Δεν σε ξεχνώ και μη φοβάσαι. Είμαι επίμονος με τις αγάπες μου, πεισματικός. Θα έρθω αλλά πρώτα χρειάζομαι χρόνο να ξαναπιάσω το σχοινί που έσπασε, ν’ ανοίξω το δρόμο, να μου επιστρέψει το βουνό το βράχο μου, το ρέμα το μερίδιο μου. Το δίκιο μου. Ολον αυτόν τον καιρό που απουσιάζω απο κοντά σου δεν πέρασε ούτε μια νύχτα που να μη σε ονειρεύτηκα. Αν ζούσα τις μέρες μου φορώντας τα όνειρα της νύχτας, δεν θα με αναγνώριζε κανείς και στον πρώτο τυχαίο έλεγχο της αστυνομίας θα με είχαν συλλάβει για πλαστογράφο. Κάθε πρωί βγάζω το πρόσωπό μου σαν μάσκα και το αφήνω πάνω στην καρέκλα του γραφείου μου, ξέρω πολύ καλά πως δεν θα μπορούσα να ζήσω με αυτό το πρόσωπο, δεν θα τολμούσα να βγω στην αγορά, θα έσπαγα, θα γινόμουν χίλια κομμάτια, έφτιαξα ένα άλλο πρόσωπο.
Αγόρασα, έγινα μια μηχανή και τρέχω όλη την ημέρα στους δρόμους, κάνω τις εξωτερικές δουλειές του ανθρώπου που σε ονειρεύεται, τρέχω πάνω κάτω, δεξιά αριστερά, μετράω νεραντζιές, γωνίες, φανάρια, περπατώ τους δρόμους που περπατούσατε μαζί, πίνω καφέδες στα καφενεία που συχνάζατε, κάθομαι στα παγκάκια που καθόσασταν, σκοντάφτω, πέφτω στα χαντάκια σας, στα μεγάλα τα λάθη, πληρώνω χρέη και αμαρτίες, δικάζομαι και απολογούμαι, γελάω και κλαίω τα γέλια, τα δάκρυά σας, με διατάζει τα πιο απίθανα πράγματα, όλες τις δικές σου επιθυμίες, όλα όσα σου χρωστά και σου οφείλει, μπαίνω σε καταστήματα και παραγγέλνω φορέματα στο νούμερό σου και στο γούστο σου, βρίσκω κοπέλες στον τύπο, στο ύψος σου και τις παρακαλώ να τα δοκιμάσουν, αγοράζω τα βιβλία που χρειάζεσαι, το δαχτυλίδι που σου έταξε, τα παίρνω και τα φέρνω στο σπίτι, όλη τη νύχτα σου τραγουδά, σε ντύνει, σου περνά το δαχτυλίδι στο δάχτυλο και σε φωνάζει με το όνομά σου.
Απάντησε του σε παρακαλώ, κουράστηκα να τριγυρνώ μέσα στους δρόμους και να ψάχνω τ’ όνειρό του.