Protagon A περίοδος

Νιόνιος, ο παραμυθάς

«Μέσα από το αβγό βγήκε ένας μικρός Θεός, ο Έρωτας». Η αφήγηση είχε μόλις ξεκινήσει. Η σκηνή κατακλύστηκε με χορευτές και οπτικά εφέ.

Γιάννης Παπαδημητρίου

Τούτη τη φορά, τραπεζάκια έξω δεν έβγαλε. Υποδέχτηκε, σε μία από τις τελευταίες του παραστάσεις, μικρούς και μεγάλους στο Μέγαρο Μουσικής, για να αφηγηθεί ιστορίες, προερχόμενες από τη Θεογονία του Ησίοδου. Όπως ήταν φυσικό, πριν ξεκινήσει η εκδήλωση, στο χώρο κυριαρχούσαν οι ενθουσιώδεις παιδικές φωνές, τα ουρλιαχτά των ανήσυχων μωρών και το κρυφτοκυνηγητό στις καρέκλες του Μεγάρου. Στην παιδική ευφορία είχε συμβάλλει καθοριστικά και το θέατρο Σκιών του καραγκιοζοπαίχτη Άθω Δανέλλη που προηγήθηκε στο φουαγιέ. Η ανυπομονησία των παιδιών –όλη η αίθουσα θύμιζε ξέφρενο πάρτι σε γιγάντια παιδική χαρά- εξανεμίστηκε με το που ακούστηκε η φωνή του Σαββόπουλου. Ψίθυροι, μουρμουρητά και φωνές εξαφανίστηκαν. Ο τραγουδοποιός, σαν ένας εθνικός «παππούς», φορώντας μαύρα ρούχα και τα κλασικά κόκκινα παπούτσια, μαγνήτισε τα βλέμματα των μικρών. Εκκλησιαστική ησυχία.

«Μέσα από το αβγό βγήκε ένας μικρός Θεός, ο Έρωτας». Η αφήγηση είχε μόλις ξεκινήσει. Η σκηνή κατακλύστηκε με χορευτές και οπτικά εφέ. Ζωντανό παραμύθι σε εξέλιξη. Λάθος, όχι παραμύθι. Μυθολογία, ελληνική μυθολογία, η κιβωτός της εθνικής μας ψυχής. Η Τιτανομαχία, η Γιγαντομαχία, η γέννηση της Αφροδίτης, το λάθος του Επιμηθέα και η θυσία του αδελφού του, Προμηθέα. Όλα στη σειρά, αρμονικά δεμένα. Με τάξη, δίχως μπερδέματα και παρανοήσεις. Εξηγήσεις απλές, μεστές νοήματος -π.χ από τα ηφαίστεια βγαίνει καπνός γιατί στα σπλάχνα τους είναι θαμμένοι οι Γίγαντες. Η εικονική ξενάγηση στο χωροχρόνο των Θεών ολοκληρώθηκε με τη γέννηση του ανθρώπου. Που; Μα στην Αττική φυσικά, η οποία πεισματικά αρνιόταν να φυτρώσει οτιδήποτε στη γη της, ούτε φυτά ούτε ζώα.

Ζήτησε λοιπόν από τους Θεούς να γεννήσει ένα ανώτερο πλάσμα, το οποίο θα έχει νου και λογική, θα καταλαβαίνει και θα νιώθει τα σπουδαία, θα αντιλαμβάνεται τη ζωή και το θάνατο. Τον άνθρωπο! (αν ζούσε σήμερα στην Αθήνα ο Διογένης θα είχε πάθει μόνιμη κράμπα στον ώμο από το κράτημα του φαναριού). Ποιον άνθρωπο; Τον Έλληνα, αυτόν για τον οποίο, σχεδόν δυο δεκαετίες πριν, ο Σαββόπουλος είχε αποκαλέσει «μελαμψές φυλές, κοντοπόδαρες», που τον είχε προειδοποιήσει ότι «τιμωρός καιρός, πέντε αιώνες δύσης, εθνικής θα ζήσεις, από δω και μπρος» και του είχε προβλέψει ότι «ενώ εδώ θα ζούμε καταρρεύσεις, ο έξω ελληνισμός θα προχωρεί, και φως και μουσική μιας άλλης σκέψης στη μείζονα Ελλάδα θα εκραγεί». Πράγματι, ο καιρός τιμώρησε τους Τσιφτετέλληνες.

Τα όνειρα του καραγκιόζη δεν βγήκαν, ο Άγγελος Εξάγγελος κάθισε πάνω στο σβέρκο μας, κι ας είχε μόνο δυσάρεστα να μας ανακοινώσει. Κοιτούσα γύρω μου, άκουγα εκείνη τη στιγμή το «Ντιρλαντά», γραμμένο το 1969 (στο δεύτερο μέρος ο Σαββόπουλος είπε δικά του τραγούδια). Σαραντάρηδες στο φουλ, τα παιδιά της Αλλαγής που τώρα δεν πιστεύουν σε τίποτα –όπως η μάνα Γη στη μυθολογία, που γεννώντας συνεχώς το καινούριο, απογοητεύτηκε γιατί κάθε γέννα ήταν και χειρότερη από την προηγούμενη- η επόμενη γενιά από κείνη του Πολυτεχνείου, με προίκα τα «κατορθώματα» των γονιών της, έφερε τα δικά της παιδιά να ακούσουν τη ζώσα ιστορία του ελληνικού τραγουδιού να διηγείται την ελληνική μυθολογία. Κίνηση άκρως θετική. Μακάρι και οι ίδιοι να είχαν νανουριστεί με ελληνικούς μύθους, έστω ρε παιδάκι μου με τους Άθλους του Ηρακλή. Θα είχαν τουλάχιστον σκοτώσει τα φίδια, πριν τους πνίξουν.

Εν τέλει, ο Σαββόπουλος οπλίστηκε με κουράγιο, βρήκε τι θα παίξει μπροστά στα παιδιά. Δεν τους κρύφτηκε, τους αποκάλυψε με τρόπο μοναδικό την ομορφιά και τα υψηλά νοήματα της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας. Η παράσταση τελείωσε με πολύχρωμα μπαλόνια να πέφτουν από ψηλά. Το απογευματινό πάρτι, λάμβανε τέλος. Η σκηνή γέμισε από παιδιά, που έτρεχαν για να προλάβουν να πάρουν ένα μπαλόνι. Τα πρόσωπά τους ήταν φωτισμένα. Εκεί, πάνω στη σκηνή, μου φαίνονταν σαν δεκάδες κεριά αναμμένα, μιας εθνικής προσευχής για τη σωτηρία. Μόνο που οι Ολύμπιοι δεν δέχονται τάματα. Απαιτούν θυσίες.