Όπως καταλαβαίνετε παίδες τα πράγματα με τον Βυζόγκωνα δεν πηγαίνουν αυτό που θα λέγαμε φανταστικά. Ο τύπος είναι και μαλάκας και απατεώνας και εγώ έχω το άτιμο το χούι να συγκρούομαι με αυτό τον εκλεκτό συνδυασμό. Ήταν φανερό από καιρό ότι αν θέλω να συνεχίσω να πίνω το τζιν τόνικ μου έπρεπε να αρχίσω να λαμβάνω τα μέτρα μου, που πάει να πει έπρεπε να ξεκουνηθώ και να αρχίσω να ψάχνω για άλλη δουλειά.
Άρχισα κλασσικά με τις εφημερίδες όπου ζητούνται πλέον μόνον θέσεις εργασίας. Μετά είπα να το κάνω πιο προσωπικό, να ρωτήσω τους γνωστούς και φίλους. Έλα όμως που οι δικοί μου οι γνωστοί και φίλοι δεν συχνάζουν στο καφενείο της Βουλής αλλά στο καφενείο του κυρ Μπάμπη στα Εξάρχεια που δίνει βερεσέ ποτά άμα μεθύσει (και ευτυχώς είναι αλκοολικός). Το πράγμα οδηγούσε σε αδιέξοδο όταν μια αστραπή άστραψε στο κεφάλι μου (βλέπετε τη λογοτεχνική φλέβα. Γιατί δεν αγοράζετε το βιβλίο μου να το κάνετε διεθνές μπεστ σέλερ να λύσω κι εγώ το πρόβλημα μου; Μαλάκες, ε, μαλάκες!) Το Μαράκι ήταν η λύση που έψαχνα! Το κολωπετσωμένο και υπερδικτυωμένο Μαράκι θα με οδηγούσε έξω από το τούνελ της ανεργίας (κοίτα παρομοιώσεις! Κοίτα μεταφορές! Αλλά που να εκτιμήσετε εσείς αχάριστοι παίδες…).
Έλα όμως που το Μαράκι ήταν η πρώην γκόμενα του Σάκη που ακόμα θρηνούσε για τον χωρισμό τους τραγουδώντας πρωί μεσημέρι αλλά κυρίως βράδυ τη μεγάλη επιτυχία «Φύγε κι άσε με ν΄απομείνω μόνος μου». Αν του ζητούσα το τηλέφωνό της θα έξυνα πληγές. Για να γίνω σαφέστερη αν ζητούσα το τηλέφωνό της θα ζητούσε αυτός το κεφάλι μου σε πιατέλα!
Τι να κάνω, τι να κάνω; Έστυψα το κεφάλι μου δυο μέρες και τελικά δοκίμασα την πιο εύκολη λύση: μια μέρα που έβλεπε τελεμάρκετιγκ του βούτηξα το κινητό, πήγα στην κουζίνα και καλά να πιω λίγο νερό κι άρχισα να ψάχνω τον τηλεφωνικό κατάλογο. Τζάμπα την έκανα την αμαρτία όμως παίδες μου αγαπημένοι. Ο Ξάδερφος δεν είχε καταχωρίσει τους φίλους του με τα ονόματά τους αλλά με διάφορα παρατσούκλια, nick names, στίχους από τραγούδια κλπ. Έπρεπε να αποφασίσω λίγο γρήγορα ποια ήταν άρα γε το Μαράκι; Η μαλακισμένη; Η πουτάνα; Ή η αειγαμήσου; Σημείωσα και τα τρία για καλό και για κακό και επέστρεψα το κινητό στην αρχική του θέση πριν με πάρει πρέφα και γίνει εκεί μέσα του τρελού το πανηγύρι. Για να ψαρέψω λίγο τη φάση τον ρώτησα στο άσχετο ενώ έβαζα το μπουφάν μου για να φύγω
-Ρε Σακούλη νομίζω ότι είδα στο δρόμο το Μαράκι σήμερα.
-Χέστηκα! μούγκρισε αναψοκοκκινίζοντας
-Ναι, οκ. Ξέρεις τι κάνει; Τα λέτε καθόλου;
-Αει γαμήσου!
Χαμογέλασα. Ώστε η αειγαμήσου ήταν το Μαράκι. Τον φίλησα και στα δύο μάγουλα και έφυγα πριν μου ορμήσει.
Στο σπίτι δοκίμασα να πάρω την αειγαμήσου. Είπε εμπρός μια φωνή που κάτι μου θύμιζε.
-Ναι; Είπα δειλά. Μαράκι εσύ είσαι;
-Τι Μαράκι καλέ; Χαζό είσαι; Η θειά σου είμαι!
Ωρεπούστη, την πατήσαμε. Προφανώς η θειά μου άλλαξε κινητό χωρίς να με ενημερώσει. (πώς να με ενημερώσει δηλαδή; Εγώ δεν την έχω ενημερώσει αν ζω…)
-Συγνώμη θειούλα, είπα ναζιάρικα. Είμαι κουρασμένη από τη δουλειά και μπέρδεψα τα ονόματα. Τα λέμε.
Αχ κορίτσι, κορίτσι, πόσο βλαμμένο είσαι. Μία είναι η αειγαμήσου στη ζωή των καταπιεσμένων αγοριών. Η μανούλα!
Η δεύτερη επιλογή ήταν η πουτάνα φυσικά. Πως ονομάζουν τα αγόρια τα κορίτσια που τους φτύνουν; Πουτάνες. (αντίθετα τα κορίτσια που φτύνουν αυτοί τα λένε «καλή κοπέλα ρε φίλε αλλά») Η φωνή που απάντησε στην κλήση μου όμως δεν έφερνε καν σε κορίτσι. Ήταν βαριά κι ασήκωτη σαν του λοστρόμου. Ωστόσο δεν το έβαλα κάτω.
-Μαράκι; ρώτησα διστακτικά.
-Μαράκι δεν έχω. Μόνο εισαγωγής. Εχω Τσεχία, έχω Ουγγαρία, έχω Λιθουανία. Τι να την κάνεις την ελληνίδα ρε φιλαράκι; Είναι κοντοπόδαρη. Δε φτουράει. Πάρε ξένη που είναι εγγύηση.
Όπα! Τι έγινε ρε παίδες; Αν έχει και ο ξάδερφος σκοτεινές πτυχές, τότε εγώ είμαι η βασίλισσα της ξενέρας να πούμε.
Δια της εις άτοπον έμενε η μαλακισμένη. Χτυπάω το νουμεράκι της και ιδού η άλλη έκπληξη. Η μαλακισμένη ήταν η μανούλα η δικιά μου- καταχωρημένη στο δικό μου κινητό ως μάνατζερ.
Ξαναβάζω το μπουφάν και επιστρέφω στο Σάκη. Ήταν ώρα πια να μιλήσουμε ανοιχτά. Έπρεπε να μάθει ότι έχω τεράστιο οικονομικό πρόβλημα κι έπρεπε να μάθω τι κάνει με τις πουτάνες αυτός. (Κυρίως το δεύτερο όπως καταλαβαίνετε)
Ανοίγω την πόρτα, κάθομαι στην πολυθρόνα απέναντί του και του πετάω τη φράση –παγίδα
-Σακούλη θέλω να σου πω κάτι αλλά μη θυμώσεις. Έμαθα από κάπου ότι πας με βίζιτες. Ισχύει;
Ο Σάκης ατάραχος συνέχισε να τσεκάρει στην τηλεόραση ένα μηχάνημα που έκανε γαμάτους κοιλιακούς χωρίς να σηκωθείς καθόλου από τον καναπέ (μόνο 39 ευρώ)
-Ισχύει, είπε αδιάφορα.( Οπα ρε παιδιά, ποιος είναι αυτός; Το ξαδερφάκι το δικό μου το αγάμητο είναι;)
-Γιατί ρε;
-Γιατί είμαι συνηθισμένος στο ντελίβερι ρε ξαδέρφη. Τι πίτσα, τι γκόμενα.
-Τι είπες τώρα ρε φίλε; Θαύμασα. Από πού είχε ξεφυτρώσει όλος αυτός ο κυνισμός στο απέραντο λιβάδι της μαλθακότητας του Σάκεως;
-Σκέψου το: γιατί παραγγέλνω πίτσα; Γιατί βαριέμαι να μαγειρέψω. Γιατί παραγγέλνω γκόμενα; Γιατί βαριέμαι να την ψήσω.
-Και τα φράγκα που τα βρίσκεις ρε μαλάκα;
-Έχουν βγάλει κάτι προσφορές φοβερές τώρα. Πληρώνεις μία και παίρνεις δύο.
-Γκόμενες;
-όχι ρε μαλάκα. Πιτσες.
-Μα εγώ για τις γκόμενες ρωτάω.
-Α, για τις γκόμενες μου δίνει ο πατέρας μου κρυφά απ΄τη μάνα μου. Μία φορά την εβδομάδα –στις γιορτές δυο.
-Και πως τον έψησες;
-Του είπα ότι αυτός φταίει ως πατέρας που είμαι άσχετος. Ή θα διδάξει πώς να ρίχνω τις γυναίκες ή θα αυτοκτονήσω.
-Και σε δίδαξε;
-Ρε μαλάκα άμα ήξερε να ρίχνει τις γκόμενες θα παντρευόταν τη μάνα μου; Και μετά θα ανεχόταν να τον χωρίσει η μάνα μου; Με τις βίζιτες τη βγάζει κι αυτός. Τι να με διδάξει;
-Οπότε;
-Οπότε με δίδαξε αυτό που ήξερε: να παίρνω ένα τηλεφωνάκι στο Κύριο Λάκη.
Σοκ και δέος παίδες μου αγαπημένοι. Ήξερα ότι διανύουμε μέρες διάλυσης και παρακμής αλλά αυτό που παράπεσε βαρύ. Από πότε εξομοιώθηκαν οι γκόμενες με τις πίτσες; Που πήγε η αγνή τίμια ελληνική οικογένεια; Που πήγαν οι παραδόσεις μας; Που είναι το κράτος;
Με αγάπη και συντριβή το κορίτσι σας