Απόψεις

Ο ποιητής ο γκόμενος

Οπως ξέρετε έχω πάνω από τρεις μήνες να γκομενίσω. Λίγο το Ασφαλιστικό, λίγο το Προσφυγικό, λίγο η βρώμα λόγω έλλειψης ζεστού νερού στον γενικό πληθυσμό, δεν έχω συναντήσει ούτε μισό γκομενάκι...
Το κορίτσι του διπλανού portal

Παίδες μου αγαπημένοι έχω ένα δίλημμα. Οπως ξέρετε έχω πάνω από 3 μήνες να γκομενίσω. Ξηρασία λέμε. Λίγο το Ασφαλιστικό, λίγο το Προσφυγικό, λίγο η βρώμα λόγω έλλειψης ζεστού νερού στον γενικό πληθυσμό, δεν έχω συναντήσει ούτε μισό γκομενάκι έστω και λίγο γκομενουά. Προχτές όμως νόμισα πως έσπασε η γκίνια. Συνάντησα σε μια μάζωξη φίλων έναν ωραίο (και φρεσκοπλυμένο) τύπο. Μόλις μπήκε στο δωμάτιο  η διπλανή μου, το ανθρώπινο γκομενοραντάρ, μου δώσε μια ύπουλη κλωτσιά στο καλάμι. Ξεστραβώσου μωρή, μου σφύριξε στ’ αυτί γιατί εγώ απλώς έτριψα λίγο τον αστράγαλο και συνέχισα να παρλάρω με μια ζαβή δίπλα που ανέλυε το δυστύχημα Παντελίδη. Ξεστραβώθηκα. Τον τσέκαρα με το γνωστό βλέμμα your face looks familiar.

Η φιλενάδα μου που με ξέρει σκύβει και μου λέει:

-Βαθμός;

-8.

-Γιατί 8 μωρή; Σκίζει το παλικάρι

-Με κλειστό στόμα

-Μην είσαι γκαντέμω!

(Πώς μου τη δίνουν στην κρανούμπα, παίδες μου, οι βλαμμένες γκόμενες (κυρίως) που θεωρούν το ρεαλισμό μισανθρωπιά και γκαντεμιά, δε λέγεται. Βρε ηλίθια άμα δεις τον άλλον να ζητάει 1 ευρώ για να πάρει χαρτάκια για τα στριφτά του, κατά πάσα πιθανότητα έτυχε να μην έχει ψιλά. Αλλά αν στη συνέχεια σου ζητάει να πληρώσεις τα σουβλάκια του συν 5 μπύρες, δεν έχει ούτε ψιλά, ούτε χοντρά. Είναι άφραγκος. Διάβασε τα σημάδια! Τέλος πάντων. Κλείνω την παρένθεση)

Επειδή τελευταία δεν συναντάω και πολλά τόσο ευάερα και ευήλια γκομενάκια (τα σούρωσε η κρίση, δεν ξέρω, πάντως δεν κυκλοφορούν πολλά) σηκώθηκα τάχα μου και καλά να πάρω κρύα μπύρα αλλά στην πραγματικότητα να αρχίσουμε ένα άλφα καυλάντισμα ώστε να τσεκάρω το λεκτικό του γίγνεσθαι.

Πλησιάζω που λέτε στο ψυγείο όπου ήταν ανάλαφρα ακουμπισμένος σε μια ποζισιόν που αναδείκνυε το τόρσο του και του λέω με μπάσα αισθησιακή φωνή

-Σόρι.  Να πάρω μια μπύρα;

Αυτός με κάρφωσε με τα ωραία πράσινα (του εμετού) μάτια του και είπε το εξής ελαφρά κουλό:

-Τι είναι αυτό πίσω από το πέπλο; Είναι άσχημο; Είναι ωραίο;

-Ποιο πέπλο; σκιάχτηκα εγώ

Αυτός σιωπηρά και αινιγματικά απλώνει τη μια χερούκλα του και μου δείχνει ένα χαρτάκι μ΄ένα ποίημα κολλημένο με μαγνήτη στο ψυγείο. Σύλβια Πλαθ κι έτσι. Καλή φάση η Σύλβια, δεν λέω, αλλά όπα ρε φίλε, πόσο ποζεράς είσαι;

-Ψήνονται ακόμα οι γκόμενες με Σύλβια Πλαθ ψυγείου; τον ρώτησα στην ψύχρα επειδή με εκνεύρισε. Και με εκνεύρισε γιατί η ποζεροχαζομάρα μου ρίχνει τη λίμπιντο. Γιατί δεν γεννήθηκα άντρας θεούλη μου που η χαζομάρα τους φτιάχνει; Θα ‘χα πάρει την Άρτα και τα Γιάννενα μέχρι τα 30!

Αυτός δεν απάντησε (η πρώτη σοφή κίνηση που έκανε μέχρι στιγμής). Συνέχισε να με καρφώνει με τις εμετί ματούκλες του. Επαιξε και λίγο βλεφαρίδα νομίζω για σαπόρτ.

-Αλλο ξέρεις ή μόνο αυτό; Τον προγκάρησα εγώ.

-Ξέρω ότι είσαι όμορφη, μου λέει τελικά (σοφή κίνηση νο 2. Η κολακεία ποτέ δεν έβλαψε κανέναν)

-Αυτό το ξέρω κι εγώ, είπα μετριοπαθώς. Από σένα θέλω να με εκπλήξεις! (πωπω η μαλακία είναι κολλητική. Αρχισα να λέω κι εγώ ποζεριές. Μια φωνή μέσα μου έλεγε, σκάσε και πάρτον σπίτι. Είναι κούκλος. Είναι απόφοιτος φιλοσοφικής χωρίς να είναι αδερφή. Το τισέρτ του μυρίζει μαλακτικό Σαντορίνη. Το μαλλί λουσμένο και πολύ. Πάρτον και φύγε τώρα. ασε την πάρλα, just do it. Για την υγεία σου ρε γαμώτο.)

Δεν πρόλαβα όμως. Η ζημιά είχε ήδη γίνει. Αυτός αρπάζει το χαρτάκι, βγάζει στυλό και γράφει με ωραία γράμματα: «Στην ψυχή μου δεν φτάνει κανένας, ούτε δια ξηράς, ούτε δια θαλάσσης»

-Ποιος είσαι ρε φίλε, η ΦΡΟΝΤΕΞ; Ανέκραξα και έκανα μεταβολή. Ασταδιάλα πια.

Και τότε, μόνο τότε που έφαγε την πίτσα στη μάπα, έκανε τη σωστή κίνηση. Δεν μπορώ όμως να σας την πω γιατί μου λένε να μη γράφω μεγάλα κομμάτια. Νεξτ γουήκ.