Ο Τρυγαίος, ένας κοντούλης αμπελουργός με κατακόκκινα μάγουλα, παντελόνια με τιράντες, κοιλίτσα και πολύχρωμες κάλτσες, πετά πάνω στο τεράστιο κιτρινόμαυρο σκαθάρι του με ένα και μόνο σκοπό και προορισμό: να ελευθερώσει τη μικρή Ειρήνη που την κρατά φυλακισμένη πίσω από έναν ανήλιαγο βράχο ο κακός Πόλεμος, και ο τελευταίος ανενόχλητος κοπανάει μέσα σ' ένα τεράστιο γουδί σα σκορδαλιά όλες τις πόλεις-κράτη της Ελλάδας μέχρι να τις λιώσει μια και για πάντα. Μα ο καλός Τρυγαίος σώζει την λευκή -λιγάκι σνομπ λόγω προσωπικής πικρίας- Ειρήνη μας, και αφού της ζητήσει να συγχωρέσει όλους τους άμυαλους ανθρώπους, την κατεβάζει ξανά στη γη, για μια ακόμη -έστω και δεύτερη- ευκαιρία.
Αυτός είναι ο Βέγγος σας λέω.
Τον πρωτοείδα πολύ μικρούλα, σχεδόν τοσοδούλα με τους γονείς μου ένα βράδυ Ιουλίου στην Επίδαυρο, που πριν έριχνε καρέκλες και φοβήθηκα ότι θα χάσω το θέατρο. Πρέπει να πήγαινα ακόμη νηπιαγωγείο ή πρώτη δημοτικού και η Ειρήνη ήταν το αγαπημένο μου εικονογραφημένο παραμύθι σε illustréχαρτί από τον Κέδρο, σκέτη μούρλια για ένα μικρό που μπέρδευε τα χρώματα των ιστοριών με την πραγματικότητα. Τρίτη σειρά καθόμασταν, πρώτη φορά θα έβλεπα παράσταση στην Επίδαυρο και είχα μια απίστευτη αγωνία. Και καθώς έβλεπα τον Τρυγαίο-Βέγγο να μιλά, μπέρδευα με έναν μοναδικό τρόπο την αλήθεια με το ψέμα, την πραγματικότητα του καλοκαιριού με το κείμενο του Αριστοφάνη (φανταστείτε ότι μεγάλωσα με παραμύθια τις τραγωδίες και νόμιζα η δόλια μέχρι κάποια ηλικία ότι υπήρχε ένα παράλληλο σύμπαν που όλα αυτά παίζονταν την ίδια ώρα, που εγώ τα διάβαζα, και πως έπρεπε να είσαι σπουδαίος και όχι απλά διαβαστερός για να τα δεις…να η αγάπη για το θέατρο). Και έτσι όπως κουνιόταν ο Βέγγος, νόμιζα ότι έπαιζε μόνο για μένα, που ήξερα απέξω και ανακατωτά τη διασκευή του Αριστοφάνη για παιδιά και νήπια και νόμιζα, η χαζούλα, πως με κοιτούσε συνέχεια μονάχα εμένα, και έτσι όπως ήμουν αληθινά τοσοδούλα φανταζόμουν πως χανόταν ο κόσμος και ήμουν εγώ και ο Τρυγαίος-Βέγγος οι μόνοι κάτοικοι στην Επίδαυρο.
Εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκα από την παιδική χαρά μου, με κούρδιζαν άλλωστε, θυμάμαι και θυμούνται ακόμη, οι φίλοι των γονιών μου να τους μιλάω για τον Τρυγαίο-Βέγγο και το σκαθάρι του που έτρεχε με χίλια σαν τον οδηγό του και την Ειρήνη που έφερε πίσω και χάρισε στον κόσμο. Και εγώ φορούσα ένα λευκό φουστανάκι, κατάξανθο ωραίο μωρό («θέατρο» με φώναζαν όλοι σαν παρατσούκλι) και ξαναέπαιζα, στην ταβέρνα της παλιάς Επιδαύρου που τρώγαμε, μόνη μου όλη την Ειρήνη από την αρχή, ενώ φανταζόμουνα ότι δίπλα μου ήταν ο Βέγγος και εγώ η Ειρήνη του. Και ύστερα για καιρό πολύ κοιμόμουν κάθε βράδυ με το γυαλιστερό παραμύθι αγκαλιά, το έχω διαβάσει άπειρες φορές, έχουν λιώσει τα illustré φύλλα του και κάθε που το διάβαζα έβλεπα τη φάτσα του Βέγγου στις σελίδες του, τόσο πολύ που νόμιζα ότι ήταν ο ίδιος ο ήρωας του Αριστοφάνη.
Τον συνάντησα με τη μαμά μου στην Πάτρα σε ένα βιβλιοπωλείο το χειμώνα της ίδιας χρονιάς και άρχισα να ουρλιάζω: «Μαμά, μαμά ο Τρυγαίος». Ο δικός μου Τρυγαίος έβαλε τα κλάματα. Και μου χάιδεψε το κεφάλι. Και με πήρε αγκαλιά. Μετά με έβαλε η νονά μου επίτηδες -σχεδόν με ανάγκασε- να δούμε τις «Ήσυχες μέρες του Αυγούστου» του Βούλγαρη υπό τους ήχους Χατζιδάκι. Και εκεί ήταν κουρασμένος, γλυκός και πικρός, τα γηρατειά και ο θάνατος, μια σκηνή όλα στο μυαλό μου στην θάλασσα του Καϊάφα. Και από τότε αγαπάω τους παππούδες περισσότερο. Κάθε παππούς είχε το βλέμμα του, ακόμη και στο δικό μου παππού έβλεπα το Βέγγο στο βάθος. Και μετά για βδομάδες έλεγα στους φίλους των γονιών μου που με είχαν σαν παιχνίδι, πως είχα καταλάβει τι είναι ο ηθοποιός, είναι ο Τρυγαίος (εννοώντας βεβαίως το Βέγγο) που έχει μεταμφιεστεί σε παππού και παίζει στην ταινία.
Ο κόσμος ήταν μπλεγμένος από παραμύθια, ιστορίες και ταινίες. Ήταν μαγικός τούτος ο αχταρμάς. Και αγαπούσα το Βέγγο που ήταν πρωταγωνιστής μου και ο φανταστικός παιδικός μου φίλος. Ενός κοριτσιού χωρίς αδέρφια που αγαπούσε το θέατρο και κατασκεύαζε την πραγματικότητα αντί για παιχνίδι με κούκλες. Και τον Βούλγαρη επίσης, πολύ τον αγαπούσα, γιατί αγαπούσα εκείνον τον άνδρα με το μουστάκι (τον Καταλειφό) που φώναζε στη Μπαζάκα (αυτή την ήξερα με το όνομά της, γιατί μου θύμιζε αρχαία κόρη) από την απέναντι φυλακή. Και ονειρευόμουν τέτοιους άνδρες φυλακισμένους και γενναίους που κατοικούσαν για τα πιστεύω τους σε φυλακές και τραγουδούσαν για το γελαστό παιδί και για τη Μακεδονία του παλιού καιρού και τη μάνα του Αλέξανδρου. Τεσσάρων ήμουν που είδα την ταινία.
Και μετά ήρθε ξανά ο Βέγγος (αυτή τη φορά τον ξεχώριζα ως ηθοποιό) με την Κοταμανίδου και τον Μοσχίδη στη «Ζωή χαρισάμενη» και όλοι μαζί έφυγαν για ένα ταξίδι τεσσάρων απομάχων της ζωής που ορμάνε να κυνηγήσουν ένα όνειρο στις φτωχογειτονιές της Μπογκοτά και στις ζούγκλες της Κολομβίας και όλα είναι αργά μες τη μελαγχολία του Δημήτρη Παπαδημητρίου. Και, τέλος, τον ξανασυνάντησα στο «Ψυχή Βαθιά». Που είχα χίλιους λόγους να αγαπάω την ταινία, ούτως ή άλλως, την ταινία που ’ναι ένα ατελείωτο γράμμα μιας μάνας που δεν ξέρει να γράφει προς τα παιδιά της. Και πάλι ο Βέγγος ένας παππούς, ο Έλληνας παππούς, κάθε Έλληνας παππούς, που σέρνει σε ένα κάρο το νεκρό εγγονό του, «Παιδάκι μου» λέει σπαρακτικά, και καθώς ξεσκεπάζει το πρόσωπο του εγγονού του για να τον βλέπει η φύση, μέσα σε επτά μόλις λεπτά καταφέρνει και συμπυκνώνει στο πρόσωπό του όλη την Ελλάδα του εμφυλίου μέχρι και σήμερα.
Και τότε κατάλαβα (4 φορές είδα την ταινία και η μουσική του Αγγελάκα με πήγε πολλές βόλτες στα βουνά) πως δεν ήταν ηθοποιός, αλλά ήταν ο Παππούς Τρυγαίος όλης της Ελλάδας, που με τα μάτια χωμένα στο πρόσωπο από την θλίψη και τον βαθύ πόνο της μοναξιάς και του ξεριζωμού, θρηνούσε για τη χαμένη άνοιξή της. Και είχα δίκιο όταν ήμουν τοσοδούλα, και ονειροπόλα, τούτος ο άνδρας δεν ήταν ηθοποιός, ήταν όλοι οι ρόλοι που υποδυόταν και κάτι βαθύτερο.
Και τον ξαναείδα σε ένα βιβλιοπωλείο στη Σόλωνος πριν κάνα χρόνο, μπορεί και περισσότερο. Και του μίλησα, του είπα όλα όσα σας έγραψα μόλις και ξαναέβαλε τα κλάματα, και εγώ, μαζί και όλο το βιβλιοπωλείο. Και μου ’πε «μεγάλωσες παιδάκι μου» και εγώ, που εκείνες τις μέρες είχα χάσει το δικό μου παππού, δεν ξέρω γιατί από όλα πρωτόκλαιγα. Και μου κράταγε 5 ολόκληρα λεπτά το χέρι και ήταν σας ορκίζομαι ο παππούς μου. Βγήκα και του πήρα από έναν πλανόδιο στη γωνία Σκουφά και Σίνα ένα μάτσο φρέζες. Ανοιξιάτικες.
Για τον παππού Τρυγαίο, που με αποχαιρέτησε και έφυγε πετώντας πάνω στο τεράστιο σκαθάρι του.