Protagon A περίοδος

Μάθαν ότι πηδιόμαστε και πλάκωσαν και οι γύφτοι

Πρώτα απ’ όλα, εκεί στο νησί, για ένα διάστημα ΔΕΝ άνοιγα ούτε εφημερίδα, ούτε ραδιόφωνο, ούτε τηλεόραση που δεν είχα. Είχα κηρύξει πόλεμο ρε παιδί μου...

Το κορίτσι του διπλανού portal

(σόρι, Ρομά ήθελα να πω)

Και τώρα που έχω πάρει φόρα ας μπούμε κατευθείαν στο ψητό, παίδες μου αγαπημένοι.  Έχετε πιάσει φαντάζομαι γιατί η φάση με την Κύπρο ξύπνησε μέσα μου το λάλον τέρας (έτσι με αποκαλούσε ο λυκειάρχης μου για τον προφανή λόγο ότι δεν το βούλωνα ποτέ). Είτε έχετε, είτε δεν έχετε, όμως εγώ θα σας το εξηγήσω γιατί μπορεί να ξεχάσατε τον κωδικό της κεφάλας μου τόσο καιρό που έχετε να με φάτε στη μάπα.

Όμως, ας πάρουμε το πράμα από την αρχή. Πρώτα απ’ όλα, εκεί στο νησί, για ένα διάστημα ΔΕΝ άνοιγα ούτε εφημερίδα, ούτε ραδιόφωνο, ούτε τηλεόραση που δεν είχα. Είχα κηρύξει πόλεμο, ρε παιδί μου. Για να καταλάβετε το μένος του τζιχάντ μου, μια φορά μπήκα σ’ ένα καφενείο, κάθισα μόνη μου σ’ ένα τραπεζάκι με το βιβλίο μου στο χέρι και περίμενα το γκαρσόνι (και ιδιοκτήτη και 78 ετών) να με ρωτήσει τι θέλω. Την ώρα που πλησίαζε ο φουκαράς ο παππούς άκουσα από την ανοιχτή τιβί τη φωνή του Τράγκα να ωρύεται: «Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους, φωτιά στα λαμόγια». Σηκώνω έντρομη το βλέμμα και βλέπω το φημισμένο κάτω χείλος του να τρεμοπαίζει αισθησιακά και το λάγνο, μαύρο μάτι του (ασορτί με τη μαύρη, λάγνα καρδιά του) να με κοιτάει με αντιστασιακό νόημα.

"Τι θέλετε;", με ρώτησε το γκαρσόνι-ιδιοκτήτης-παππούς
"Θέλουμε να πεθάνει αυτός!", φώναξα και έδειξα το αισθησιακό αγόρι με τη ρομφαία του αντιμνημονιακού αγώνα. Είναι λύκος με προβιά αρνιού! (Mην ταράζεστε, πληζ. Όπως είναι φυσικό, ο λόγος μου έχει αποκτήσει πλέον μια απόχρωση βιβλική. Όσο πατάει η γάτα, φυσικά. Blame it to saint John’s cave.)
"Ποιος να πεθάνει;", είπε τρομαγμένος ο υπερήλιξ κι άρχισε να ψάχνει ξύλο να χτυπήσει (προφανώς γιατί ένιωθε ήδη την παγωμένη ανάσα του χάρου στο σβέρκο του)
"Αυτός", του ξαναείπα δείχνοντας τη μικρή οθόνη. Αλλά επειδή ΔΕΝ θα πεθάνει αυτός, επιτρέψτε μου να πεθάνω εγώ.

Την έκανα από κει μέσα τρέχοντας, πήγα κάτω από τη συκιά και πλακώθηκα στα "ΟΜΜΜΜΜ", για να 'ρθω στα ίσα μου. Έλα που ήταν δύσκολο, όμως. Για να σου 'ρθει η φώτιση, διδάσκει ο γκουρού μου, πρέπει να εκκενωθεί το μυαλό σου. Το δικό μου όμως είχε στηλώσει τα πόδια. Εκατομμύρια σκέψεις πηγαινοέρχονταν στο ήδη βαρυφορτωμένο εσωτερικό του. Τη μια σκεφτόμουνα ότι ο φουκαράς ο γέρος ακόμα θα ψάχνει να βρει ξύλο να χτυπήσει. Μετά έλεγα, καλά να πάθει: που σκατά να βρει το ξύλο αφού πέταξε τις ωραίες τις παλιές τις καρεκλίτσες του και γέμισε το μαγαζί πλαστική καρέκλα του γύφτου (σόρι, Ρομά ήθελα να πω). Μετά αναρωτιόμουνα με τι μπογιά βάφει το μαλλί μαύρο ο Τράγκας και γυαλίζει τόσο. Να βάλω τη φίλη μου τη Μαρίλια να τον ρωτήσει γιατί η δικιά της η μπογιά, της κάνει το μαλλί τζίβα.

Μετά από 45 λεπτά και αφού είχαν απομακρυνθεί ακόμα και τα σαλιγκάρια από δίπλα μου (τόσο κακά vibes έσπερνα στη φύση) αποφάσισα να ακολουθήσω το ένστικτό μου και να αναστηθώ για να φέρω τη λύτρωση. Μη μπερδεύεστε, παίδες. Δεν χρησιμοποιώ αυτό το ρήμα τυχαία. Όταν ήρθα στο νησί, ήρθα γιατί αποφάσισα να πεθάνω. Μεταφορικά, όχι κυριολεκτικά φυσικά, έχω απελπιστικά γερή κράση. Να διαγράψω τα μίντια εννοώ. Διότι την σήμερον άμα δεν είσαι καταναλωτής των μίντια είσαι κάτι σαν ζόμπι. Περπατάς, τρως σπανακόρυζο κουλουπού, αλλά δεν είσαι του κόσμου τούτου. Αυτό στην αρχή είναι λίγο τρομαχτικό γιατί διαπιστώνεις πως δεν ξέρεις τι να κάνεις και τι να σκεφτείς αφού δεν σου λέει κανένας. Μετά φρικάρεις που νόμιζες ότι είσαι τόοοοοσο ανεξάρτητη και αδέσμευτη ύπαρξη ενώ, κατά βάθος, περίμενες τι παπάρα θα πει ο άλφα και ο βήτα μιντιάρχης/δημοσιογράφος/δημόσιο πρόσωπο για να πάρεις θέση από μέσα σου και να κάνεις και κάτι από έξω σου. Ε, σε κάνα-δυο μήνες γίνεσαι πάλι κανονικός άνθρωπος με κρίσεις, απόψεις, σχόλια Ι.Χ. Λες, μ’ αρέσει το σούσι, κι εννοείς πως σ’ αρέσει το σούσι, όχι ότι σ’ αρέσει η εικόνα μιας μαλάκως που της αρέσει το σούσι γιατί διάβασε ότι είναι γαμάτο να της αρέσει το σούσι. (Κατάλαβα, επίσης, ότι μ’ αρέσει το σούσι)

Εν ολίγοις, έπρεπε να ξαναμπώ στον κανονικό κόσμο, να εκνευριστώ ούτως ώστε να δράσω κι αυτό στο ζεν νησί ήταν αδύνατον να γίνει. Άρα, έπρεπε να την κάνω για  Αθήνα – την πόλη =εγγύηση για νεύρα τσατάλια. Ευτυχώς, είχε πλοίο σε δυο ώρες. Μπήκα στο σπίτι, έριξα δυο βρακιά κι ένα δεύτερο τζην (το καλό, στην περίπτωση που με καλούσε ο Αναστασιάδης σε μίτιγκ για να σώσουμε τη Μεγαλόνησο) στο σάκο μου και κατηφόρισα στο λιμάνι. Το καράβι ήταν σχεδόν άδειο, για κάποιο λόγο. Διάλεξα μια θέση απέναντι από την ανοιχτή τηλεόραση, στήθηκα και άρχισα να παρακολουθώ με τη μανία που έβλεπε κάποτε η γιαγιά μου τη Λάμψη. Εικόνες φρίκης απ’ το παρελθόν μπουκάρησαν μέσα μου: καραγκιόζηδες όλων των ειδικοτήτων, πληρωμένοι τσαρλατάνοι, ξανθιές, παπαγαλάκια των τραπεζιτών, υποψήφιοι βουλευτές, επίδοξοι πρωθυπουργοί, παρήλαυναν από μπροστά μου σαν άρματα στο καρναβάλι της Πάτρας. Και όλοι, μα ΟΛΟΙ, είχαν μια γαμάτη γνώμη να μοιραστούν μαζί μας. Ένιωθα τον πυρετό μου να ανεβαίνει. Έπεσα σε πολιτισμικό κώμα από το overdose.

Γι αυτό και τρόμαξα όταν ένα χέρι ακούμπησε στον ώμο μου. Ήταν ένας ξανθούλης νοστιμότατος (όχι, δεν είμαι επιπόλαιη, παίδες. Αυτά τα 'χουμε πει, νομίζω: Άλλο το κοινωνικό, άλλο το γκομενικό)
"Τι βλέπετε;", με ρώτησε με μπάσα φωνή.
-Μαλακίες, απάντησα με κοντράλτα φωνή.
"Σας πειράζει να αλλάξω κανάλι ένα λεπτό; Να δω τι έκανε ο Παναθηναϊκός;", επέμεινε ακόμα πιο μπάσα. Ο μπαγάσας το ήξερε ότι το μπάσο δουλεύει.
"Ούτε να το σκέφτεστε", αγρίεψα. Δεν το αλλάζω το δελτίο, θέλω να εκνευριστώ.

Το έστειλα το αγόρι, παίδες. Γουρλώνει το μάτι (το πράσινο μάτι, το ωραίο) και ρίχνει την αντιπρόταση.
-Τι θες να μάθεις; Θα στα πω εγώ. Δημοσιογράφος είμαι.

Ε, αυτό ήταν. Λίγο η ποζεριά η δικιά του, λίγο η φάση η δικιά μου, γούρλωσα κι εγώ το μάτι (το καφέ) και φώναξα:
-Θέλω να μου πεις γιατί ο μαλάκας ο συνάδελφός σου μας λέει ότι άρχισαν να έχουν ελλείψεις στα σούπερ μάρκετ στην Κύπρο κι ο κόσμος ζορίζεται να βρει βενζίνη.
-Γιατί η Κύπρος καταστράφηκε με το βλακώδες αυτό ΟΧΙ. Γι αυτό.
"Ναι αλλά τα σουπερμάρκετ είναι φίσκα. Μίλησα με τρεις Κύπριους φίλους. Όλα τα 'χουν".
-Σήμερα. Αύριο δεν θα τα 'χουν.
"Τι;", είπα χαζεμένη από τη φουτουριστική απάντηση.
-Οκ, βάζουμε και λίγη σος. Αυτοί, παιδί μου, νομίζουν ότι η ζωή συνεχίζεται. Ε, λοιπόν, πρέπει να τους βοηθήσουμε να καταλάβουν ότι κάνουν λάθος. Η ζωή τους τελείωσε. Και θα τελειώσει και η δική μας, αν κάνουμε το ίδιο λάθος.Τι δεν καταλαβαίνεις;
"Μα, είναι παραποίηση στοιχείων", ψέλλισα.
-Έλα, μωρέ, ένα σόου είναι το δελτίο. Σιγά την παραποίηση.

Ξαφνικά, είδα ολοκάθαρα μια ουρά να φυτρώνει στον κώλο του, μαζί δυο κέρατα στο κούτελο (δεν ήταν μόνον ο Αη Γιάννης εδώ παίδες. Είχα πιει και τρία τσίπουρα)
"Φύγε, θα σε βαρέσω!", ούρλιαξα. Κι άμα θέλεις να ξέρεις, ο Παναθηναϊκός θα πατώσει.
"Πού το ξέρεις;", ρώτησε θορυβημένος (η Κύπρος, στα παπάρια του. Για την Πανάθα αγωνιούσε)
"Είδα όραμα", είπα ψυχρά. Τι δεν καταλαβαίνεις;