουν ημίγυμνες στις βιτρίνες των καταστημάτων με γυναικεία εσώρουχα (κάτι ανάλογο συμβαίνει, σε μικρότερο βαθμό, και με κάποιες γυναίκες για τις ανδρικές κούκλες). Η γκάμα της φαντασίωσης ξεκινά από την απλή θέαση (διάβαζε: ξεροστάλιασμα μπροστά στη βιτρίνα) και φθάνει μέχρι την ιδεατή ερωτική συνεύρεση, ή την ακόμα πιο σύνθετη εκδοχή όπου δύο ή περισσοτέρα μανεκέν κάνουν έρωτα μεταξύ τους. Η φετιχιστική απόλαυση επιτυγχάνεται, in extremis, στην ιδέα της μεταμόρφωσης του ίδιου του παραφιλικού (ή του/της ερωτικού/ής συντρόφου) σε κούκλα.