Η ώρα είναι περασμένη και ψάχνω να βρω να παρκάρω. Στον Πειραιά. Ο χειρότερος καθημερινός συνδυασμός, τέτοια ώρα-τέτοια λόγια.
Κυκλοφορι(α)κά εμφράγματα με πρώτη-δευτέρα ταχύτητα στο σασμάν, μέσα σε στενά, ανάμεσα σε κακο-παρκαρισμένα αυτοκίνητα που είναι πάνω σε πεζοδρόμια, αραγμένα στραβά, κολλητά, να ακουμπούν οι προφυλακτήρες, λαμαρίνες σε γαλλικά φιλιά με κάδους απορριμμάτων, βρώμικο σεξ, στην κυριολεξία.
Οι θέσεις, έτσι κι αλλιώς, είναι περιορισμένες και, αφού τα καταστήματα έχουν κλείσει για σήμερα, δεν υπάρχει περίπτωση – τώρα, πια – να φύγει κάποιος. Ποντάρω μόνο σε κάποιον εραστή που πήγε, «χτύπησε» και δεν θα υπάρξει «διανυκτέρευση». Υπολογίζω σε κάποιον φίλο που πήγε για καφέ σε φίλο του και θα φύγει, φτιάχνω σενάρια και γελάω μόνος μου, «άντε ρε, φύγε, αρμένικη βίζιτα κάνεις, θέλει να κοιμηθεί ο κόσμος». Ελπίζω, εύχομαι, προσδοκώ, ικετεύω, επίσης, για κάποια άδεια θέση που, απλώς, δεν έχω δει. Ή έχει προκύψει εσχάτως.
Ξαφνικά, μέσα από το παρμπρίζ, βλέπω χώρο. Αδειανό χώρο, εν δυνάμει πάρκινγκ, κάνω high-five μόνος μου. Πλησιάζω, και έρχομαι σε επαφή με τις καρέκλες της φωτογραφίας. Έχει ψιχαλίσει απόψε κατά τόπους, αλλά όχι αρκετά για να έχει ρίξει και «καρέκλες» στην άσφαλτο. Ένα άλλο, όμως, «φυσικό φαινόμενο» έχει λάβει χώρα: Κάποιος, πολύ έξυπνος, θεωρεί ότι το κομμάτι μπροστά από το σπιτάκι του, του ανήκει και με τις δύο αυτές καρέκλες καπάρωσε τη θέση, για τη στιγμή που θα επιστρέψει. Θα φτάσει μέχρι εκεί, θα πατήσει το μπουτόν των αλάρμ, θα κατέβει από το αυτοκίνητο, θα παραμερίσει τις καρέκλες που αργότερα θα τις βάλει στο μπαλκόνι του, θα παρκάρει σαν κύριος και όχι ως κύριος, αλλά – βασικά – «άκοπα, αβασάνιστα, αβάδιστα».
Και γύρνα εσύ, κορόιδο, γύρω-γύρω για να βρεις μια θεσούλα να χώσεις το ρημάδι σου.
Ψάχνοντας μια θέση για παρκάρισμα, σε πολλές περιοχές της Αθήνας – και στη δική σας – θα έχετε αντικρίσει παρόμοια φαινόμενα. Άλλοι έχουν φτιάξει μίνι… οδοφράγματα για να καλύπτουν τη θέση πάρκινγκ «τους», άλλοι έχουν κατασκευάσει κώνους τσιμεντένιους, άλλοι παρκάρουν τη μοτοσικλέτα τους διαγώνια για να μη χωρέσει κανείς άλλος. Κι αν κάνεις το λάθος και μετακινήσεις την «πραμάτεια» τους και παρκάρεις, θα βρεις το αυτοκίνητό σου γεμάτο με βαθιές χαρακιές ή με υγρά φρένων που προκαλούν διάβρωση, άλλο ένα αμάξι σημαδεμένο από τη «μαφία» των κακών, απολίτιστων γειτόνων.
Αυτή, όμως, είναι η παιδεία, το επίπεδο, η μόρφωση, η καλλιέργεια κάποιων ελληναράδων, κάποιων κωλοελλήνων, που δεν θέλω να έχω καμία σχέση μαζί τους, δεν θέλω να τους ξέρω.
Το ζήτημα – πέραν της σύντομης, βαθύτατης αυτής κοινωνιολογικής ανάλυσης(!) – είναι ότι συνεχίζω να αναζητώ μια θέση στάθμευσης, τι ζητάω; Με την άκρη του ματιού μου βλέπω, σε ένα στενό, μια άδεια θέση κι επειδή απαγορεύεται να μπω εκεί, κάνω γρήγορα τον κύκλο του τετραγώνου. Ο παραλογισμός του κάθε οδηγού, να (περι)κυκλώσει το τετράγωνο, να τετραγωνίσει τον κύκλο της οδηγικής του ζήσης. Φτάνω, αλλά ήδη ένα άλλο αυτοκίνητο έχει παρκάρει εκεί! Με δεδομένο ότι μπροστά μου δεν υπήρχε άλλο όχημα, είναι σίγουρο ότι ο οδηγός του είδε – όπως κι εγώ – τη μοναχική θέση και, απλώς, έκανε όπισθεν εκεί που απαγορευόταν, για να φτάσει μέχρι την άδεια θέση.
Ανοίγω το παράθυρο, οδηγεί γυναίκα, αλλά δεν έχει σημασία το φύλο, της λέω ότι κι εγώ είδα τη θέση όπως κι εκείνη, αλλά δεν διέπραξα παρανομία, δεν έκανα κανένα unfair. Σηκώνει τους ώμους της με ύφος «ας πρόσεχες, μεγάλε, δεν παίζεται τίμια σήμερα, ούτε αυτό το παιχνίδι».
Λίγο παρακάτω βρίσκω να παρκάρω, μου έρχεται να κατέβω στην άσφαλτο και να γονατίσω σαν Βραζιλιάνος ποδοσφαιριστής που πανηγυρίζει έπειτα από εντυπωσιακό γκολ και δείχνει τον Ιησού, στην κορυφή του λόφου Corcovado.
Γιατί και το παρκάρισμα σήμερα, ένα παιχνίδι είναι. Ένα παιχνίδι επιβίωσης στο σύγχρονο κόσμο, στην πόλη που – έτσι κι αλλιώς – ψάχνεται.
Και για να παρκάρει…