Protagon A περίοδος

Ο γάμος του χειρότερού μου φίλου

Ήμουνα, που λέτε παίδες, αραγμένη στον καναπέ μεσ΄τη μαυρίλα κι έβλεπα τελεμάρκετιγκ...

Το κορίτσι του διπλανού portal

Ήμουνα, που λέτε παίδες, αραγμένη στον καναπέ μεσ΄τη μαυρίλα κι έβλεπα τελεμάρκετιγκ μαζί με τον ξάδερφο μου το Σάκη (είδατε πόσο χαμηλά έχω πέσει με το μαλάκα το Βάζελο; Υ.Γ. Να μη ξεχάσω να ξανασηκωθώ!) Εκεί λοιπόν που θαυμάζαμε μαζί την κρέμα με σάλια σαλιγκαριού που αναπλάθει τρο-με-ρά την επιδερμίδα, μπουκάρει αναστατωμένη η μάνα(τζερ) κραδαίνοντας ένα τεράστιο υπερκιτσάτο φάκελο με χρυσή μπορντούρα.

-Τα βλέπεις; μου λέει θριαμβευτικά.

Κάτι η τρελή λάμψη στο μάτι, κάτι ο μυστηριώδης φάκελος, ανησύχησα παίδες. Οπότε έκανα το παλιό δοκιμασμένο μου κόλπο. Πέρασα στην αντεπίθεση: Της έδειξα την κρέμα με τα σάλια σαλίγκαρου στην οθόνη.

-Εσύ τα βλέπεις; ρώτησα όλο θυγατρικό ενδιαφέρον. Σου κράτησα το τηλέφωνο να παραγγείλεις καμιά δωδεκάδα. Σα σκατά έγινε η μούρη σου.

Αυτό πάντα πιάνει με τη μάνα(τζερ) παίδες. Άμα καταφέρεις να την κάνει ς έξαλλη ξεχνάει για ποιό πράμα ήθελε αρχικά να σε βρίσει και σε βρίζει για το προκείμενο που είναι υπό έλεγχον.

-Άσε τη δικιά μου τη μούρη και κοίτα τη δικιά σου, έκανε το δικό της χτύπημα κάτω απ΄τη ζώνη εκείνη( Ο παλιός είναι αλλιώς, το σωστό να λέγεται…).

Προσπάθησα να δείξω ψύχραιμη αλλά έριξα μια κλεφτή ματιά στον καθρέφτη απέναντι. Δίκιο είχε παίδες. Ήμουνα φτυστή η τρελή γυναίκα του κυρίου Ρότσεστερ (αναφορά μόνο δια μορφωμένους αναγνώστας. Οι λοιποί να σκεφτούν πως θα ήταν ο Μίκης Θεοδωράκης αν ήταν 28χρονη γκόμενα σε ερωτικό παροξυσμό. Οι θαυμαστές μου παρακαλώ να μη σκεφτούν τίποτα: Άμα πλυθώ και χτενιστώ είμαι θεά!)

Ταυτόχρονα μου έριξε και το προσκλητήριο στα πόδια. Γιατί προσκλητήριο γάμου ήταν παίδες. Ο θεός δεν υπάρχει, πάει και τελείωσε. Κατέληξα. Πάνω που με έφτυσε ο ένας, μου ανακοινώνει πως παντρεύεται ένας άλλος. Έλεος πια. Ποιός άλλος όμως; Ευτυχώς ο πράσινος οικολόγος που προσφάτως απέλυσα αποκλειόταν. (Αυτοί δεν χαλάνε δέντρα όταν παντρεύονται. Χαλάνε απλώς τη ζωή των άλλων, πράγμα εκατό τα εκατό πιο οικολογικό.)

Ανοίγω το φάκελο με τρεμάμενα χέρια κι αρχίζω να διαβάζω: Η οικογένεια Μεγαλοβιοτέχνογλου και η Οικογένεια Ιατροφακέλογλου έχουν τη χαρά να μας προσκαλέσουν στο γάμο του γιου τους Φλώρου και της κόρης τους Βλαμμένης στην Αγία Φιλοθέη (την προστάτιδα της Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας) ημέρα Παρασκευή και 13, ώρα 8μμ. Θα ακολουθήσει δεξίωση στο κτήμα Αγροτογαμική ΑΕ. Λίστα γάμου θα βρούμε στην Παρουσίαση (αν παρουσιαστούμε, που δεν το βλέπω).

-Ε, και τι μου το δείχνεις εμένα; Δικοί σου φίλοι είναι (οι Ιατροφακέλογλου).
-Στο δείχνω για να δεις ότι οι άλλοι προχωράνε και συ είσαι ακόμα στον καναπέ.

Σ΄αυτό το σημείο φόρτωσε ο Σάκης, ο άρχων του καναπέως( Καλός καλός ο Σάκης αλλά μην του προσβάλλεις τον καναπέ. Καλύτερα από γκόμενα τον έχει.)

-Γιατί ρε θεία; Τι έχει ο καναπές; ρώτησε δειλά ο χέστης. Τη φοβάται τη μάνα(τζερ) διότι μια φορά που χε τα νεύρα της και της αντιμίλησε του έσπασε το σιντι των Mazoo and the zoo με την επιτυχία «Κατσίκα, κατσίκα, κατσίκα πιτσιρίκα» (ναι, ακούει Mazzoo όταν είναι στις μαύρες του. Τον ξεκουράζει, λέει. Από τι τον ξεκουράζει μη ρωτάτε πληζ. Δεν είναι η ώρα…)

-Εσένα δεν σου απηύθυνα το λόγο, χαμογέλασε για πρώτη φορά μετά από αιώνες στον πολυαγαπημένο της ανιψιό η θεία-ταραντούλα. Εσύ είσαι άντρας. Έχεις περιθώριο. Αυτήν εδώ τι θα την κάνουμε, μου λες;

Ε, αυτό ήταν παίδες! Τα πήρα πολύ άσχημα. Η μάνα(τζερ) όχι μόνο έκανε το μοιραίο λάθος να συγκρίνει το ανθρώπινο υπόλειμμα Σάκης με μένα (moi!), αλλά κατέληξε κι από πάνω ότι εγώ είμαι η ελλειμματική!!! Ε, όχι ρε φίλε!!! Πετάχτηκα όρθια σαν να μου πάτησες τον κάλο, άνοιξα τα μάτια, τα χέρια, τα πόδια, το στόμα και ούρλιαξα με το μαλλί να ορθώνεται σαν της Μέδουσας γύρω από το πρόσωπό μου (το οποίο, υπενθυμίζω, είχε ένα περίεργο γκρί πεθαμενί χρώμα καθότι δεν είχα προλάβει να παστωθώ με τα σάλια του σαλίγκαρου).

-ΓΙΑΤΙ? ΤΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΕΧΩ ΕΓΩ ΚΑΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΖΕΣΤΕ ΤΙ ΝΑ ΜΕ ΚΑΝΕΤΕ;;;;;; ούρλιαξα σαν τη Λιάνα Κανέλλη σε τηλεπάνελ.

– Ο ένας γκόμενος σε παρατάει και ο άλλος παντρεύεται, αυτό το πρόβλημα έχεις! πέταξε τότε η Μήδεια/ιατρός τη φονική ατάκα που κανένα παιδί δεν θέλει να ακούσει από τη μάνα του.

– Ο Φλώρος δεν ήταν γκόμενός μου! ξαναούρλιαξα φτύνοντας τον κόρφο μου.

– Μπα; Αλήθεια; Κι αυτό τι είναι τότε;

Έβγαλε αργά μα αποφασιστικά το πειστήριο νούμερο 2 από την τσέπη της. Μια ξεθωριασμένη φωτογραφία του Φλώρου μεταμφιεσμένου σε μπανάνα αγκαλιά με την αφεντιά μου ντυμένη φράουλα.

– Εδώ είμαστε στη γιορτή του βρεφονηπιακού σταθμού ρε μάνα, ψέλλισα έκπληκτη.

– Ακριβώς, είπε ψυχρά εκείνη. Περνάν τα χρόνια!

(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ φυσικά. Διότι μόνο οι σκατοφάσεις συνεχίζονται. Τα καλά διακόπτονται αμέσως. Ασταδιάλα πια!)