Protagon A περίοδος

Ο Ριχάρδος μου στην Επίδαυρο

Ο Ριχάρδος μου στην Επίδαυρο. Μολυβένιος αλλάζει το νόημα των λέξεων και των στιγμών. Είμαι αυτός που βλέπετε, φωνάζει, είμαι ο καθένας σας, δεν είμαι όμορφος, δεν είμαι λαχταριστός και όμως μπορώ να εξουσιάσω όλο τον κόσμο...

Νίκη Κόλλια

Ήθελα να γράψω για τη Στέλλα με τα κόκκινα γάντια που απέμεινε μονάχη σε εκείνη την αυλή του υπαίθριου συνοικιακού νυχτερινού κέντρου με τη στενόμακρη επιγραφή «η Μαρία». Ήθελα να μιλήσω για τον Καμπανέλλη και τη Νίκη του, να φανταστώ εκείνη τη νύχτα στο μελαγχολικό σπίτι της Λυκείου που ο δημιουργός εμπιστεύτηκε τη Στέλλα του στον Κακογιάννη και δεν κράτησε ούτε ένα χειρόγραφό της, έστω και αντίγραφο με καρμπόν. Ήθελα να σχεδιάσω ξανά μια-μια τις εικόνες: χώροι οικείοι, γνωστοί, με χρώματα που ο Τσαρούχης και ο Κανιάρης αγάπησαν και σκηνογράφησαν, μουσικές που το ρεμπέτικο ερωτικό αποτύπωσε και ο Χατζιδάκις αποθέωσε και σκηνές που ο Κακογιάννης, η Μελίνα, ο Φούντας, η Βέμπο, ο Αλεξανδράκης, ο Παπαγιαννόπουλος και τα άλλα πρόσωπά τις τελειοποίησαν.
Και ύστερα ήθελα να σας πάρω μαζί μου μια νύχτα καλοκαιριού σε εκείνους τους ασβεστωμένους τοίχους της εγκάρδιας Μαρίας και καθώς ένα-ένα τα τελάρα των συντελεστών θα κατεβαίνουν, να συγκινηθούμε όσο κρατάει αυτή η νύχτα με τη λευκή, αιθέρια και ελεύθερη Στέλλα που έμεινε εδώ μέσα μόνη πια, να νταντεύει την αγιάτρευτη μοναξιά της.

Αλλά έπειτα ήρθε και με βρήκε μια άλλη καλοκαιρινή νύχτα, γεμάτη τζιτζίκια και κουνούπια, μαρσαρίσματα ξαναμμένων αυτοκίνητων, ήχους από πιρούνια που πέφτουν θορυβωδώς στα πιάτα και κριτικές διθυραμβικές επί παντός επιστητού, μια νύχτα που ξεκίνησε απόγευμα μέσα σε ένα αυτοκίνητο με προορισμό την Επίδαυρο. Όλα για κείνον, είπα και αποδέχθηκα την πρόσκληση. Για κείνον, τον πιο αποκρουστικά αγαπημένο ήρωά μου, εκείνον τον κακοφτιαγμένο με τον αριστερό ώμο του να είναι πιο ψηλά από το δεξιό, που δεν έχει χώρο ούτε για φίλο, ούτε για εχθρό, πρέπει βλέπεις να φθάσει εκεί που θέλει. Για κείνον τον ήρωά μου που βλέπει ακόμη γαλάζια τη φλόγα των κεριών, τις ημέρες δίχως ήλιους και τη συνείδηση σκιάχτρο στην ορμή των δυνατών. Όλα για κείνον είπα, που είναι όλα αυτά και ακόμη περισσότερα, που ξέρει καλά ποιος είναι, «είμαι αυτός εδώ» θα σου πει και ταυτόχρονα δεν μπορεί να δει μέσα του έναν υπέροχο άνθρωπο.

Και κάπως έτσι ήρθε και με βρήκε, όπως τόσους και τόσους, το φετινό πολιτιστικό χάι λάιτ, αυτό που συνδυάζει τη λονδρέζικη θεατρική παράδοση, με τη νεΰορκέζικη πρωτοπορία και για λίγο και την Επίδαυρο. Με τα ονόματα στην παραγωγή του Μέντες ως σκηνοθέτη, και, κυρίως, του Κέβιν Σπέισι στον πρωταγωνιστικό ρόλο, ένα μέτριο αποτέλεσμα θα ήταν σίγουρα μη αναμενόμενο. Και έτσι κατέφθασε στην Επίδαυρο κόσμος πολύς, 9.000 άνθρωποι περίπου επί 3 παραστάσεις, φτιάχνουν σίγουρα ένα μεγάλο κοινό.
Δεν θέλω να γράψω κάτι για τούτο το κοινό. Θα ‘ναι σα να χωρίζεις την Επίδαυρο σε πάνω και κάτω πλατεία. Δεν θέλω να σας μιλήσω για το ποιοι άνθρωποι στριμώχτηκαν -ηλεκτρονικά ή στην ουρά- για ένα εισιτήριο, ούτε αν οι ίδιοι αγόρασαν εισιτήρια και για τις εμφανίσεις των Πυξ Λαξ ή ξαναπήγαν Επίδαυρο για τον Φιλιππίδη ή το Χειμωνιάτικο Παραμύθι ή την Άλκηστη. Ούτε θέλω να γράψω για αυτούς που κατέφθασαν στην αργολική γη με σκάφη και κότερα, πλημμύρισαν το λιμάνι και πήραν την ανηφόρα, χυδαία και νταiλίδικα, ούτε ότι πολλοί ήρθαν από απλή περιέργεια να δουν πως είναι κάτι οσκαρικό σε τραγωδία ή επειδή βρήκαν πρόσκληση την τελευταία στιγμή, ούτε για κείνες τις κυρίες που σταματούν στα μισά για να τινάξουν τα χαλίκια από τις πλατφόρμες και εύχονται να υπήρχε ασανσέρ για το θέατρο. Ούτε θέλω να αποκρυπτογραφήσω τι στα αλήθεια σημαίνει η φράση «το ελληνικό κοινό σε έκσταση», ούτε να εξηγώ πώς σε δύσκολους καιρούς η ανάγκη των ανθρώπων να βάλουν ασπίδα τις τέχνες μπροστά στο μαρασμό τους είναι πάντα μεθυσμένα μεγεθυμένη. Ούτε με νοιάζει αν όσοι κάθονταν τριγύρω μου κατάλαβαν τι παρακολούθησαν, ή αν ήξεραν από πριν το κείμενο ή αγγλικά, ούτε αν είχαν κάνει κράτηση στις ταβέρνες ήδη πριν κατέβουν στην αργολική γη ούτε για το αν κατάλαβαν γιατί αποθέωσαν τον Κέβιν Σπέισι ως «Ριχάρδο Γ’», ούτε γιατί σηκώθηκαν όρθιοι και μάλιστα τρεις φορές, ούτε εάν γνώριζαν τον θίασο του Old Vic.

Θα σας μιλήσω μονάχα για μένα.

Κάθομαι στο κάτω διάζωμα, έχει πάρει να σουρουπώνει, η θέση μου είναι καλή, τη βοηθάει και το κάθισμα του Κοκκώνη, το ίδιο και η παρέα μου, ξέρει ήδη το κείμενο, ένας έχει ξαναδεί την παράσταση, ένας τρίτος διαβάζει στίχους σε μετάφραση Καρθαίου. Στην άλλη πλευρά μια κυρία ωρύεται, τέλειωσαν τα προγράμματα και θα έπρεπε να ντρέπονται, οι θεατές έκαναν τόσο δρόμο, να στο στείλουν χρυσή μου απαντά η διπλανή της, δεν κατάλαβα από που. Οκ, ελληνικές συνήθειες, δεν πειράζει.
Τα φώτα σβήνουν λίγο μετά τις 9 και ο Σπέισι βγαίνει στη σκηνή. Ο Σπέισι στην Επίδαυρο. Πέρσι ήταν ο Ίθαν Χοκ και η Έλεν Μίρεν. Πάλι κόσμος, πάλι ουρές στο δρόμο, πάλι ζέστη. Παλιότερα οι ηθοποιοί κάθονταν στην Επίδαυρο μήνες ολόκληρους κι εξοικειώνονταν με αυτόν τον χώρο. Τώρα όλα είναι τμήμα μιας περιοδείας. Άλλοι θα παίξουν σε νταμάρια, άλλοι ευτυχώς σε αναγνωρισμένα θέατρα της αλλοδαπής.

Ο Σπέισι βγαίνει στην Επίδαυρο. Οι υπέρτιτλοι των ελληνικών στέκουν από πάνω του, το σκηνικό καλύπτει κάποια δέντρα, από μια θέση κάπου στη μέση ακούγεται ένα κινητό, έχει πάρει όσκαρ λέει σιγανά η διπλανή κυρία, τα τζιτζίκια ηχούν, η νύχτα είναι πάνω από το κεφάλι μας και ο Σπέισι κουτσαίνοντας, στηριζόμενος σ' ένα μπαστούνι, με το ένα πόδι να υποστηρίζεται με έναν μεταλλικό βραχίονα και στα μαλλιά ένα χάρτινο στέμμα φθάνει στη μέση της ορχήστρας.

Ένας δρόμος στο Λονδίνο, ένας άλλος δρόμος στο Λονδίνο, ένα δωμάτιο στο παλάτι, ένα δωμάτιο στον πύργο του Λονδίνου, ο πύργος του Πόμφρετ, σάλπιγγες που έγιναν τύμπανα, μια πλατεία το Σόλσβαρυ, ένας κάμπος του Μπόζουορθ, η τραγωδία σε πέντε πράξεις και ξαφνικά εντελώς αυθαίρετα ξεπροβάλλει μπρος μου ο κάμπος με τις ελιές, τα κυπαρίσσια, τα πεύκα, τους ανεμοδείκτες και τα οπωροφόρα της Αργολίδας και η Επίδαυρος εισβάλλει στο Λονδίνο, όχι η Ελλάδα, μονάχα τούτο το θέατρο με τα περπατημένα σκαλοπάτια και τα μισοκατεστραμμένα καθίσματα, με τα τζιτζίκια στα δέντρα που ίσως είναι τα μόνα που δεν είναι μονότονα και εκείνο το αστέρι που υπάρχει πάντα στο αριστερό πλάι της.

Και ύστερα το ίδιο αυθαίρετα το ξύλινο πάτωμα του σκηνικού διαλύεται, ο Σπέισι μόλις έφθασε στο δικό μου Ριχάρδο, που βγήκε από το ξένο σκηνικό και μόνος του παίζει εκεί το χώμα, οι υπέρτιτλοι δεν υπάρχουν μπρος μου, όλα είναι μονάχα το μέρος και ο Ριχάρδος μες τη ζέστη και την ποίηση της Επιδαύρου, εκεί κάτω, και ας είναι χιλιάδες οι ανάσες γύρω του, όλοι οι πομποί του εξαφανίσθηκαν.

Ο Ριχάρδος μου στην Επίδαυρο. Μολυβένιος αλλάζει το νόημα των λέξεων και των στιγμών. Είμαι αυτός που βλέπετε, φωνάζει, είμαι ο καθένας σας, δεν είμαι όμορφος, δεν είμαι λαχταριστός και όμως μπορώ να εξουσιάσω όλο τον κόσμο, κρατώ τη δύναμη της εξουσίας του θριάμβου στα χέρια μου, δεν είναι ωραίος ο θρίαμβός μου, αλλά δεν είναι και κοινός -καθόλου κοινός όπως έλεγε και ο Τερζάκης- είμαι ένα πρόσωπο εγκληματικό που παίζει με κάθε ίνα της ύπαρξής του και ύστερα όλα γιγαντώνονται σε ήρωα, δεν υπάρχουν καλοί ήρωες, ξεχάστε τι μαθαίνατε μικροί, οι αληθινοί ήρωες είναι πώρινοι, θριαμβολογούν στιγμιαία και ύστερα μεταλλάσσονται σε ασίγαστους ανασφαλείς. Ο Ριχάρδος πάντα μόνος και στο τέλος πιο μόνος από ποτέ.

"Τι ώρα σημαίνει; δώσε μου ένα ημερολόγιο για έναν ήλιο που δεν καταδέχεται να βγει…ημέρα δίχως ήλιο, ένας ουρανός μας αγριοκοιτάζει", τούτα τα λόγια θα μπορούσαν να τα προφέρουν ένας-ένας οι ήρωές μου, που είναι όλοι πώρινοι και μόνοι και έτσι κάπως χαμένη στις σκέψεις μου, εκεί κάπου στο κοίλο, τα μάτια του Ριχάρδου συναντούν εκείνη τη λευκή Μήδεια της Μουτούση και ύστερα φεύγουν μαζί για κάτι πανήψυλες λευκές καρέκλες της Πίνα Μπάους και εκείνο τον κύκλο με την κιμωλία στο ίδιο χώμα, τρέχουν ανάμεσα στις καρέκλες και σπαρασσόμενοι πηγαίνουν ίσια στο σκοτάδι. Και καθώς ο Ριχάρδος κείτεται κρεμασμένος η μοναξιά του μπλέκεται με τους ήχους από τζιτζίκια, σβήνουν τα φώτα και τελειώνει η παράσταση πριν το χειροκρότημα.

Και έτσι κάπως ο δικός μου Ριχάρδος ξαναγίνεται ο Σπέισι, με ένα λευκό πουκάμισο μες τα αίματα μπαίνει στο αυτοκίνητο και πάει να ξεκουραστεί. 

Κάτω στο χωριό οι ταβέρνες είναι γεμάτες, τα τραπέζια, στρωμένα έτοιμα για τους πελάτες, και πιο κει τα δέντρα με το φύλλωμα που έχει πάει πολύ ψηλά γυρεύοντας τον ήλιο.

Αλήθεια, πόσοι από το κοινό πενθούν  για μια Στέλλα με κόκκινα γάντια που έμεινε πια μονάχη;