Protagon A περίοδος

Ο ωραίος και η ωραία δεν περνάν ποτέ ωραία

Με την υπεργκομενάρα και τον θεόκουκλο ζεις βουτηγμένος στο άγχος: Νιώθεις πως ό,τι και να κάνεις δεν θα είσαι ποτέ αρκετός γι' αυτήν/όν. Η ομορφιά της/του είναι ένας όρος και, μάλιστα, αβάσταχτος αφού είναι καταδικασμένος να μην εκπληρωθεί ποτέ.

Το κορίτσι του διπλανού portal

Παίδες μου αγαπημένοι, μετά λύπης μου διαπίστωσα πως είστε πολύ άδικοι απέναντί μου. Με ξέρετε τόσο καιρό πια, έχετε διαπιστώσει πανταχόθεν τη διαύγεια του πνεύματός μου και τα (ok, θες να τα πεις ανάλαφρα; Άλλοι θα τα έλεγαν δημοκρατικά) ήθη μου, πώς διάολο μπορείτε ακόμα να υπαινιχτείτε ότι κοιτάω μόνο τους ωραίους άντρες; Ε, λοιπόν, ήρθε η ώρα να ξεκαθαρίσουμε αυτό το καυτό θεματάκι της ομορφιάς. Θα μου πεις, μας το ανέλυσε προ πολλού ο παγκοσμίως καταξιωμένος ποπ φιλόσοφας Ουμπέρτο Εκο αυτό, φτάνει, κορίτσι, το καταλάβαμε. Τι να μας πει και ο Ουμπέρτο όμως, παίδες, ο άνθρωπος είναι 200 κιλά, δεν το κατέχει το θέμα (καλά, πλάκα κάνω, μην αρπάζεστε εσείς τα μπαμπάτσικα και τα παχουλά. Απλώς, έχω ψυχικό τραύμα με το συγκεκριμένο βιβλίο γιατί το συνέδεσα με περιστατικό ενδοοικογενειακής βίας: παρά το γεγονός ότι είναι 200.000 σελίδες περίπου, μου το εκσφενδόνισε πρόσφατα η μάνατζερ όταν διαπίστωσε ότι έφαγα σε ποτά τα λεφτά που μου εμπιστεύτηκε για να πληρώσω τη ΔΕΗ. Και όλα αυτά ενώ της εξηγούσα ότι εγώ, στη φάση αυτή, φως έβλεπα μόνο με την τεκίλα…)

Το θέμα είναι, παίδες μου, πως η πρώτη μου illumination ως koritsi ήταν σχετική με την ομορφιά. Ήμουν 8 χρονών όταν ήρθε να προστεθεί στη γενικά νοστιμούτσικη πανίδα του σχολείου μας μια έκπαγλη ξανθιά (ναι, ρε, φυσική ήταν, 8 χρονών λέμε), με τα πιο φωτεινά, αστραπομώβ μάτια που είχαμε δει ποτέ στη ζωή μας. Μιλάμε για τέτοια ομορφιά, παίδες, που καταντούσε υπερόπλο εναντίον όλης της υπόλοιπης μάζας των μαθητών. Όποιος περνούσε δίπλα της έβλεπε τα χρώματά του να εξαερώνονται και τον εαυτό του να μετασχηματίζεται σε ασπρόμαυρο καρτούν. Το κοριτσάκι -δεν βάζω υπογραφή γιατί, τελικά, κανείς μας δεν το γνώρισε αρκετά καλά ώστε να μιλάει μετά λόγου γνώσεως- ήταν μάλλον ένα φυσιολογικό παιδί: δεν πουλούσε μούρη, δεν έκανε ντιβιλίκια-μπιτσιλίκια, δεν ντυνόταν σαν μελλοντικό πουτανάκι. Απλά κυκλοφορούσε σιωπηλό σαν τοτέμ ανάμεσά μας. Προσοχή: Δεν διάλεξε να είναι σιωπηλό. Κανένας δεν το πλησίαζε, κανένας δεν του μιλούσε. Ήταν ένα ζωντανό βότσαλο στη λίμνη μας. Έπεφτε στη μέση μιας παρέας και αραιώναμε (για να μην πω εξαφανιζόμασταν) σε ομόκεντρους κύκλους. Στο τέλος εξαφανίστηκε αυτή. Η δασκάλα μας ανακοίνωσε πως η Μ. πήγε στις Βρυξέλλες με τους γονείς της και δεν θα την ξαναβλέπαμε πια. Ένα συλλογικό «ουφφφ» ανακούφισης διέλυσε την εκκωφαντική σιωπή της τάξης. Οι θλιβερές συγκρίσεις, τα συνθλιπτικά συμπλέγματα κατωτερότητας, η αγανάκτηση για την αρχέγονη αδικία της φύσης θάφτηκαν στην αυλή του διαλείμματος. Μπορούσαμε να γελάμε, να παίζουμε, να χαζοφλερτάρουμε ήσυχοι πια. Ο αήττητος εχθρός, η απόλυτη ομορφιά, είχε φύγει. Ήμασταν ασφαλείς στη βιοποικιλότητά μας.

Χρόνια μετά, στο Λονδίνο, ένα βράδυ που ‘βρεχε (έλααα, τι σπάνιο!) είδα μια γαλλική ταινία στο κανάλι ARTE: Έπαιζε ο βουβαλάνθρωπος Ζεράρ Ντεπαρντιέ και μια υπεργκομενάρα που τη λέγανε Καρόλ Μπουκέ (τόσο σικαρία που υπήρξε και το πρόσωπο της Chanel, όπως έμαθα μετά). Αυτός είχε, λέει, παντρευτεί αυτή τη θεούρα και ήταν τρελά καψούρης μαζί της. Σιγά το νέο, θα μου πείτε. Όταν του γορίλα του κληρώσει ο ανθρώπινος πρώτος αριθμός του λαχείου, θα τον μετατρέψει σε εικόνισμα και θα γίνει πιστός του δούλος. Έλα μου, όμως, που η Καρόλ διαπίστωσε μια μέρα πως ο γορίλας έκανε νερά. Εξαφανιζόταν τα απογεύματα, είχε κλειστά τα τηλέφωνα κ.λπ. Τον παρακολούθησε λοιπόν και διαπίστωσε το εξής απίστευτο: Ο Ζεράρ είχε συνάψει παράνομο δεσμό με μια μεσήλικη χοντρή, τύπου η θειά από το χωριό. Πήγαινε εκεί κάθε απόγευμα, τρώγανε, πίνανε τα κρασάκια τους, χαζογελούσανε, πηδιόσαντε και γενικά περνούσαν ζάχαρη. Η Καρόλ έφυγε με την απορία στα μάτια αλλά εμείς οι ψαγμένοι θεατές το εμπεδώσαμε το υπονοούμενο: Η ομορφιά των 12 Ρίχτερ τα γκρεμίζει όλα: είναι εξουθενωτική και για τον φέροντα και για τον διεκδικητή της. Δηλαδή με την υπεργκομενάρα και τον θεόκουκλο ζεις βουτηγμένος στο άγχος: Νιώθεις πως ό,τι και να κάνεις δεν θα είσαι ποτέ αρκετός γι αυτήν/ον. Η ομορφιά της (του) είναι ένας όρος και μάλιστα αβάσταχτος αφού είναι καταδικασμένος να μην εκπληρωθεί ποτέ. Και όλοι μας, μα όλοι μας, θέλουμε κάποιον να μας προσέχει και να μας αγαπάει χωρίς όρους. Όπως η χαλαρωτική χοντρή του Ζεράρ.

Δεν θυμάμαι πώς τελείωσε η ταινία. Θυμάμαι όμως ότι εκείνο το βράδυ ούτε εγώ ούτε η συγκάτοικός μου, η Βραζιλιάνα λουλούδω, βάλαμε κρέμα νυκτός. Καμιά μας δεν διακινδύνεψε να έχει το τέλειο δέρμα στην περίπτωση που ο Μπραντ Πιτ χτυπούσε μεταμεσονυκτίως το κουδούνι.