Σύμφωνα με τρεις νέες δημοσκοπήσεις σε κυριακάτικα έντυπα, το 70-80% των ελλήνων, συμφωνεί με τη τοποθέτηση φράχτη στον Έβρο ως μέτρο για τη λαθρομετανάστευση. Σ’ αυτούς τους ανθρώπους θα υποβάλλω μία ερώτηση: έχετε μιλήσει ποτέ με έναν λαθρομετανάστη; Δεν εννοώ να έχετε επικοινωνήσει μαζί του, για να του πείτε να σας βάψει ένα τοίχο ή να χτίσει μία πέργκολα στο εξοχικό σας. Εννοώ να τον ρωτήσετε ποια είναι η ιστορία του, για ποιο λόγο έφυγε από τη πατρίδα του, τί πέρασε για να έρθει από τη πατρίδα του στην Αθήνα. Επειδή η πλειοψηφία είμαι σίγουρος ότι δεν το έχει κάνει, θα μοιραστώ μαζί σας μία συνομιλία που είχα με έναν τέτοιο άνθρωπο. Το όνομα του είναι Μπράιαν Ζάιλ.
Ο Μπράιαν έχει καταγωγή από τη Σιέρρα Λεόνε και βρίσκεται στη χώρα μας εδώ και ενάμιση μήνα. Έχει διασχίσει τη μισή Αφρική, αρκετές χώρες της Μέσης Ανατολής, το Κουρδιστάν και τη Τουρκία. Ήρθε εδώ περνώντας από τον Έβρο. Ο ίδιος μας είπε πως ταξίδευε για περισσότερους από τέσσερεις μήνες σε συνθήκες απάνθρωπες, με τους διακινητές του να τού συμπεριφέρονται «σαν να ήταν ζώο».
Παρά τα όσα πέρασε, κατάφερε να έρθει στην Ελλάδα. Η πρώτη μου ερώτηση αφορά το παρόν. Τον ρωτάω τί κάνει τώρα στη ζωή του και εκείνος μου απαντάει με μία αφοπλιστική φυσικότητα: «Τίποτα!». Δεν μπορώ να καταλάβω τί εννοεί με το «τίποτα» και εκείνος μου εξηγεί. «Εδώ και τόσο καιρό δεν έχω βρει τη παραμικρή δουλειά. Δεν έχω λεφτά για φαγητό, κοιμάμαι μαζί με άλλα δέκα άτομα σ’ ένα μικροσκοπικό διαμέρισμα στη Πλατεία Αμερικής, περιφέρομαι άσκοπα στους δρόμους και τρώω από το συσσίτιο του Δήμου. Δεν μ’ αρέσει αυτή η ζωή. Δεν αντέχω άλλο αυτή τη κατάσταση».
Ασυναίσθητα, μία ερώτηση ξεφεύγει από το στόμα μου, «και τι σκοπεύεις να κάνεις γι’ αυτό;». Σωπαίνει. Με κοιτάει στα μάτια και με πληροφορεί πως «θέλει να φύγει». «Πού θες να πας», απορώ. «Στην Ευρώπη, να βρω δουλειά. Πρέπει να στείλω λεφτά στην οικογένεια μου. Όλοι στη πατρίδα μου πεινάνε και δεν υπάρχει καμία πιθανότητα να εργαστούμε εκεί. Γι’ αυτό ήρθα εδώ αλλά τα πράγματα δεν είναι όπως τα φανταζόμουν». Ζητάω να μάθω πότε σκοπεύει να φύγει προς τη Δύση. Γουρλώνει τα μάτια του και μιλώντας κάπως φωναχτά μου απαντά: «Δεν μπορώ να φύγω! Οι πιθανότητες να πάω στην Ευρώπη είναι μία στις δέκα. Εκτός του ότι δεν έχω τα χρήματα να αγοράσω εισιτήρια, δεν έχω χαρτιά και όλοι δρόμοι δυτικά είναι κλειστοί. Δεν μας αφήνουν να φύγουμε από την Ελλάδα. Είμαστε φυλακισμένοι». Η απόγνωση του είναι φανερή.Ωστόσο, δε μοιάζει επικίνδυνος. Ίσα ίσα, όση ώρα μιλάμε είναι μαζί με κάτι φίλους του, λένε αστεία μεταξύ τους και χαμογελάνε. Ένας από αυτός κρατάει μία κιθάρα και ο Μπράιαν με πληροφορεί πως «το βραδάκι τραγουδάμε όλοι μαζί για να ξεχαστούμε».
Καθώς εξιστορεί τα προβλήματα του, μού εκμυστηρεύεται κάτι που αδυνατώ να πιστέψω : «ξέρεις, έχω σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο. Business and Management». Είμαι επιφυλακτικός. Μου λέει πως είναι αλήθεια και εκείνη τη στιγμή ο φίλος του – με τον οποίον ήρθαν μαζί από τη Σιέρρα Λεόνε- με πλησιάζει και με διαβεβαιώνει πως «δεν λέει ψέμματα». Είχαν φοιτήσει μαζί στο ίδιο πανεπιστήμιο. Εκείνος είχε σπουδάσει Ναυπηγός Μηχανικός.
Ο Μπράιαν θεωρεί ότι είναι τυχερός. Υπάρχουν συμπατριώτες του στην Αθήνα που κοιμούνται στο δρόμο. Αλλά η κατάσταση δεν μπορεί να συνεχιστεί. «Η ζωή μου εδώ είναι χειρότερη από τη Σιέρρα Λεόνε. Βέβαια, εκεί υπάρχει πείνα, εξαθλίωση και πόλεμος. Αλλά δεν μ’ ενδιαφέρει πλέον. Γι’ αυτό, εάν δεν καταφέρω να φύγω προς την Ευρώπη, μάλλον θα γυρίσω πίσω. Τουλάχιστον, εκεί θα είμαι με την οικογένεια μου».