Θανάση -δεν σε λέω «μου», γιατί κι αυτό το «μου» το κτητικό το 'χουμε ξεφτιλίσει από την πολλή χρήση στο διαδίκτυο.
Παρακολουθώ αυτόν τον νέο γύρο για το ποιος πηδάει τη μάνα ποιου/ποιας, από πού, και με τι μουσική υπόκρουση.
Δεν πέφτω από τα σύννεφα, ακριβώς. Όπως συνήθισα και τον «Τατσό», που τον ξέρω πολλά χρόνια και πάντα ήταν αθυρόστομος στα καφέ και στα μπαρ (και για τα πηδήματα και γενικώς). Τότε, βέβαια, ήταν ένας, ας πούμε, μποέμ συγγραφέας, δεν ήταν βουλευτής, όπως τώρα, που έχει μεταφέρει τον χαβαλέ της παρέας σε νούμερα τηλεθέασης πανελικού ξεσπάσματος.
Θανάση, έχεις κι εσύ «κατέβει» στην πολιτική και είσαι υπεύθυνος του πολιτισμού στο ΠΑΣΟΚ. Έχουμε ανταλλάξει λίγες κουβέντες, κυρίως σε παρουσιάσεις βιβλίων, και είναι αλήθεια ότι η παρουσία σου είναι εκείνη ενός ευγενικού ανθρώπου, θα έλεγα με θλιμένο βλέμμα, αλλά και μόνιμο χαμόγελο.
Το τι είμαστε, όμως, κατά βάθος, το τι νομίζουμε ότι είμαστε και το τι θα θέλαμε να βλέπουν οι άλλοι ότι είμαστε, είναι μια ιστορία που απασχόλησε φιλόσοφους, ψυχαναλυτές και συγγραφείς, αιώνες πριν εφευρεθεί το facebook -το οποίο μαζί με την επανάσταση στην επικοινωνία, έφερε και μια άνευ προηγουμένου αναστάτωση στις ζωές μας.
Ξέρεις, Θανάση, τι μου θυμίζει -τηρουμένων των αναλογιών; Το ΚΛΙΚ. Τον καιρό που πρωτοβγήκε, που απηυδισμένοι από το στημένο, ψεύτικο και καθωσπρέπει γράψιμο στα περιοδικά, είδαμε για πρώτη φορά να γράφουν άνθρωποι που μιλούν κανονικά, όπως εμείς. Αυτή η απελευθέρωση, έγινε σταδιακά ένα άνευ προηγουμένου ξεσάλωμα, με επίκεντρο το σεξ και τους 50 τρόπους να το κάνετε έτσι ή αλλιώς, που έκανε το ΚΛΙΚ να ταυτιστεί πια μ΄έναν επιδειξία, σεξ μάνιακ, που παράλληλα ξέρει και τι πρέπει να φορέσει, πριν και μετά το σεξ πάντα, για να είναι μες στα πράγματα…
Και ξέρεις τι άλλο νομίζω; Ότι μπερδευτήκαμε όλοι και πολύ άσχημα σ΄αυτή την ωραία κατά τ' άλλα φεϊσμπουκική παρέα. Που παραμένει όμως πολύ ετερόκλητη. Άλλος μιλάει σαν να είναι μόνιμα σε κερκίδα γηπέδου, βρίζοντας τον διαιτητή, άλλος σαν καλεσμένος σε λογοτεχνική βραδιά, άλλος σαν τον Κωνσταντάρα στον Μαυρογιαλούρο κι άλλος σαν να είχε γίνει τύφλα πριν λίγο με τον Μπουκόφσκι.
Μ΄αυτά και μ΄εκείνα μπλέξαμε την ευγένεια με την ωμή ειλικρίνεια, την ενήλικη συμπεριφορά με τον εφηβικό παρορμητισμό, τα κατ΄ιδίαν αστεία με τη δημόσιο πλάκα που γυρίζει μπούμεραγκ.
Δεν υπερασπίζομαι την επιστροφή σ' ένα υποκριτικό, ξεπερασμένο και άνευ ουσίας σαβουάρ βιβρ. Αλλά αφού όπως φαίνεται το «να μας πηδήξουνε τη μάνα» παραμένει το πιο ευαίσθητο συλλογικά σημείο μας, ας μην πηδάμε τόσο εύκολα όλους τους τρόπους που έχουν βρει οι άνθρωποι για να συνεννοούνται κάπως και να μην πρωταγωνιστούν σε βιβλίο του (εξαίρετου στο είδος του) Ηλία Πετρόπουλου.
Να σου πω, ακόμη, Θανάση ότι γι΄αυτές τις σκέψεις ήσουν η αφορμή και αφορούν όλους όσους συχνάζουμε στα social media. Δεν είναι υποδείξεις σε κανέναν, αλλά απόψεις… in progress, μια εποχή που νιώθουμε έτοιμοι και διαθέσιμοι να επικοινωνήσουμε με τους πάντες, και παράλληλα ευάλωτοι και εκτεθειμένοι προς κάθε κατεύθυνση.
Ίσως εκείνη η γενιά που θα πατήσει πρώτα πλήκτρα και μετά θα μιλήσει, να ξεχωρίζει το σπίτι από το wall και το πρόσωπο από το profile – ή μπορεί και να τα έχει πλήρως ταυτίσει, ποιος ξέρει;
ΥΓ 1: Ο ενικός της επιστολής, Θανάση Χειμωνά, είναι στην άνεση που όλοι έχουμε αποκτήσει και λόγω fb φιλίας. Και θα βάλω και το «μου» τώρα για να σου πω: Κρίμα, Θανάση μου. Κρίμα, ρε παιδί μου…
ΥΓ 2: Το δημόσιο λιντσάρισμα (και το λεκτικό) μου παγώνει το αίμα. Όλοι κάνουμε λάθη, το λάθος είναι να κάνεις και δεύτερο και τρίτο, υπερασπίζοντας το πρώτο. Και σίγουρα, αν υπάρχει λόγος συγγνώμης, αυτή δεν τη χρειαζόταν ο Γιάννης Πάριος…