Δεν ξέρω τι σας έρχεται στο μυαλό όταν ακούτε την λέξη ταράτσα, αλλά εμένα με παίρνει από το χέρι και με σπρώχνει άγαρμπα πίσω στην δεκαετία του 80. Τότε που η τουριστική περίοδος διαρκούσε περίπου έξι μήνες. Χονδρικά, ξεκινούσε μετά το Πάσχα και τελείωνε τον Σεπτέμβριο. Τότε ήταν που με έχανε και η οικογένειά μου. Έφευγα με την λαμπάδα στα χέρια, το φυτίλι της οποίας ακόμα δεν είχε σταματήσει να μυρίζει καμένο, και βρισκόμασταν ξανά με τις πρώτες βροχές κάτω από μια ομπρέλα. Κι αν τουρίστες από όλο τον κόσμο έπρεπε να ταξιδέψουν χιλιάδες χιλιόμετρα για να φτάσουν στο βλαχόνησο ώστε να ζήσουν από κοντά την εμπειρία του μοναδικού τρίπτυχου μουζάκα-γκρικ σάλαντ-ούζο, εγώ χρειαζόταν να περπατήσω μόλις πέντε λεπτά με το ρολόι για να ανέβω στην κορυφή του κόσμου. Ή έστω, σ' αυτό που φάνταζε στο μυαλό ενός παιδιού το ενδιάμεσο επίπεδο μεταξύ ουρανού και γης.
Δεν χρειάζεται καν να κλείσω τα μάτια και να συγκεντρωθώ για να σας περιγράψω με κάθε λεπτομέρεια πώς έμοιαζε η ταράτσα της γιαγιάς. Είναι ολοζώντανη μπροστά μου όπως σ' άλλους εμφανίζεται ο Άγιος Δημήτριος πάνω στο άλογο του. Το ανησυχητικό στην περίπτωσή μου, είναι πως πέρα από το όραμα, μου έρχονται στα αυτιά φωνές που μιλάνε γαλλικά, αγγλικά, σουηδικά, ό,τι γλώσσα υπάρχει στον πλανήτη. Και όλοι ξέρουμε τι έπαθε η κυρία που είχε τέτοιες οπτικοακουστικές ψευδαισθήσεις. Ας καούμε στην πυρά μαζί λοιπόν.
Το πεντάλεπτο ταξίδι από το πατρικό μου ως το σπίτι της γιαγιάς είχε στοιχεία ιεροτελεστίας. Περνούσες από την γειτονιά κι έκανες μια στάση στον κύριο Βασίλη για να κοιτάξεις ψηλά και να χαζέψεις τις κολοκύθες που κρέμονταν από μια περίεργη σιδερένια κατασκευή που είχαν μαστορέψει τα χέρια του. Ύστερα ερχόταν η μικρή ανηφόρα με το εκκλησάκι παλαιοημερολογιτών στα αριστερά και το μικρό κήπο με τις παραμελημένες λεμονιές κι ευθύς συναντούσες μια μεγάλη κατηφόρα που σε έφερνε ως τα μέσα της διαδρομής με το μισογκρεμισμένο σπίτι στα δεξιά. Άλλη μία στάση εκεί για να θαυμάσεις τα εντοιχισμένα πυθάρια που χρησιμοποιούσαν κάποτε για να αποθηκεύουν το λάδι. Κατόπιν, προσπερνούσες όσο πιο γρήγορα γινόταν την πιάτσα των γιαγιάδων που λειτουργούσε ως το επίσημο πρακτορείο κουτσομπολιού του νησιού κι έμπαινες στην τελική ευθεία. Τα τελευταία λίγα μέτρα ήταν χρωματιστά. Ανάμεσα σε βουκαμβίλιες, πασχαλιές, γεράνια και τριανταφυλλιές.
Φτάνοντας στο σπίτι της γιαγιάς, η ανάσα γινόταν όλο και πιο κοφτή καθώς ανέβαινες τα αμέτρητα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στην ταράτσα. Ανοίγοντας την πόρτα, το πρώτο πράγμα που αντίκρυζες ήταν ένα παλιό σιδερένιο κρεβάτι με τρία στρώματα. Για να καταφέρεις να ανέβεις πάνω του, έπρεπε να ήσουν μια μικρή Νίκη Μπακογιάννη. Έπαιρνες φόρα από το τελευταίο σκαλοπάτι και στην καλύτερη των περιπτώσεων προσγειωνόσουν με την μύτη.
Για κάποιο περίεργο λόγο, δεν μπορώ να θυμηθώ την ταράτσα υπό το φως της ημέρας. Όλες οι αναμνήσεις μου ζουν στο σκοτάδι με το φακό ανά χείρας. Τον ίδιο φακό που χρησιμοποιούσαν οι συγκάτοικοί μου. Βλέπετε, την δεκαετία του 80, οι τουρίστες ήταν τόσοι πολλοί που σχεδόν παρακαλούσαν για ένα κρεβάτι, όπου κι αν ήταν αυτό, ή έστω για λίγα εκατοστά γης ώστε να απλώσουν τα sleeping bags τους. Κι έτσι βρισκόμουν να μοιράζομαι τα τετραγωνικά της ταράτσας και τα καλοκαίρια μου με δεκάδες αγνώστους. Ίσως τελικά αυτό να ήταν και η μαγεία στην όλη ιστορία.
Οι νύχτες στην ταράτσα είχαν το άρωμα του γιασεμιού που κρεμόταν πάνω από τα κεφάλια μας, την μουσική από τις κιθάρες των τουριστών και τις σκιες που προβάλλονταν πάνω στο ξεθωριασμένο φυστικί ελλενίτ. Είχαν τον έρωτα από τα καταπιεσμένα βογγητά και τους ψίθυρους σε ακαταλαβίστικες για μένα γλώσσες που δρούσαν ως νανούρισμα. Κάποιες φορές καθόμουν ως αργά στην μία άκρη της ταράτσας και προσπαθούσα να διακρίνω τι ταινία έπαιζε το σινεμά που βρισκόταν κοντά στο πατρικό μου. Άλλες φορές ξυπνούσα από τον θόρυβο του πλυντηρίου που δούλευε ακατάπαυστα, ανακαθόμουν πάνω στο υπερυψωμένο κρεβάτι μου σαν άλλη βασίλισσα και παρατηρούσα όλον αυτόν τον κόσμο στα πόδια μου που κοιμόταν τόσο ήσυχα. Υπήρχαν και φορές που έβαζες τα πνευμόνια σου σε σκληρή δοκιμασία. Κάποιος ξεκινούσε να γελάει χωρίς λόγο και πριν καλά-καλά το καταλάβεις, συμμετείχες κι εσύ άθελά σου σ' αυτή την κακαριστή χορωδία που διαρκούσε ως τις πρώτες πρωινές ώρες. Σ' αυτές τις περιπτώσεις, η μάχη για την κατάκτηση της γούρνας που βρισκόταν δίπλα από το πλυντήριο, ήταν κανονικό θέαμα. Δεκάδες άνθρωποι, ξάγρυπνοι και ταλαιπωρημένοι, να στριμώχνονται και να σκουντάει αναιδώς ο ένας τον άλλον για να μπορέσουν να πλύνουν δόντια και πρόσωπο. Κι ύστερα όλοι αυτοί έφευγαν για τη θάλασσα ανανεώνοντας το ραντεβού μας για το βράδυ κι έμενα εγώ πίσω να απολαύσω την μεγαλύτερη ηδονή που ανακάλυψα τυχαία -και που ομολογώ πως μου λείπει: Την δροσερή αίσθηση των κρεμασμένων βρεγμένων και φρεσκοπλυμένων σεντονιών που ακουμπάνε το πρόσωπό σου και κολλάνε στο σώμα σου καθώς εσύ τρέχεις με κλειστά τα μάτια προς το μέρος τους.