Ο Μελέτης Αποστολίδης, ένας σεμνός αρχιτέκτονας από τη Λάπηθο της Κερύνειας, είναι αυτές τις μέρες στην επικαιρότητα. Η απόφαση του να μηνύσει σε κυπριακό δικαστήριο το ζεύγος Ντέιβιντ και Λίντα Όραμς από τη Βρετανία, επειδή έκτισαν παράνομα στο κτήμα του, και η απόφαση του Βρετανικού Εφετείου ότι η καταδίκη τους είναι εκτελεστέα στη Βρετανία, άλλαξε τα δεδομένα στον τομέα της εκμετάλλευσης ελληνοκυπριακών περιουσιών από Ευρωπαίους στα κατεχόμενα.
Η Λάπηθος ήταν ένα κεφαλοχώρι στη βόρεια πλαγιά του Πενταδάκτυλου με 3.500 Έλληνες κάτοικους και περίπου 300 Τούρκους. Το χωριό είναι κτισμένο αμφιθεατρικά στην πλαγιά του βουνού και απλώνεται μέχρι την ακτή. Είναι από τα λιγοστά χωριά της Κύπρου που συνδυάζουν βουνό και θάλασσα. Οι μυρωδιές της άγριας βλάστησης του βουνού σμίγουν με τους λεμονανθούς της πεδιάδας και το πράσινο του Πενταδάκτυλου με το απέραντο γαλάζιο της θάλασσας της Κερύνειας.
Ο Μελέτης ήταν το 1974 στρατιώτης. Υπηρετούσε στο Μηχανικό και έζησε την πιο φρικτή πτυχή ενός πολέμου: την περισυλλογή των νεκρών. «Έτυχε να δω πράγματα και θαύματα. Και νεκρούς από το πραξικόπημα, και νεκρούς πολλούς μέσα στα νεκροταφεία, και να θάβουν χωρίς κανένας να ξέρει ποιος θάβει ποιον».
Ο πόλεμος του ’74 και η κατάκτηση της Λαπήθου από τον τουρκικό στρατό διέκοψε την ιστορική εξέλιξη του γηγενούς πληθυσμού. Ολόκληρες γενιές έζησαν σ’ αυτή τη γή. Τα κτήματα μεταβιβάζονταν από τη μια γενιά στην άλλη και σπάνια πωλούνταν. Η κτηματική περιουσία δεν ήταν μόνο ένα χωράφι, ήταν μια πολιτισμική συνέχεια που έδενε τον πληθυσμό με το παρελθόν και το μέλλον του.
Η οικογένεια του Αποστολίδη εκτοπίστηκε στο νότο. Σε μια μέρα, σε μια στιγμή, κόπηκε ο ιστός που τη συνέδεε με το παρελθόν της. Χιλιάδες οικογένειες που ζούσαν επί το πλείστο σε αγροτικές περιοχές είχαν την ίδια μοίρα. Η μισή Κύπρος τούρκεψε, όχι ξαφνικά, ούτε απροειδοποίητα, αλλά ως συνέπεια ενός έξαλλου παραλογισμού. Η βόρεια Κύπρος χάθηκε όπως το 1897 η μισή Ελλάδα, το 1922 η Σμύρνη, το 1955 οι Έλληνες της Πόλης…
Μετά τον πόλεμο, ο Μελέτης Αποστολίδης «με τα άρβυλα και το στρατιωτικό πουκάμισο, και μια βαλίτσα άδεια από ρούχα αλλά γεμάτη από όνειρα και ανάγκες άλλου είδους», άφησε πίσω του την καμένη πατρίδα και πήγε στο Λονδίνο να σπουδάσει. Εκεί γνώρισε Τουρκοκύπριους που στον πόλεμο ήταν απέναντί του.
Ήταν μια εμπειρία συγκλονιστική. Να συζητάς και να συνδιαλέγεσαι με ανθρώπους που μπορεί να σε είχαν σκοτώσει ή να τους είχες σκοτώσει για λόγους που ούτε μπορούσες να καταλάβεις. Ήταν μέσα από αυτές τις εμπειρίες που άρχισε να αντιλαμβάνεται την αλήθεια του άλλου. «Στη δική σου αλήθεια, όσο μεγάλη και σημαντική και να είναι, δεν σημαίνει ότι κατ’ ανάγκην στην άλλη πλευρά υπάρχει ένα ψέμα. Υπάρχει ενδεχομένως μια άλλη αλήθεια. Και αρχίζεις να είσαι ικανός να συνδιαλέγεσαι με αυτό, να κατανοείς ή να θέλεις να πάρεις σε βάθος τα πράγματα, για να κατανοήσεις το γιατί και το πώς συμβαίνουν κάποια πράγματα».
Ο Αποστολίδης επέστρεψε στην Κύπρο αρχιτέκτονας. Αποστασιοποιημένος από τα γεγονότα και το χώρο, με άλλες εμπειρίες και βιώματα, είδε τα πράγματα πιο ψύχραιμα, πιο νηφάλια, πιο ώριμα, πιο ανθρώπινα. Η Κύπρος ανοικοδομήθηκε και δημιούργησε το δικό της οικονομικό θαύμα. Όμως η νεκρή ζώνη που χωρίζει τα ελεύθερα από τα κατεχόμενα εδάφη ήταν και είναι μια ανοιχτή πληγή. Το μισό νησί ευημερούσε και το άλλο μισό ήταν κρυμμένο πίσω από μια σιδερένια κουρτίνα. Το δικό μας τείχος ήταν απροσπέλαστο. Ο απέναντι ήταν εκ προοιμίου εχθρός, ζούσε στο σπίτι σου, καλλιεργούσε τη γή σου, έκλεψε τα όνειρα σου…
Κι όμως, τα πράγματα δεν είναι ποτέ μονοδιάστατα. Ο Μελέτης Αποστολίδης ζούσε το δικό του πόθο για τη Λάπηθο που έχασε, αλλά αντιλαμβανόταν πως ο απέναντι δεν ζούσε σ’ ένα ψέμα. Τη δεκαετία του ’90 ο Σύλλογος Αρχιτεκτόνων Κύπρου ανέλαβε την πρωτοβουλία να ανοίξει δίαυλο επικοινωνίας με την άλλη πλευρά. Ήταν οι πρώτες επαφές μετά το 1974, για τους πολλούς προδοτικές, γι αυτούς που τις επιδίωξαν πρωτοπόρες και επαναστατικές.
Με πολλά προβλήματα, εμπόδια και περίπλοκες διατυπώσεις έγιναν ανταλλαγές επισκέψεων, με ελεγχόμενες διαδρομές και συνοδούς για να μην ξεφύγει κανένας «εχθρός» από το μπουλούκι και να απειλήσει την εθνική ασφάλεια, αμφοτέρων των πλευρών.
Το 1992 ο Μελέτης ήταν συνοδός σ’ ένα γκρουπ Τουρκοκυπρίων αρχιτεκτόνων που πήγαιναν στην Πάφο να δουν τα χωριά τους. Ο διπλανός του, του ζήτησε να τον πάει στο σπίτι του, στην Αυδήμου, ένα παραλιακό πλούσιο τουρκοκυπριακό χωριό, δυτικά της Λεμεσού, ισάξιο της Λαπήθου. Οι κάτοικοι του το εγκατέλειψαν το 1974 για να εγκατασταθούν στην κατεχόμενη Κύπρο. Ότι ήταν για τον Μελέτη η Λάπηθος ήταν για τον Τουρκοκύπριο η Αυδήμου.
Ο Μελέτης έπεισε τον αρχηγό της αποστολής να κάνει το λεωφορείο σταθμό στην Αυδήμου και συνόδευσε τον Τουρκοκύπριο στο σπίτι του. «Όταν οι Ελληνοκύπριοι που ζουν στο σπίτι άνοιξαν την πόρτα, έβγαλε από το σακίδιο του ένα κάδρο με τη φωτογραφία των γονιών του και είπε «τελικά έχω εκπληρώσει την επιθυμία των γονιών μου για να επιστρέψουν σπίτι». Οι Ελληνοκύπριοι πήραν το κάδρο και το τοποθέτησαν πάνω από το τζάκι.Μέσα από αυτή τη συγκινητική στιγμή, ο Αποστολίδης κατανόησε ακόμη περισσότερο την αλήθεια του άλλου, χωρίς να ακυρώσει τη δική του.
Σε λίγους μήνες ήταν η σειρά του Τουρκοκύπριου να τον πάει στο δικό του σπίτι στη Λάπηθο. Ήταν η πρώτη του επαφή, 20 σχεδόν χρόνια μετά τη φυγή του. «Μας πήραν σε ένα ύψωμα της Λαπήθου, αλλά δεν με άφηναν να πάω σπίτι μου, για να μην χαλάσουμε το πρόγραμμα με τα συναισθήματά μας. Σε κάποια στιγμή σταματήσαμε στην πλατεία του χωριού, οπόταν μου λέει ο Τουρκοκύπριος, που με ένιωθε, φύγε και είμαι μαζί σου. Δεν θυμούμαι τι έκανα, αλλά έφυγα σαν την αστραπή προς ένα μονοπάτι που περπατούσα όταν ήμουν μαθητής. Κατέβηκα τούτην όλη τη διαδρομή και πήγα στο σπίτι μου. Έμεινα μετέωρος. Ανέβαινα και κατέβαινα τα σκαλιά και δεν ήξερα τι να κάμω. Ήμουνα συγχυσμένος. Κοιτάξαμε με τον Τουρκοκύπριο από το ανοικτό παράθυρο και φάνηκε ένα καπέλο αστυνομικού πάνω στο τραπέζι… Μου είπε, άιντε πάμε καλύτερα να φύγουμε. Προχώρησα λίγο, πενήντα μέτρα πάρα κάτω ήταν ο καφενές του χωριού, οπότε περάσαμε από μπροστά για να βρούμε τους άλλους. Ακούω πίσω μου κάποια συνομιλία στα τούρκικα και ξαφνικά κάποιον να μου φωνάζει στα ελληνικά, εσύ ποιος είσαι, ο Μελέτης ή ο Κύπρος; Ήταν ένας Τουρκοκύπριος 75 τόσο χρονώ περίπου… Έμεινα εμβρόντητος. Γύρισα. Λέει μου, το σπίτι τούτο δεν είναι του Τάκη του Αποστολίδη; Εν τα παιθκιά μου μέσα… Ο παππούς σου ο ένας δεν είναι Μελέτης και ο άλλος Κύπρος; Ε, εσένα τι θα σε λαλούν, για Μελέτης για Κύπρος θα είσαι. Άπταιστα ελληνικά. Επέμενε πάρα πολύ να κάτσω έστω και πέντε λεπτά να πιω ένα καφέ. Μέσα σε τούτα τα πέντε τα λεπτά μου έφεραν ένα άλμπουμ φωτογραφίες. Οι πιο πολλές φωτογραφίες που ήταν μέσα ήταν δικές μου, παιδικές».
Ο Αποστολίδης πήγε ξανά στη Λάπηθο το 2003 όταν άνοιξαν τα οδοφράγματα. Ήταν τότε που διαπίστωσε πως στο χωράφι του, δίπλα από το σπίτι του, υπήρχε μια έπαυλη. Έμαθε ότι την έχτισε ένα ζεύγος Άγγλων, ο Ντέιβιντ και η Λίντα Όραμς και αποφάσισε να τους μηνύσει.
«Αυτό το συγκεκριμένο χωράφι είναι δίπλα από το σπίτι μου. Κληρονομιά της μάνας μου από τον περασμένο, προπερασμένο αιώνα… Καμιά φορά δείχνω εκείνο το κέντημα της μάνας μου, το καδρωμένο, στον τοίχο πίσω σου. Είναι από τα λίγα πράγματα που πήρε η μάνα μου το ’74. Έπιασε ένα μπόγο με τα κεντήματά της.
Εκείνο είναι το μαντίλι των αρραβώνων της. Λοιπόν, αυτό το κέντημα είναι περίτεχνο, εξαιρετικό. Άμα το δεις είναι συμμετρικό, αλλά δεν έχει τίποτε που να είναι το ίδιο. Το πιο σημαντικό είναι το ότι το ρούχο το ύφανε η αδελφή της στο σπίτι εκείνο της Λαπήθου, και φυσικά την κλωστή την έκαμαν οι ίδιες από τους μεταξοσκώληκες που ανάγιωσαν οι ίδιες στην αυλή μας, ταΐζοντας τους φύλλα από τις συκαμινιές της αυλής μας. Ε, λοιπόν εκείνο το πράγμα δεν έχει τίποτε πάνω του που θα το αγγίξεις και δεν θα είναι από εκείνη την αυλή. Κλωστή, μεταξοσκώληκες, η ύφανση, το κέντημα, ιστορία, πολιτισμός… Τούτο είναι ρίζες, παράδοση, πολιτισμός, ολόκληρη η ζωή σου. Αυτό σημαίνει σπίτι με τη δική μας έννοια και όχι με την έννοια του αγοράζω και πουλώ, το property, όπως το καταλαβαίνει ο σύγχρονος άνθρωπος των πόλεων, που σήμερα ζει εδώ και αύριο πάρα κάτω και όλα τούτα είναι περιουσιακά στοιχεία. Αυτό έχει να κάμει με μένα και το χωράφι και το σπίτι. Αυτό είναι η έννοια της σχέσης μου με αυτό το χώρο. Έτσι, με τούτη τη λογική, έκαμα όλη τούτη την προσπάθεια και δεν έχει να κάμει με το πόσα θα μου δώσουν ή πόσα οικόπεδα είναι το χωράφι. Μπορώ να καταλάβω μέχρι ενός βαθμού γιατί μέσα στο σπίτι μου ζουν Τουρκοκύπριοι, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω εσύ ο ξένος τι γυρεύεις εδώ. Εσύ ο κερδοσκόπος, που θέλεις να κάμεις το εξοχικό σου με τιμή ευκαιρίας ή εσύ που έχεις μαύρα χρήματα και δεν ξέρεις τι θα τα κάμεις, και ήρθες εδώ, που ξέρεις τι συμβαίνει, αλλά κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις»…
Αυτή την περιγραφή, όπως την έκανε ο Αποστολίδης στη δημοσιογράφο Κατερίνα Ηλιάδη, περικλείει όλη τη φιλοσοφία της προσπάθειάς του, στην οποία έχει βάλει ένα κομμάτι της ψυχής του.
Σε μια από τις επισκέψεις του στη Λάπηθο, ο Αποστολίδης συνάντησε τη Λίντα Όραμς να ποτίζει τα λουλούδια στην αυλή. Του είπε πως το σπίτι της ανήκει. Όταν ο Αποστολίδης της απάντησε πως το κτήμα είναι δικό του, εκείνη του ανταπάντησε πως οι ελληνοκυπριακές ιδιοκτησίες στα κατεχόμενα αποτελούν παλιά ιστορία.
Αυτή την παλιά ιστορία ο Μελέτης Αποστολίδης την έκανε επίκαιρη. Από τότε που βγήκε ο άσπρος καπνός από το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, όταν γνωμοδότησε ότι οι αποφάσεις των κυπριακών δικαστηρίων έχουν ισχύ σε όλη την επικράτεια της Κύπρου και σε όλα τα κράτη – μέλη, η οικοδομική βιομηχανία στα κατεχόμενα κλυδωνίσθηκε συθέμελα. Μετά την ανακοίνωση της απόφασης του Βρετανικού Εφετείου, κατέρρευσε. Η αγορά ελληνοκυπριακών περιουσιών δεν είναι πια μια ευκαιρία, αλλά ένα μεγάλο ρίσκο.
Αυτές τις μέρες οι εφημερίδες δημοσιεύουν φωτογραφίες των Όραμς να πακετάρουν τα υπάρχοντά τους και να φεύγουν, διότι σε 14 ημέρες θα πρέπει να κατεδαφίσουν το σπίτι. Προφανώς δεν θα τους επιτρέψει το καθεστώς να το κάνουν, όμως, όπως το έθεσε ο δικηγόρος του Αποστολίδη, Κωνσταντής Καντούνας, the party is over.
Ο Αποστολίδης, σεμνός και ταπεινός όπως πάντα, δεν πανηγυρίζει. «Δεν χαίρομαι επειδή έχασαν οι Όραμς το σπίτι, αλλά για το ότι επικράτησε το ανθρώπινο δικαίωμα της ιδιοκτησίας. Επειδή στην Ε.Ε. υπάρχουν νόμοι και θεσμοί που πρέπει να εφαρμόζονται για όλους».
Ταυτόχρονα, ανησυχεί για την υπερβολική πολιτική εκμετάλλευση και αγωνιά «μη γίνει η υπόθεση αυτή μπούμεραγκ και χαθεί ο μεγάλος στόχος της λύσης, της επανένωσης και της συμφιλίωσης στην Κύπρο».