Από τα μικρά μου τα νύχια το γνώριζα αυτό. Το χόρταινα και το πεινούσα. Το λαχταρούσα.
Θα κόβω κρυφά από τον κήπο σου, θα κλέβω από τα λόγια σου.
Στη μάντρα σου σκαρφάλωνα κι ας ήτανε σπαρμένη με γυαλιά, κι ας μάτωνα. Από εκεί έβλεπα, από εκεί σε έβλεπα, δεν είχα χρήματα για εισιτήριο, για δίδακτρα και ιδιαίτερα, δεν είχα θάρρος, χέρι να πιαστώ να μπω, την πόρτα να χτυπήσω, φοβούμουν τα σκυλιά, από εκεί σε χάζευα, αργότερα βρήκα πατήματα και δύναμη κι ανέβηκα στις λεύκες, για να σε κλέβω ακόμα πιο καλά, να βλέπω τα κόλπα σου, τις τρίπλες σου, τον ουρανό σου, τις κάθετες και τις βαθιές αναπνοές, τις σέντρες σου τις δυνατές, τις ξυραφιές, τα λόγια, το χορό και τις βροχές, την άνοιξη, το καλοκαίρι, το χειμώνα σου, την κόκκινη την ανεμώνα σου, να λες, να δείχνεις, σε όλους αυτούς που είναι δίπλα σου, που σε πληρώνουν, σου φέρνουν δώρα για να τους μάθεις αυτό που δεν μαθαίνεται, αυτό που μόνο κλέβεται.
Το ξέρεις, το γνωρίζεις γι’ αυτό και πάνω στο νερό γράφεις τα λόγια σου. Ξέρεις, για κλέφτες και αμαρτωλούς εργάζεσαι, για αυτούς χύνεις το αίμα, τον ιδρώτα σου, γι’ αυτούς ανεβοκατεβαίνεις το τερέν σου τρέχοντας με τη χρυσή τη μπάλα, αυτοί που θα σε κλέψουνε, αυτοί και θα σε σώσουν.
Κλέφτες και αμαρτωλοί θα την περάσουνε την τέχνη σου, το μυστικό σου, μέσα στο κούφιο το ραβδί για να τη βγάλουνε κρυφά στο φως, να ντύσουνε την ομορφιά, την ομορφιά Σου.