Η σχέση μας με την εκπαίδευση ξεκινά με μια έκθεση του Δημοτικού με θέμα «τι θα γίνω όταν μεγαλώσω» και κορυφώνεται με την ερώτηση «σε ποια σχολή πέρασες;». Το μόνο σίγουρο είναι πως αν μαζεύαμε όλες εκείνες τις παιδικές εκθέσεις και τις συγκρίναμε με τη μετέπειτα επαγγελματική σταδιοδρομία του καθενός, ελάχιστα θα ήταν τα παιδικά όνειρα που κατάφεραν τελικά να συμβαδίσουν με την ενήλικη πραγματικότητα.
Η διαδικασία των Πανελλαδικών Εξετάσεων είναι ένα μεγάλο σχολείο. Σε μαθαίνουν τι θα πει στρες που μπορεί να σε κάνει να παραλύσεις. Σε μαθαίνουν ότι πρέπει να ανταποδώσεις στους γονείς σου τις «θυσίες» που έχουν κάνει για σένα όλα αυτά τα χρόνια. Σε μαθαίνουν ότι η πιο σκληρή λέξη που αρχίζει από άλφα, είναι η λέξη «Αποτυχία». Και ότι αν θες να βγεις στον έξω κόσμο και να πας να συναντήσεις την περίφημη «αγορά εργασίας» που σου γνέφει από μακριά, πρέπει πρώτα να περάσεις μέσα από μία δύσκολη και επίπονη για το νευρικό σου σύστημα διαδικασία.
Οσο πιο ανοιχτόμυαλοι και αν θεωρούνται πλέον οι γονείς των σημερινών δεκαοχτάχρονων, αυτή η ερώτηση «πού πέρασε ο γιος σου» ή το καμάρι α λα γύφτικο σκεπάρνι «η κόρη μου μπήκε στο πανεπιστήμιο από τις πρώτες», δεν θα εγκαταλείψει ποτέ την ελληνική κοινωνία.
Εδωσα πρώτη φορά «πανελλήνιες» όπως τις λέγαμε τότε, το 1995. Και ξαναέδωσα το 1996. Και πέρασα τελικά, στην πρώτη μου επιλογή, στο Τμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Παντείου Πανεπιστημίου το 1997, με την τρίτη και φαρμακερή.
Το βασανιστήριο της παπαγαλίας
Θα μπορούσα ίσως να έχω περάσει και με την πρώτη, αν δεν είχα τόση άρνηση για τα δύο από τα τέσσερα μαθήματα της «τρίτης δέσμης» από όπου προετοιμάζονταν τότε όλοι της θεωρητικής κατεύθυνσης: η Ιστορία και τα Λατινικά ήταν τα δύο μου μεγάλα αγκάθια. Ακριβώς επειδή σε πολύ μεγάλο βαθμό, απαιτούσαν να μάθεις πολλά πράγματα παπαγαλία. Για κάποιον λόγο, το μυαλό μου αρνιόταν να συνεργαστεί με αυτή τη μέθοδο εκμάθησης.
Κράτησα λοιπόν από την πρώτη χρονιά τους βαθμούς μου στα Αρχαία, στην Εκθεση και στα Αγγλικά, και βασανίστηκα άλλα δύο μαρτυρικά χρόνια πασχίζοντας να αποστηθίσω ημερομηνίες συνθηκολόγησης, γέννησης και θανάτου διαφωτιστών, αλλά και κείμενα που μιλούσαν για ρωμαίους αυτοκράτορες που θύμωναν με τις συζύγους τους επειδή τους είχαν κλέψει «το ψαλιδάκι του μανικιουρίστα». Η σκηνή στο σίριαλ «Λόγω τιμής» της Μιρέλλας Παπαοικονόμου του (Mega 1996-7) με τον Γιώργο Πυρπασόπουλο να ξεκαρδίζεται στα γέλια με το συγκεκριμένο λατινικό κείμενο και να λέει στον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη «τι διαβάζουμε ρε μ@λ@κ@;;;» είναι από τις πιο καλοπαιγμένες στιγμές μαθησιακής απόγνωσης.
Δύο πράγματα τελικά με συντροφεύουν ως σήμερα από την Ιστορία δέσμης που διάβαζα με τρόμο και μανία επί τρία συναπτά έτη. Η φράση «το γάντι μεταξύ του κυρίου Μέτερνιχ και εμού έχει πλέον ριχτεί» -διπλωματική ακροβασία από το κεφάλαιο της Εξωτερικής Πολιτικής-, και το δρομολόγιο «Εσκί Σεχίρ, Κιουτάχεια, Αφιόν Καραχισάρ».
Ολα τα υπόλοιπα ήταν σαν να τα χρησιμοποίησα, όσο με χρησιμοποίησαν κι εκείνα, για να περάσω εκεί που ήθελα, και να κάνω την αγχωμένη για το μέλλον μου μητέρα να ησυχάσει. Τη δεύτερη μάλιστα χρονιά που έδωσα εξετάσεις και δεν πέρασα, της είχα πει ψέματα ότι μπήκα σε μια σχολή στην Κέρκυρα. Με αυτόν τον τρόπο, και της χρύσωνα το χάπι ότι δεν είχα αποτύχει εντελώς και την έκανα να ελπίζει ότι με την τρίτη θα τα καταφέρω και θα περάσω στην Αθήνα, ώστε να μην την επιβαρύνω και οικονομικά με σπουδές στην επαρχία.
Κλωστοϋφαντουργία και Ιχθυοκαλλιέργεια
Η συμπλήρωση του μηχανογραφικού ήταν κάτι σαν προθέρμανση για τη μετέπειτα επαφή όλων μας με τις δημόσιες υπηρεσίες. Βάζαμε νούμερα με σειρά προτίμησης στις σχολές της αρεσκείας μας, σχεδόν σαν να παίζουμε λόττο. Κάναμε πλάκα με τις σχολές «Ιχθυοκαλλιέργειας» και «Κλωστοϋφαντουργίας», καθώς δεν είχαμε ιδέα ούτε τι θα σπουδάζαμε μπαίνοντας, ούτε τι θα γινόμασταν βγαίνοντας από εκεί.
Οχι ότι σε αυτές που θέλαμε να περάσουμε ξέραμε, απλά φαντασιωνόμασταν ότι θα περνούσαμε το κατώφλι του πανεπιστημίου και θα λύνονταν μεμιάς όλα μας τα προβλήματα. Περνάω στο πανεπιστήμιο, τελειώνω το πανεπιστήμιο, βρίσκω δουλειά εκεί που θέλω. Αυτά ήταν τα λογικά βήματα στο μυαλό μας. Δεν μπορούσαμε να φανταστούμε κανένα διαφορετικό σενάριο.
Και τις τρεις χρονιές που έδινα, μισούσα όσες και όσους έβγαιναν από το εξεταστικό κέντρο και δήλωναν στις κάμερες ότι «τα θέματα ήταν βατά». «Αφού ήταν βατά, γιατί δεν έγραψες;» μου φώναζε η μάνα μου. Σκεφτόμουν ότι οι κάμερες έπεφταν πάνω σε εκείνους που έβγαιναν από τις εξετάσεις πρώτοι, επομένως η λογική έλεγε ότι δεν ήξεραν να γράψουν και έφευγαν νωρίς, αλλά άντε τώρα να εξηγήσεις σε μια εξαγριωμένη μάνα αυτή την τρομερή θεωρία συνωμοσίας.
Οσο πιο πολύ με άγχωνε το άγχος της, τόσο πιο πολύ πείσμωνα και δεν διάβαζα. Κλεινόμουν στο δωμάτιό μου, το οποίο διέθετε τηλεόραση και ηχοσύστημα hi-fi -το wi-fi ούτε σε ταινία επιστημονικής φαντασίας δεν το είχαμε ακουστά- και καταπιανόμουν με οτιδήποτε άλλο εκτός από την παπαγαλία αυστριακών διπλωματών και ρωμαίων αυτοκρατόρων.
Ξενυχτούσα βλέποντας τηλεόραση. «Τα παιδιά της νύχτας» του Κώστα Μυλωνά μεσουρανούσαν τότε και ήταν η ένοχη απόλαυσή μου. Φαίνεται όμως πως ήταν γραφτό να περάσω στο πανεπιστήμιο, ακόμα κι αν λίγες ώρες πριν από την εξέταση των Λατινικών δεν είχα ιδέα τι θα γράψω.
Η τύχη της τελευταίας στιγμής
Στις 7:30 έπρεπε να είμαστε στο σχολείο που εκείνες τις μέρες είχε μεταμφιεστεί σε «εξεταστικό κέντρο». Βάζω ξυπνητήρι πολύ νωρίτερα, στις 4.30 – κι όσο περίεργο κι αν ακούγεται, και τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές, είκοσι χρόνια μετά, νιώθω άγχος μόνο και μόνο που το θυμάμαι.
Παίρνω το βιβλίο με τα μεταφρασμένα κείμενα των Λατινικών – ένα από τα πενήντα που έπρεπε να ξέρω απέξω κι ανακατωτά θα έπεφτε στις εξετάσεις. Ανοίγω το βιβλίο τυχαία σε μια σελίδα και αρχίζω να διαβάζω δυνατά και με μεγάλη ταχύτητα τη μετάφραση στα Ελληνικά.
Ξαφνικά, σταματάω πάνω σε μία φράση – «με εξουσία ζωής και θανάτου». Γυρίζω στο λατινικό κείμενο και ψάχνω την αντίστοιχη φράση – «nequis que potestate», ή κάπως έτσι. Λίγες ώρες αργότερα, καθισμένη στο θρανίο και περιμένοντας τα θέματα, βλέπω ότι είχε πέσει αυτό το κείμενο, που είχα διαβάσει την τελευταία στιγμή.
Χαμογέλασα με χαμόγελο διαόλου κάλτσας και άρχισα να γράφω με άγρια μανία. Εκείνη τη στιγμή ήταν σαν να παίρνω την εκδίκησή μου για τα σπασμένα μου νεύρα των τριών τελευταίων ετών, γράφοντας 19,5. Για το άγχος της μητέρας μου που με παρέλυε, κι ας το έκανε από έννοια για το μέλλον μου και το καλό μου. Και για εκείνη την κακιασμένη μου συμμαθήτρια, την Ελένη, που σε ένα διάλειμμα του σχολείου μου είχε πει «αν εσύ γίνεις δημοσιογράφος, να μου τρυπήσεις τη μύτη». Ακόμα την ψάχνω…
Τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις;
Τώρα που τα βλέπω από απόσταση, όλα αυτά μου φαίνονται πολύ αστεία. Οπως η γελοία σκέψη που είχα κάνει ένα βράδυ, να ρίξω ζεστό βούτυρο πάνω στο κρεβάτι μου ώστε να μην μπορώ να κοιμηθώ και να συνεχίσω να διαβάζω όλη νύχτα. Αλλά δεν το έκανα. Ή ότι όταν πέθανε ο Ανδρέας Παπανδρέου, στις 23 Ιουνίου του 1996 κι εγώ έδινα δεύτερη χρονιά Ιστορία και δεν είχα διαβάσει, ευχόμουν ότι λόγω της κηδείας του θα ανέβαλλαν την εξέταση για λίγες ημέρες αργότερα. Αλλά δεν το έκαναν.
Η οικονομική κρίση που χτύπησε την Ελλάδα δέκα χρόνια αφού εγώ τέλειωσα το πανεπιστήμιο, ήρθε να ματαιώσει πολλά ξάγρυπνα βράδια παιδιών που κάποτε βασανίστηκαν για να πάρουν ένα πτυχίο και μετά δεν ήξεραν τι να το κάνουν. Στρατιές γιατρών, αρχιτεκτόνων, δικηγόρων, διαφημιστών, φιλολόγων και οικονομολόγων, βρέθηκαν άνεργοι, απορημένοι γιατί, αφού τα είχαν πάει καλά στις εξετάσεις.
Πολλοί πλέον, από εκείνους που έχασαν τη δουλειά τους, κάνουν κάτι εντελώς διαφορετικό από εκείνο που είχαν σπουδάσει. Κι όμως. Μπορεί να μην είναι και τόσο άσχετο με τις ικανότητές τους. Ισως σε κάποιο ξεχασμένο συρτάρι στο πατρικό τους, ανακαλύψουν κάποια στιγμή μια έκθεση της Τρίτης Δημοτικού και συνειδητοποιήσουν ότι ο ανήλικος εαυτός μας είναι πάντα ο καλύτερος σύμβουλος επαγγελματικού προσανατολισμού.
Θυμάμαι ότι πριν από κάθε «ιερά εξέταση», έβγαινα για λίγο στο μπαλκόνι μου και σκεφτόμουν, «όσο καλά ή όσο χάλια κι αν τα πας σήμερα, θα γυρίσεις εδώ, στο σπίτι σου». Κι αν είσαι πραγματικά τυχερή, θα περάσεις εκεί που θέλεις. Με εξουσία ζωής και θανάτου!