Protagon A περίοδος

Με τα μάτια μιας γάτας

Η συγγραφέας του κειμένου δεν είχε το νου της τα μάτια της Λίζ Ταίηλορ γράφοντας για τα μάτια μιάς γάτας. Ο επιμελητής της ενότητας μπήκε στον πειρασμό να στολίσει το κείμενο με το βλέμμα αυτής της γάτας που δεν έχει άλλη σχέση με το κείμενο - εκτός απ’ το γατίσιο βλέμμα της!

Νίκη Κόλλια

Στα μάτια. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί οι γάτες κοιτούν τον άλλο στα μάτια. Γιατί διαλέγουν από όλο το σώμα το πρόσωπο κι από το πρόσωπο τα μάτια. Αυτό ποτέ δεν θα το μάθω. Για μια γάτα δεν υπάρχουν πόρτες κλειστές. Παρελάσεις. Πλατείες με προτομές. Πυροβολισμοί. Βροχή. Δάκρυα. Γιατί τα βλέπει όλα  μπροστά της. Η δραματουργός αυτού του σπιτιού είναι η γάτα Αγαύη. Όμως, πάει, έφυγε. Πέθανε. Αφού έζησε, όπως στα παραμύθια. Αιώνια 

Με τα μάτια μιας γάτας 

Η «παρέλαση» τούτων δω των ανθρώπων είναι έγκλειστη σε ένα στενό δωμάτιο σπιτιού δίχως μπαλκόνια. Ο άνθρωπος κάθε δωματίου φορά τα γιορτινά του, έχει στολίσει το λευκό δωμάτιο με γαλανόλευκες σημαίες, ιερά σύμβολα και κάδρα γενναίων ανδρών, έχει τραβήξει το Bo Concept καναπέ του δίπλα στο παράθυρο (κυρίως λόγω feng shui), έχει ανάψει τα κάρβουνα, έχει κάτσει πάνω και περιμένει με έντονη ανυπομονησία  την «παρέλαση» που θα περάσει σε λίγο στο δημόσιο δρόμο. Μέσα από το παράθυρο των κλειστών δωματίων της όλη η πόλη περιμένει να πανηγυρίσει σε ασφαλή απόσταση και με διάθεση ασφαλείας τον εορτασμό της επετείου.

Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί τούτη η «παρέλαση» αρέσει τόσο στους ανθρώπους της. Από τη στέγη που βρίσκομαι κοιτώ ευθεία στο δρόμο: Βλέπω μια, δυο, τρεις, τέσσερις εξέδρες (πολλοί οι επίσημοι) και η παρέλαση ξεκινά και οι άνθρωποι των δωματίων χειροκροτούν…δεκάδες παραμορφωμένα σώματα που παρελαύνουν μέσα σε κλουβιά, δεκάδες σκυλιά που πλημμυρίζουν τις πλατείες, τις πλατείες που οι προτομές τους γίνανε μάρμαρα με μουτζούρες, και ύστερα οι δυνάμεις της πόλης εμφανίζονται καβάλα σε μαύρα άλογα, ο λευκός, σκεπασμένος όγκος στη μέση του συντάγματος της πόλης αποκαλύπτεται τεράστια λαιμητόμος, το υποψήφιο θύμα θυμίζει τον πατέρα κάποιου παιδιού, ή ακόμη καλύτερα το ίδιο το παιδί, την ώρα που ο γείτονας κλείνει απλά το πατζούρι του. «Μας κοιτάζει. Μας είδε… Κάνει νόημα στους άλλους!.. Θα 'ρθουν εδώ, θα 'ρθουν!.. Έρχονται… Μη, μην ανεβαίνετε, μη… Όχι, όχι, όχι!..» φωνάζει ένας-ένας άνθρωπος, κλείνει το παράθυρο, κατεβάζει  τα ρολά και μένει μόνος στο δωμάτιο.

Στα μάτια, στα πρόσωπα, όπως στα παραμύθια, εκεί λέω πως είναι ο αληθινός κόσμος… που ξαφνικά εισβάλλει στον μικρόκοσμο τούτων δω των ανθρώπων- θεατών της «παρέλασης» μέσα από μεγάφωνα που είδα παιδιά να βάζουν κρυφά το βράδυ της παραμονής της επετείου πάνω σε αγάλματα και από τα μεγάφωνα με τη βαθιά φωνή του, ο ποιητής αρχίζει να μιλά στην πόλη:

«Φοβάμαι παιδί μου όλους εκείνους τους ανθρώπους που χρόνια έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι τίποτε και μιαν ωραία πρωία βγήκαν στους δρόμους κρατώντας γαλανόλευκα σημαιάκια, για να γιορτάσουν άλλη μια ωραία χαρούμενη παρέλαση.

Φοβάμαι, παιδί μου, τους ανθρώπους που με καταλερωμένη τη φωλιά τους, πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου και στήνουν προκάτ ήρωες στις πλατείες. Και ύστερα με την ίδια ευκολία τους αποκαθηλώνουν. Φοβάμαι πολύ τους ανθρώπους που γέμιζαν τις ταβέρνες και τα ‘σπαζαν στα μπουζούκια και τώρα τα ξανασπάζουν όταν τους πιάνει το μεράκι της εθνικής παλιγγενεσίας και τότε φτιάχνουν απόψεις, ίδιες και απαράλλακτες με τις παλιές. Φοβάμαι τους ανθρώπους που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν και τώρα σε λοιδορούν γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο, δεν βαδίζεις ίσια στην «παρέλαση».

Όσο μεγαλώνω παιδί μου φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους,  φέτος φοβήθηκα ακόμη περισσότερους. Φοβάμαι παιδί μου τα μάτια, τα πρόσωπα της πόλης και τη σιωπή ενός  κόσμου που δεν κερδήθηκε και υποκαταστάθηκε από έναν αφάνταστο…Με το σκεπτικό αυτό κάθε ιδέα αποχής από τις παρελάσεις θα μπορούσε να θεωρηθεί λιποταξία μιας γάτας από τον κόσμο αφάνταστων νάνων που καθώς παρελαύνουν…παραλύουν…Αλλά τι μπορεί να πει μια γάτα σε μια πόλη…σίγουρα λιγότερα από αυτά που πρέπει να πουν οι διανοούμενοι και οι πνευματικοί εν γένει άνθρωποί της…

 Υγ. Το κείμενο είναι εμπνευσμένο από την «Παρέλαση» και την «Αθηναϊκή Άνοιξη της Κυρίας Αναγνωστάκη" που συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο του Γιώργου Χρονά "Το μονόπρακτο Σεβάς Χανούμ" και το ποίημα «Φοβάμαι» του Μανώλη Αναγνωστάκη που δημοσιεύθηκε στην Αυγή το 1983. Διαβάστε τα ή δωρίστε τα στις εθνικές επετείους. Θα πιάσουν τόπο – και τα λεφτά τους.

ΣΣ : Η συγγραφέας του κειμένου δεν είχε το νου της τα μάτια της Λίζ Ταίηλορ γράφοντας για τα μάτια μιάς γάτας. Ο επιμελητής της ενότητας μπήκε στον πειρασμό να στολίσει το κείμενο με το βλέμμα αυτής της γάτας που δεν έχει άλλη σχέση με το κείμενο – εκτός απ' το γατίσιο βλέμμα της!