Ο Κωστής Παπαγιώργης κοιμήθηκε «τον ύπνο τον ανεξύπνητο». Το περιμέναμε, ξέραμε ότι «ο θάνατος που μας γνέφει αινιγματικά δια βίου» ήταν στην εντατική για «την μοιραία στιγμή που μας κλείνει ακαριαία τα μάτια».
Μια μέρα μετά τα γενέθλιά του, το βράδυ της 21ης Μαρτίου -ημέρα της άνοιξης και της ποίησης- έφυγε, πέθανε, εγκατέλειψε τα εγκόσμια… «Ο θάνατος έκανε τη δουλειά τέλεια, μαστορικά. Ο νεκρός δεν έχει κανένα ψεγάδι. Είναι απόλυτα νεκρός. Πού είναι άραγε τα λόγια και τα έργα του; Αυτό το απλησίαστο που δεν ησυχάζει ποτέ μέσα στον ζωντανό;»
Ο Κωστής Παπαγιώργης πέρασε, πρόωρα, στους τεθνεώτες και οι ζώντες ξέρουμε πού είναι τα έργα του: στις βιβλιοθήκες μας. Στα βιβλία που κατέγραψε τα πάθη, βουτώντας ο ίδιος σ' αυτά: για το αλκοόλ (Περί μέθης), για την ερωτική ζήλεια (Ίμερος και κλινοπάλη), για τη μεγάλη γκάμα των ανθρώπινων συναισθημάτων, από μίσος μέχρι αφοσίωση, (Μυστικά της συμπάθειας), για τα παιχνίδια που παίζει ο άνθρωπος με τις αναμνήσεις και τον χρόνο (Περί μνήμης). Αλλά και στα δοκίμιά του για τον Όμηρο, τον Ντοστογιέφσκι, τον Παπαδιαμάντη, τον Χέγκελ, γεμάτα με λεπτομέρειες που φωτίζουν με έναν άλλο τρόπο λαμπρά πνεύματα και εποχές. Είναι, ακόμη, και οι εξαιρετικές μεταφράσεις του σε εμβληματικά έργα του 20ου αιώνα.
Δεν είμαι αρμόδια να κάνω απολογισμό, πόσο μάλλον αξιολόγηση του συγγραφέα, στοχαστή, μεταφραστή, αρθρογράφου Κωστή Παπαγιώργη. Ούτε είμαι καλή σε νεκρολογίες και επικήδειους. Γράφω σαν βιβλιόφιλη που στην περίπτωση Παπαγιώργη γινόμουν βιβλιοφάγος: διάβαζα ό,τι έγραφε, ακόμη και τα εφήμερα, λόγω είδους, κείμενα σε εφημερίδες (Επενδυτής), τις βιβλιοκριτικές (Αθηνόραμα), τη στήλη του στη lifo και τα άρθρα τoυ, εδώ, στο protagon -χωρίς να εξαιρώ τα ποδοσφαιρικά του, αφού γινόταν ένα εύστοχο και βαθιά αποκαλυπτικό ανάγνωσμα, κι ας είμαι ανίδεη για το σπορ.
Αυτό, ίσως, είναι η μεγαλύτερη απόδειξη ενός δεξιοτέχνη της πένας. Ότι το «τι» γράφει μπορεί και να έρχεται σε δεύτερη μοίρα από το «πώς» το γράφει. Όταν σε ενδιαφέρουν και τα δύο, και το θέμα και ο τρόπος γραφής, έχουμε έναν ξεχωριστό συγγραφέα-φιλόσοφο-διανοητή, μια ιδιαίτερη περίπτωση στα ελληνικά γράμματα.
Αλλά ποιον δεν θα ενδιέφεραν τα θέματα που καταπιάστηκε ο Παπαγιώργης, από τα υψηλότερα του πνεύματος μέχρι τα πιο χαμηλά της ύλης, όταν αυτά αποτελούν το πρώτο και ανεξάντλητο υλικό, όχι μόνο της λογοτεχνίας ή της τέχνης γενικότερα, αλλά της ίδια της ύπαρξης (αυτής τουλάχιστον που αναρωτιέται για το νόημα της ζωής).
Ο χρόνος, ο θάνατος, ο έρωτας, τα πάθη, που μετατρέπονται σε θανάσιμα αμαρτήματα, οι αδυναμίες του ανθρώπου, η αναζήτηση του θεού, η δημιουργία… αυτά είναι για τα οποία έγραψε, έψαξε, μελαγχόλησε, μέθυσε, αγάπησε, πικράθηκε, έζησε…
Το «Ζώντες και τεθνεώτες» ήταν μια άσκηση να πενθήσει ένα αγαπημένο πρόσωπο, να αντιμετωπίσει τον θάνατο, που όπως έγραφε «είτε είναι ξένος και δεν μας αφορά, είτε είναι μέσα στο σπίτι μας και κει αρχίζουν τα δύσκολα». Για το πώς αντιμετωπίζει τον θάνατο και αν έχει νόημα να ζει κανείς αφού ξέρει το τέλος, είχε πει σε μια παλιότερη συνέντευξη στον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο: «Έχει νόημα να ζεις, γιατί ο θάνατος δεν μπαίνει μέσα στη ζωή, γι αυτό λένε χτύπα ξύλο… Η ζωή έχει τρομακτική καύλα -για όλους, για τους πάντες. Βλέπεις, άνθρωποι ανάπηροι που έχουν μείνει με το ένα δαχτυλάκι και τρώνε με το ένα δαχτυλάκι… Και δεν ζει κανείς σκεπτόμενος διαρκώς τον θάνατο, όσο φιλόσοφος κι αν είναι. Ο θάνατος είναι μια πένθιμη σκέψη που έρχεται και φεύγει -χωρίς να ορίζει τη ζωή».
Ο Κωστής πέθανε, η γυναίκα του η Ράνια, οι δικοί του άνθρωποι, έχουν να βιώσουν το πένθος τους για το αγαπημένο πρόσωπο. Ο Παπαγιώργης, για μας τους υπόλοιπους υπάρχει μέσα από τα βιβλία του, αλλά είναι μια πικρή και πρόωρη απώλεια. Θα θέλαμε να να υπήρχε συνέχεια και να θαυμάζουμε τα κείμενά του, που μας πήγαιναν από την «Ομηρική μάχη» στις κερκίδες ενός γηπέδου και από το «Γειά σου Ασημάκη» (το πορτρέτο του πρόωρα χαμένου φίλου του Χρήστου Βακαλόπουλου) στο «Λάδια-ξίδια». Θα θέλαμε κι άλλα βιβλία, κι άλλα χρόνια…
*Τα πλάγια γράμματα, στον πρόλογο, από το «Ζώντες και τεθνεώτες»
** Ολόκληρη η βιβλιογραφία Παπαγιώργη, εδώ.