Καλοκαίρι του 2003. Στην Κω. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα. Στο σχεδόν άδειο μπαρ ξενοδοχείου, με την θάλασσα παραδίπλα μαύρο σεντόνι να αντανακλά το φεγγάρι, ξάφνου βρέθηκα, με ένα ποτό στο χέρι, τετ-α-τετ με τον Richard Holbrooke. Τυχαία. Ακούγοντας την είδηση του θανάτου του θυμήθηκα την συζήτηση που ακολούθησε εκείνο το βράδυ. Σας την αφηγούμαι γιατί νομίζω ότι κάτι λέει όχι μόνο για τον εκλιπόντα αλλά και για μια σημαντική περίοδο της ζωής όλων μας.
Εκείνη την χρονιά στο συγκεκριμένο ξενοδοχείο εξελισσόταν το Συμπόσιο της Σύμης που διοργανώνει κάθε καλοκαίρι ο Γιώργος Παπανδρέου. Το 2003 ο τότε υπουργός εξωτερικών είχε καταφέρει να προσελκύσει στο Συμπόσιο, πέραν του Holbrooke, και τον Bill Clinton (μεταξύ των συνήθων προσκεκλημένων όπως ο Joseph Stiglitz, η Segolen Royal κλπ). Αν και δεν ήμουν ένας εκ των συμποσιαζόντων, έτυχε να βρίσκομαι εκεί στην διάρκεια του τετραήμερου και να παρακολουθήσω κάποια από τα τεκταινόμενα. Την συγκεκριμένη βραδιά, ο Holbrooke ήθελε διακαώς να μιλήσει στον Clinton και για αυτό, όπως μου είπε, έμεινε μέχρι αργά στο μπαρ μπας και το τέως αφεντικό του περάσει από εκεί. Τελικά, ο Clinton δεν φάνηκε και έτσι είχα τον Holbrooke όλο δικό μου για περίπου μια ώρα.
Σε όλη την διάρκεια της κουβέντας μας ένιωθα ότι ήμουν με έναν θυμωμένο άνθρωπο. Γρήγορα κατάλαβα ότι δεν είχε γίνει κάτι. Ότι απλώς έτσι ήταν εκείνη την εποχή. Θυμωμένος. Η απομάκρυνσή του από τους διαδρόμους της εξουσίας, και η αίσθηση ότι η κυβέρνηση Bush των ημερών εκείνων κατέστρεφε το "έργο" του, τον έκανε να νιώθει και να συμπεριφέρεται σαν θηρίο στο κλουβί. Φανταστείτε ότι, παρόλο που δεν είχε ιδέα του ποιος ήμουν (απλά έτυχε να συμπέσουμε στο μπαρ), μου μίλησε σαν να ήμουν έμπιστός του. Ήταν φανερό ότι είχε ανάγκη να τα πει.
Το βασικό που ήθελε να βγάλει από πάνω του ήταν η οργή του για την κυβέρνηση Bush. Το καλοκαίρι του 2003 ήταν, σας θυμίζω, το πρώτο μετά την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ – μια περίοδος με τεταμένες τις σχέσεις Ευρώπης και Αμερικής, καθώς το Παρίσι και το Βερολίνο είχαν εναντιωθεί στην εισβολή στο Ιράκ. Ο Holbrooke ήταν ασυγκράτητος στον τρόπο με τον οποίο αναφερόταν στην αμερικανική διεθνή παρουσία. Κατ' αρχάς, περιέγραψε με μελανά χρώματα το πως η κυβέρνηση Bush πέρασε το διπλωματικό σώμα του Αμερικανικού υπουργείου εξωτερικών δια πυρός και σιδήρου. Ανθρώπους που ο ίδιος ο Holbrooke θεωρούσε εξαιρετικούς υπηρέτες της αμερικανικής διπλωματίας, ο Bush και ο Cheney τους εξώθησαν στην παραίτηση ή στον ουσιαστικό παροπλισμό. Και σαν να μην έφτανε αυτό, μου είπε, ήρθε και η εισβολή στο Ιράκ για να αποτελειώσει ό,τι είχε μείνει από την "ένδοξη διπλωματία" των ΗΠΑ – ένα διπλωματικό σώμα που κανείς δεν είχε πειράξει από το 1945. Έτσι τουλάχιστον μονολογούσε ο Holbrooke.Κατόπιν στράφηκε στον πόλεμο του Ιράκ τον οποίο παρουσίασε ως τεράστιο πλήγμα στα Αμερικανικά συμφέροντα και κεφαλαιώδες λάθος που "θα πληρώσουμε ακριβά όλοι". Μίλησε για τον ανύπαρκτο σχεδιασμό, την πολιτική ήττα που θα έφερνε η στρατιωτική νίκη, την υποβάθμιση των σχέσεων των ΗΠΑ τόσο με την Ευρώπη όσο και με τον ΟΗΕ, την τραυματισμένη εικόνα της Αμερικής στον ισλαμικό κόσμο, κοκ. Όση ώρα μίλαγε δεν άρθρωσα λέξη. Και να άρθρωνα, δεν θα είχε διαφορά. Καθόμουν απέναντι από έναν μαινόμενο άνθρωπο που ήθελε να τα πει όλα.
Κάποια στιγμή, όταν το μένος του καταλάγιασε λιγάκι, άδραξα την ευκαιρία. Δεν άντεξα και τον ρώτησα αυτό που, αν δεν το ρώταγα, θα το μετάνιωνα πικρά. Κάθε πόσο σου δίνεται η ευκαιρία να θέσεις σε έναν τέτοιο άνθρωπο το ερώτημα που πολύ θα ήθελε να του θέσει ο ιστορικός του μέλλοντος; Με πολλή αγωνία, τρακ και φόβο (καθώς ο Richard Holbrooke είχε ένα ιδιαίτερα επιβλητικό παρουσιαστικό, ακόμα και με το φαρδύ σορτς και τις απαίσιες λευκές παντόφλες του ξενοδοχείου), του είπα περίπου τα εξής: "Πείτε μου αν έχω άδικο. Δεν είναι τουλάχιστον ενδιαφέρον ότι η τόσο έντονη κριτική σας για την εισβολή στο Ιράκ έρχεται από έναν άνθρωπο που το 1975 ήταν υπεύθυνος του Γραφείου Ινδονησίας του Υπουργείου Εξωτερικών, τότε που οι ΗΠΑ νομιμοποιούσαν την εισβολή της Ινδονησίας στην Αν. Τίμορ, με αποτέλεσμα τον θάνατο εκατοντάδων χιλιάδων αθώων; Από έναν άνθρωπο που, χρόνια μετά, έπαιξε καίριο ρόλο στην παραβίαση του διεθνούς δικαίου, κουρελιάζοντας τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ, με τον ανελέητο βομβαρδισμό μιας ευρωπαϊκής χώρας, της Γιουγκοσλαβίας; Τι χειρότερο έπραξαν οι Bush και Cheney εισβάλλοντας στο Ιράκ; Αν τους έκανε κριτική ένας φιλειρηνιστής, θα το καταλάβαινα. Αλλά εσείς;"
Για πρώτη και τελευταία φορά εκείνο το βράδυ ο Holbrooke χαμογέλασε. Και νομίζω ότι δεν χαμογέλασε ειρωνικά. Κι εκεί που χαμογελούσε, έσκυψε λίγο προς το μέρος μου, λες και ήθελε να μου πει κάτι μυστικά, και είπε με μια ήρεμη φωνή χωρίς ίχνος του προηγούμενου θυμού: "Ναι, βομβάρδισα την Γιουγκοσλαβία. Για πάνω από 70 μέρες σφυροκοπήσαμε μια ευρωπαϊκή πρωτεύουσα στο κέντρο της Ευρώπης. Ξεκίνησα έναν πόλεμο στην αυλή των Ευρωπαίων. Και ξέρεις κάτι; Είχα όλους του Ευρωπαίους με το μέρος μου. Σούζα κάθισαν. Τώρα, σύγκρινε εκείνο το επεισόδιο με το Ιράκ. Αυτοί οι άχρηστοι [σημ. εννοούσε τον Bush, Cheney, Rumsfeld] επιτέθηκαν στον πιο μισητό άνθρωπο στην γη, στον χειρότερο σφαγέα που όλοι σιχαίνονται. Και τι κατάφεραν; Να χάσουν τους Γάλλους και τους Γερμανούς. Αυτό κατάφεραν οι ελεεινοί. Καταλαβαίνεις τι σου λέω;"
Ανακουφισμένος που δεν μου επιτέθηκε μετά την ανάγωγη ερώτησή μου, του έθεσα ένα δεύτερο ερώτημα, αυτή την φορά χωρίς αγωνία αλλά με πραγματικό ενδιαφέρον του τι θα απαντούσε: " Μήπως αυτό ακριβώς ήθελαν; Την ρήξη με την Γερμανία και την Γαλλία;" (*) Στο πρόσωπο του Holbrooke, το οποίο είχε εγκαταλείψει πλέον ο θυμός, σαν να διέκρινα σημάδια λύπης. Σηκώθηκε, και χωρίς να με κοιτάξει, είπε: "Αυτό φοβάμαι πιο πολύ απ' ο,τιδήποτε." Χωρίς άλλη κουβέντα, μου έστρεψε την πλάτη και, σέρνοντας τις λευκές παντόφλες στο μαρμαρένιο πάτωμα, κατευθύνθηκε στο δωμάτιό του.
(*) Για το σκεπτικό που με οδήγησε σε αυτή την ερώτηση, μπορείτε να δείτε αυτό το άρθρο που είχα γράψει τότε, το 2003, μαζί με τον Joseph Halevi [‘The Global Minotaur’, Monthly Review, Τόμος 55, Τεύχος Ιουλίου-Αυγούστου 2003, σελ. 56-74