Protagon A περίοδος

Λεωφορείον η ανθρωπιά

Μην κοιτάξεις αυτή τη γυναίκα με συμπάθεια, περιφρόνηση ή οίκτο. Κοίταξέ την με περιέργεια. Πλησίασέ την. 

Νίκη Κόλλια

Βασιλίσσης Σοφίας 39. Ένα σωμών μεσοπολεμικό κτίριο, μια γυάλινη στάση λεωφορείου, και ανάμεσά τους τα χιλιάδες ανθάκια μιας μπουμπουκιασμένης ανοιξιάτικης αμυγδαλιάς. Και πιο κει, μια γυναίκα γύρω στα 60 (μπορεί και μεγαλύτερη), πλάι στη στάση, ανεπαίσθητα γυρισμένη προς την αμυγδαλιά, με ένα παλιομοδίτικο βελούδινο καπέλο ίδιου ακριβώς χρώματος με τα μπουμπούκια τούτης της αμυγδαλιάς.

Αν έχει πράσινο καθώς περνάς τη βασιλική λεωφόρο και επιστρέφεις κουρασμένος από το γραφείο, τα νούμερα του δρόμου φθίνουν τόσο γρήγορα που είναι μαθηματικά βέβαιο ότι δεν θα προλάβεις να δεις τίποτε από τα παραπάνω και σίγουρα όχι τη γυναικά με το καπέλο.

Αν, ωστόσο, σε πετύχει το κόκκινο και αναγκαστικά μείνεις ακινητοποιημένος στο αυτοκίνητο μέχρι να πρασινίσει, καθώς θα γυρίζεις αμέριμνος το βλέμμα σου προς το 39, θα δεις σίγουρα τη στάση και το κτίριο λόγω μεγέθους, και μπορεί λόγω της άνοιξης να δεις και την αμυγδαλιά. Και καθώς θα κοιτάς για μερικά δευτερόλεπτα (ανάλογα με το περιοδικό αναβόσβησμα του φαναριού) το αστικό τούτο τοπίο, ίσως να πάρει το μάτι σου -στα πεταχτά πάντα- και τη γυναίκα της στάσης. Αν, όμως είσαι συνοδηγός ή επιβάτης ενός λεωφορείου ή ταξί, και κυρίως αν κάνεις συχνά τούτο το δρομολόγιο και περνάς μπροστά από το 39, τότε, ενδεχομένως να έχεις ήδη παρατηρήσει πως τούτη η γυναίκα στέκει σε αυτή ακριβώς τη θέση αρκετά απογεύματα, και κοιτά διαγώνια την αμυγδαλιά.

Και αν είσαι εκ φύσεως λιγάκι πιο παρατηρητικός από το μέσο μάτι της πόλης, θα έχεις σίγουρα προσέξει τούτη η γυναίκα να κουνάει απαλά τα χείλη της, σαν να μιλά σε κάποιον –και ας είναι μονάχη-, σα να ψιθυρίζει κάτι, ίσως και σα να νανουρίζει τα μπουμπούκια της αμυγδαλιάς.

«Ο διανοητικός της κόσμος είναι ταραγμένος», θα πεις κατευθείαν.

«Πάει, απομουρλάθηκαν οι άνθρωποι λόγω κρίσης, όλοι στο Δαφνί θα καταλήξουμε μια μέρα», θα συμπληρώσει κάποιος διπλανός σου.

Μην ξαναπείς αυτές τις λέξεις. Και ας τις σκεφτείς.

Αν η στάση σου είναι μπροστά από το νούμερο 39, καθώς θα κατεβαίνεις από το λεωφορείο, μην πεις τις πιο πάνω φράσεις. Μην κοιτάξεις αυτή τη γυναίκα με συμπάθεια, περιφρόνηση ή οίκτο.

Κοίταξέ την με περιέργεια. Πλησίασέ την. Κάτσε δύο βήματα διαγώνιά της για να μην της κρύψεις το απογευματινό φως, τέντωσε καλά τα αυτιά σου και άκου τον ψίθυρό της.

Πράξη Πρώτη : Φωτεινή

Ένας καπετάνιος, βγαλμένος μέσα από τους πίνακες του Τσαρούχη, γεμάτος αυτοπεποίθηση, σ’ έναν από τους στόχους του, συναντά ένα εξαιρετικό κορίτσι και διαλέγει να το κάνει δικό του. Μα την προδίδει, και το κορίτσι αλλάζει, γίνεται ανάπηρο, γίνεται ακόμα πιο σκληρό, τόσο σκληρό, που κόβει τα’ αρχίδια του ναύτη στη ρίζα τους. Και καθώς το κορίτσι σπαρταράει σπαρασσόμενο, ο παππούς της ο ήλιος, αγκαλιάζει στοργικά τη μικρή του σέρνοντας το ανάπηρο σώμα της ίσια στο σκοτάδι.

Πράξη Δεύτερη :Μεσημέρι στον ουρανό

Κάτω από τον βαρύ ήλιο ενός ατελείωτου μεσημεριού, στη γέφυρα ενός υπερωκεάνιου πρώτα, ανάμεσα σε αναμμένα καντηλάκια ενός νεκροταφείου έπειτα, στο πάτωμα ενός βρωμερού δωματίου ύστερα, μια μυστηριώδης γυναίκα λαχταρά στο πρόσωπο ενός ασκητικού άνδρα βαθιά την ευτυχία. Μα αφού αγκαλιαστούν σφικτά για λίγο, ο άνδρας απελπισμένος θα πει «Δεν έχω τρόπο να σου προσφέρω την ψυχή μου», και το μεσημέρι θα τελειώσει μυστηριωδώς πιο γρήγορα για τη γυναίκα.

Πράξη Τρίτη: Βραδινή καταχνιά

Σε μια μικρή πόλη του νότου, μια ξεχασμένη γυναικεία ψυχή, μην αντέχοντας τη θλιβερότητα του κόσμου, γλιστράει –έστω και κάπως αργά- στη φαντασία για να βρει μιαν υπνωτική λύτρωση στο άνδρα της απέναντι όχθης, που ακίνητος στέκει και θαυμάζει τη μελαγχολία τούτης της γυναίκας. Μα η ψυχή, καθώς βυθίζεται όλο και πιο πολύ στις γειτονιές του φανταστικού της κόσμου, εκεί όπου οι πληγές δεν πονούν και οι ρυτίδες δεν φαίνονται, όλο και περισσότερο ξεμακραίνει, ξέροντας καλά πως άργησε η ζωή.

Κοίτα τούτη τη γυναίκα. Έτσι, όπως φοράει το παλιομοδίτικο καπέλο της μοιάζει στα αλήθεια με μια γριά αμυγδαλιά.

«Ήμουν καλή;», θα σε ρωτήσει γυρίζοντας προς το μέρος σου. Και καθώς θα κάνει μια μικρή υπόκλιση μια προς την αμυγδαλιά, μια προς τα σένα, χειροκρότησέ την με όλη σου τη δύναμη. Και αν έχεις όρεξη, πες της να συνεχίσει – σαν ένα μικρό encore..

 

Γιατί για τούτη τη γυναίκα αυτή η στιγμή είναι όλος ο κόσμος της, ένας κόσμος σαν μια φωτισμένη σκηνή θεάτρου και αυτή η ηρωίδα πρωταγωνίστρια και συ ο μονάκριβος θεατής της, και το μυαλό της γεμάτο από ονειροπολήσεις, θεατρικά αναγνώσματα και ίσως αναμνήσεις. Τούτη τη γυναίκα είναι εύθραυστη, και συ κρατάς για λίγο μες τα χέρια σου ολόκληρο το γυάλινο κόσμο της. Ακούμπησέ την απαλά, έτσι ταιριάζει να χωρίσετε. Και ύστερα, γύρνα στο σπίτι σου, πάρε αγκαλιά τη μικρή σου κόρη και καθώς θα την βάζεις για ύπνο μάθε της όσο είναι καιρός, πως οι άνθρωποι είμαστε πολλές φορές πολύ εύθραυστοι, και πως για να ζήσει ο κόσμος καλά και αυτή καλύτερα, πρέπει να φέρεται με γενναιοδωρία στις ψυχές, κυρίως σε αυτές που είναι ταραγμένες.

Γιατί οι ταραγμένες ψυχές καθημερινά πολλαπλασιάζονται γύρω μας, κουρνιάζουν στα διπλανά σπίτια, κινούνται πλάι μας στο δρόμο, ανεβαίνουν κυλιόμενες σκάλες, και τελικά περιμένουν τον καθέναν μας στη γωνία.

 

Μιλήστε στα παιδιά σας για τον αληθινό κόσμο, μιλήστε στους γιους σας για τις γυναικείες ψυχές, δώστε τους με λεπτομέρειες να καταλάβουν την αληθινή και την άγρια εικόνα του κόσμου μας, κάντε τα να αναγνωρίζουν τα τεκμήρια του ασφυκτικού τοπίου, μιλήστε τους για τον εγκλωβισμό ενός ανθρώπου σε ένα αδιέξοδο, την παγίδευση της σκέψης και των λέξεων, κάντε τα γενναιόδωρα με τις πιο αμείλικτες ανθρώπινες σιωπές.

Έτσι μόνο θα γίνουν αγαπησιάρικα και δεν θα μείνουν μόνα.

 

Υγ : Η γυναίκα αυτή κάνει κάθε απόγευμα έναν περίπατο μέσα στον κήπο του Ζαππείου. Φορά πάντα το βελούδινο ροζ καπέλο της και βαστά μια βαλίτσα. Είναι σαν ηρωίδα του Τέννεση Ουϊλιαμς, λίγο μετά την καταχνιά. Και είναι όμορφη.