Protagon A περίοδος

Κάλαντα

«Ξύπνα, Γιώργο. Επτά η ώρα. ’Aντε, ξημέρωσε έξω. Ακούω και βήματα στις σκάλες. Έχουν αρχίσει… »

Γιώργος Μαυρωτάς

«Ξύπνα Γιώργο. Επτά η ώρα. ’Aντε, ξημέρωσε έξω. Ακούω και βήματα στις σκάλες. Έχουν αρχίσει… »

Έτσι με ξύπναγε η μαμά μου κάθε 24η Δεκεμβρίου. Σηκωνόμουν σαν ελατήριο και γύρω στις 7:20 ήμουν έτοιμος, χτενισμένος και ξετσιμπλιασμένος, αποφεύγοντας βέβαια αριστοτεχνικά να πλύνω με άφθονο νερό όλη τη μούρη μου (οπαδός μιας νέας επιστήμη που αργότερα ονομάστηκε εξοικονόμηση νερού). Μαζί με τον μικρό μου αδελφό το Δημήτρη παίρναμε τα μισοσκουριασμένα τρίγωνα και πηγαίναμε εκεί που είχαμε δώσει ραντεβού με τον Τζίμη και τον Κώστα, τους δύο κολλητούς από το σχολείο.

Μετά ξεχυνόμασταν σε Παλαιό Φάληρο και Νέα Σμύρνη. Είχαμε μαρκάρει τα σπίτια που έδιναν καλό χαρτζιλίκι ήδη από πέρσι και σχεδιάζαμε την πορεία. Για πέντε ώρες πηγαινοερχόμασταν σαρώνοντας την περιοχή από Ελευθερίου Βενιζέλου ως την Παναγίτσα κοντά στη θάλασσα. Σαν να είχε κάτι αδιόρατα ιερό εκείνη η μέρα, ακόμα και τα αδέσποτα που άλλες φορές μας γάβγιζαν, τώρα είχαν κηρύξει μια σιωπηλή ανακωχή.

Τα δεκάρικα με τον Δημόκριτο και τα τάλιρα με τον Αριστοτέλη (ριγμένος το παραδέχομαι, άκου στο τάλιρο…) γέμιζαν σιγά-σιγά το πουγκί. Τον Περικλή (δηλ. το 20άρικο), παρόλο που τον συμπαθούσαμε πολύ, σπανίως τον βλέπαμε. Κάθε τρεις πόρτες που κτυπάγαμε, η μία άνοιγε κι όπως στεκόμασταν στο κατώφλι συναγωνιζόμενοι στην παραφωνία, μας ερχόντουσαν συχνά από μέσα οι μυρωδιές από μελομακάρονα και τσουρέκια. Πολλές φορές μάλιστα βλέπαμε τα ονόματα στα κουδούνια και σκάγαμε στα γέλια. Μα άκου «Οικεία Λουκά Νίκου»… Άνοιγε ο κ. Λουκάνικος και αναρωτιόταν γιατί μόλις τον βλέπαμε γελάγαμε σαν χαζοχαρούμενα. Σε μαγαζιά μάθαμε να μην πολυμπαίνουμε γιατί οι πονηροί μαγαζάτορες είχαν μια πιατέλα με μελομακάρονα ή κουραμπιέδες για τους λιλιπούτειους Κακοφωνίξ που τους αναστάτωναν τη δουλειά. Τι τσιγκούνηδες θεέ μου…

Το μεσημεράκι πια, όταν το «μας τα ‘πανε» άρχιζε να γίνεται η μόνιμη απάντηση, ξεκίναγε η μοιρασιά. Τότε συνειδητοποιούσαμε ότι τελικά το τέσσερα του παρανομαστή ήταν αρκετά μεγάλος αριθμός. Όλο λέγαμε ότι του χρόνου πρέπει να χωριστούμε (κυρίως ο Τζίμης, ο ορθολογιστής…), αλλά το κουαρτέτο έμενε σταθερό. Μπρος στην παρέα, τι είναι κάποια φράγκα παραπάνω. Επιστρέφοντας με το παντελόνι να πέφτει από τα βάρος των κερμάτων στις τσέπες (κοντά στο χιλιάρικο…), το μυαλό μας ήταν ήδη στις ομάδες Subutteo και στα συναρμολογούμενα που θα παίρναμε με αυτά τα λεφτά. Χίλιες δραχμές! Δεν κόστιζε παραπάνω το εισιτήριο για τον παιδικό παράδεισο…

Τριάντα χρόνια μετά.
«Ξύπνα Λεωνίδα, 10:00 η ώρα. Δεν θα πάτε για κάλαντα;»
«Όχι ακόμα ρε μπαμπά, δεν θα έχει ξυπνήσει ο κόσμος θα μας βρίζουν…»
«Η θεία σου και η νονά σου έχουν ξυπνήσει…» απαντάω προσπαθώντας να τον ξυπνήσω. «Έλα θα σας πάω με το αυτοκίνητο…».

Τους φορτώνω και τους δύο στο αυτοκίνητο και ξεκινάμε τα «κάλαντα με ραντεβού».

«Μην τους χάσεις από τα μάτια σου!» μου φωνάζει από την πόρτα η γυναίκα μου λες και πάμε μυστική αποστολή στο Αφγανιστάν. «Κι όχι σε ξένες πολυκατοικίες. Μόνο στους γνωστούς… Ούτε σε τράπεζες. Δεν ξέρεις τι γίνεται αυτές τις μέρες… » Την καθησυχάζω λέγοντας ότι σήμερα για να μπούμε και για να βγούμε και οι τρεις από μία τράπεζα με πόρτες ασφαλείας θέλουμε ένα τέταρτο. Δηλαδή σχεδόν ο μισός χρόνος που σκοπεύω να αφιερώσω για τα φετινά κάλαντα. Οπότε, τράπεζες γιοκ.

Περνάμε από θείες, νονές και μερικούς γνωστούς στα πέριξ. Πάμε κι από την γιαγιά που μας περιμένει. Η ταρίφα είναι 20-50 ευρώ για συγγενείς και 10-20 ευρώ για τους απλούς φίλους. Πέρσι ήταν παραπάνω. Άτιμο ΔΝΤ, ακόμα και τα κάλαντα στράγγιξες.
Το σκηνικό πρέπει να σας είναι γνώριμο: Παρκάρω το αυτοκίνητο έξω από το σπίτι-στόχο. Τα δύο βλαστάρια βγαίνουν βαριεστημένα και πάνε να κτυπήσουν το κουδούνι. Ο μπαμπάς στο αυτοκίνητο, ακολουθώντας πιστά τις οδηγίες της μαμάς, είναι σε επιφυλακή μην εμφανιστεί κανένας δολοφόνος-βιαστής-απαγωγέας και τους αρπάξει (αν και ο τελευταίος μετά από λίγο, αντί να ζητάει θα έδινε λύτρα για να τους επιστρέψει τους συγκεκριμένους). Η πόρτα μια φορά στις δέκα ανοίγει, οι μικροί λένε μιάμιση στροφή και σταματούν. Όχι ότι δεν ξέρουν το υπόλοιπο, όμως ο σπιτονοικοκύρης βιάζεται και τους δίνει το κατιτίς με ένα «και του χρόνου» που σημαίνει την πρώιμη λήξη της παράστασης. Αντίθετα με παλιά, σήμερα μπαίνουμε και στα τοπικά καταστήματα. Μπαίνω κι εγώ τάχα μου χαμογελαστός για τα χρόνια πολλά, για να μην μπερδευτεί ο καταστηματάρχης και δεν αναγνωρίσει ποιανού καλού πελάτη είναι τα παιδιά, έτσι ώστε να τα φιλοδωρήσει ανάλογα. Αμ τι, θέλουν στρατηγική τα κάλαντα …

Μετά από ένα μισάωρο, άντε τρία τέταρτα επιστρέφουμε σπίτι. Αποστολή κάλαντα εξετελέσθη. Με 100-200 ευρώ ο καθένας κάνουν τα σχέδια για το ποια παιχνίδια θα πάρουν στο playstation. Ο μεγάλος νομίζει ότι του φτάνουν και για καινούργιο κινητό, που να μπαίνει και στο facebook. Τους λέω ότι θα τα βάλουμε στην τράπεζα και τα «παιχνίδια» θα τους τα φέρει ο Άγιος Βασίλης. Αυτοί βάζουν τα γέλια: «Ποιος Άγιος Βασίλης ρε μπαμπά; Πού τα λες αυτά; Μωρά είμαστε…»

Όχι, δυστυχώς δεν είναι πια…

Τελικά η σημειολογία από τα κάλαντα μπορεί να μας πει πολλά για το πόσο άλλαξαν οι εποχές. Επίσης, ίσως μπορεί να μας πει και για το πώς άλλαξαν οι άνθρωποι …

Εσάς τι σας έχει μείνει από τα κάλαντα στα παιδικά σας χρόνια; Πώς θα λένε τα κάλαντα σε 20 χρόνια;