Protagon A περίοδος

Κλαμένα μάτια έξυπνης γυναίκας

«Oι σουπιέρες και οι κανάτες είναι κατ' εμέ τα καλύτερα ανθοδοχεία. Ας χαιρετηθούμε έτσι», διάλεξε μια γαλαζοπράσινη γραμματοσειρά, έκανε bold το μονόγραμμά της και επισύναψε την φωτογραφία: με φόντο έναν αγρό δυο γυναικεία χέρια κρατούν αγκαλιά μια πορσελάνινη κανάτα γεμάτη μωβ αγριολούλουδα...

Νίκη Κόλλια

Ένα αδιόρατο σκουπιδάκι μπλέχτηκε ανάμεσα στη μπλε μάσκαρα και τα ματοτσίνορά της. Μέχρι να βρει την φωτογραφία είχε ήδη βουρκώσει. Με τα δάχτυλα σκούπισε βιαστικά τα πρώτα δάκρυα που είχαν προλάβει να στριμωχθούν κάτω από τα μάτια και ξεχάστηκε να κοιτά για λίγο το δωμάτιο. Από το ανοικτό παράθυρο τα σεντόνια του απέναντι διώροφου λιάζονταν στα μεσημβρινά παράθυρα ανάμεσα σε αναφιλητά που πνίγονταν στο λαιμό της· ακούμπησε το πληκτρολόγιο, τα δάχτυλά της γλιστρούσαν, τα σκούπισε πάνω της, ύστερα ρούφηξε τη μύτη της και έγραψε «Oι σουπιέρες και οι κανάτες είναι κατ' εμέ τα καλύτερα ανθοδοχεία. Ας χαιρετηθούμε έτσι», διάλεξε μια γαλαζοπράσινη γραμματοσειρά, έκανε bold το μονόγραμμά της και επισύναψε την φωτογραφία: με φόντο έναν αγρό δυο γυναικεία χέρια κρατούν αγκαλιά μια πορσελάνινη κανάτα γεμάτη μωβ αγριολούλουδα.

Μέχρι να γράψει τη διεύθυνση –την είχε σβήσει από τις επαφές ίσα με δέκα φορές από το πρωί- δίχως να το καταλάβει ήταν ήδη μες τα δάκρυα. Πάντα έτσι γίνεται και γαμώτο σιχαίνομαι τα δάκρυα, σκέφτηκε. Με το μικρό δάχτυλο του δεξιού χεριού της πάτησε αποστολή, το mail ξεκίνησε να πηγαίνει, τα δάκρυα έτρεχαν πια για τα καλά μαζί με το μπλε της μάσκαρας στο πρόσωπό της, έκλεισε τα μάτια της, είχαν αρχίσει ήδη να την καίνε, τα ξανάνοιξε, μην κλάψεις άλλο, σε παρακαλώ μην κλάψεις άλλο, λέξη δεν άκουσαν τα μάτια.

Σχεδόν στα θαμπά άνοιξε το πρώτο συρτάρι πάνω από τα πόδια της, έβγαλε ένα καθρεφτάκι και ένα χρυσό καπιτονέ κουτί με τρία τετράγωνα στην κάθε του πλευρά. Κοίταξε από κοντά το πρόσωπό της· ακόμη και οι αδιάβροχες μάσκαρες τελικά με ένα κλάμα ξεπλένονται, έβγαλε το μωβ φούξια κραγιόν, το έκανε μια βόλτα στα χείλη, τα έγλειψε, ήταν αλμυρά. Ξανακοίταξε το βλέμμα της, το κλάμα της είχε διαστείλει τα μάτια και τώρα είχαν πάρει μια καταπράσινη θλιμμένη παραλλαγή, όσο πιο πολύ υγραίνονται, τόσο περισσότερο πρασινίζουν, σε αυτό το συμπέρασμα είχε καταλήξει.

Όλα λάθος και όλα θλίψη, είπε με φωνή εύθραυστη. Λάθη σα θέμα προς εξέταση, όρντινο από την άκρη του μόλου στον καπετάνιο μου, όλα σε αγώνα δρόμου, λέξεις με ήχο σιωπής και η πραγματικότητα να στέκει απολύτως διαφορετική στην άλλη άκρη του μόλου, αλλά να μη με νοιάζει γιατί αυτό το βαρύ ανικανοποίητό μου δεν αλλάξει ως αίτημα και εσωτερική πληγή, δεν ικανοποιείται ποτέ. Όλα δικά μου και μόνα, απιθωμένα το ένα πάνω στο άλλο.

Από το ανοικτό παράθυρο η λιακάδα του μεσημεριού έπεφτε στο πρόσωπό της και μαζί με κείνο το μωβ φούξια γλύκαινε ό,τι μπορούσε να κομπιάσει στο λαιμό και ύστερα διέτρεχε όλο το πρόσωπο και ανέβαινε ως τα μάτια. Τα τσίνορά της παίξαν για μια στιγμή με το φως. Δυο κομματάκια όλα και όλα πάνω στο πρόσωπο και κάνουν τόση φασαρία, σκέφτηκε, σηκώθηκε, άλλαξε δωμάτιο. Άνοιξε το φύλλο της ντουλάπας με τις τσάντες, βρήκε εκείνη τη μαύρη σουέντ με το λαλίκ κρύσταλλο στο κούμπωμα, θα την κρατήσω και ας φορώ στολή δύτη, είπε, ρούφηξε ακόμη μια φορά τη μύτη της, φόρεσε τις μωβ μπαλαρίνες της και άνοιξε την πόρτα.

Στις σκάλες, μέχρι τον κάτω όροφο μια φωνή της ούρλιαξε στο αυτί «έχεις όλες τις αποσκευές για να πετύχεις στη ζωή πάψε επιτέλους να βασανίζεσαι».

Ο άνδρας άνοιξε το κουτί με τα παστέλια. Είχαν αρχίσει να λιώνουν μες τη ζέστη και τα δάχτυλά του κόλλησαν αμέσως απ’ τα μέλια και τα σουσάμια τους. «Oι σουπιέρες και οι κανάτες είναι κατ' εμέ τα καλύτερα ανθοδοχεία. Ας χαιρετηθούμε έτσι», όρεξη που την έχει για δράματα μες το μεσημέρι, είπε κουνώντας το κεφάλι, αλλά κάτι είχε σκαλώσει στο λαιμό του, τον ενοχλούσε και τον πείραζε. Δεν θα με τρελάνεις εσύ, φώναξε και έκλεισε τον υπολογιστή. Ανοιξε το ψυγείο, ήπιε νερό από το μπουκάλι, το ξανάβαλε άδειο και ξεκούμπωτο.

Είναι drama queen, δεν χρειάζεται να της δίνεις σημασία. Πότιζε τα λουλούδια όταν χτύπησε το κινητό του, παράτησε το λάστιχο και διάβασε «ηλίθιε, εξαιτίας σου είμαι σα βρικόλακας μεσημεριάτικα. Και όλα μου φταίνε και είμαι και κοντή, μια θλίψη». Έκλεισε τα μάτια, την φαντάστηκε μες τα κλάματα να ρουφάει τη μύτη της. Χαμογέλασε. Είναι όντως τόσο κοντή. Στο μπαλκόνι το νερό είχε αρχίσει να σχηματίζει τις πρώτες λιμνούλες. Μα αλήθεια κλαίει για μένα; Ξαναβγήκε στο μπαλκόνι, η βρύση είναι εδώ και ενάμιση μήνα χωρίς λαστιχάκι, χρειάζεται φτιάξιμο, είπε δυνατά. Πώς σταματάνε μια γυναίκα που κλαίει; Άπλωσε το χέρι στη ζαρντινιέρα με τους βασιλικούς. Ας κλαίει, δεν μπορώ να κάνω κάτι. Η μυρωδιά των βασιλικών έμεινε στην παλάμη του. Ένα κουνούπι ζουζούνιζε στο αυτί του. Κοίταξε τις πολυκατοικίες, τα στενά μπαλκόνια, τις λερωμένες τέντες, τους ψεύτικους κήπους, τόσες θέες από το μπαλκόνι, αλλά αυτός δεν έβλεπε παρά δυο μάτια μες τα κλάματα.

Εντάξει, τα κλαμένα μάτια είναι πολύ σέξυ όταν τα φέρει μια έξυπνη γυναίκα, σκέφτηκε και κατέβασε τις τέντες για την αντηλιά.