Ο Νικόλας γεννήθηκε σε μια γειτονιά υπερκατοικημένη. Ήδη είχε ξεκινήσει η αναπόληση για τα περασμένα της μεγαλεία, στη μποέμικη Αθήνα του ’60, όταν πρωτοπήγε στο σχολείο. Οι ψηλές πολυκατοικίες στη γειτονιά του, «έκοβαν» τα χειμωνιάτικα ξεροβόρια. Και τα καλοκαίρια, όταν το ημιυπόγειό τους πύρωνε, γέμιζε το στόμα του παγωμένο νερό και το άδειαζε στο μαξιλάρι του προτού ξαπλώσει να δροσιστεί.
Τα χρόνια ήταν ακόμα ήσυχα και η κοινωνία ανέμελη. Ποδόσφαιρο, αμάξια, καφετέρια, βιντεοκλάμπ και βόλτες πάνω κάτω, έτσι πέρναγε η μικροαστική χαμοζωή.
Στο δημοτικό, ο Νικόλας έπιασε παρέες και ξεκινήσανε τις τσάρκες. Τα βράδια τη βγάζανε στα παγκάκια στον μεγάλο πεζόδρομο. Ή πηδούσαν στην αυλή του παλιού νεοκλασικού με τα ψηλά τα κάγκελα και αράζανε στη μεγάλη σκάλα της εισόδου. Ένα μωσαϊκό από παιδιά γηγενή, αλβανάκια, ρουμανάκια, πολωνάκια, αφρικανάκια, όλα σε μια ενιαία διαδικασία ελληνοποίησης, όλα εν τέλει ελληνάκια.
Στην εφηβεία, ο Νικόλας είδε μια ταινία με το Μπρους Λη και τρελάθηκε. Κρέμασε και ένα πόστερ στο δωμάτιό του και έψαξε και βρήκε μια ίδια κίτρινη φόρμα με τη ρίγα στο πλάι. Γράφτηκε στο καράτε και ξεκίνησε μαθήματα.
Μη φανταστείτε ότι ήτανε κανένας βίαιος τύπος. Κάθε άλλο. Του άρεσε όλη αυτή η φιλοσοφία της αυτοάμυνας. Η ήρεμη δύναμη, όπως έλεγε. Οι φίλοι του τον πειράζανε, δείξε μας καμιά λαβή ρε μαν, του έλεγαν, η κοπελιά του γατζωνότανε στο μπράτσο του, έτσι όπως είχε ρίξει και μπόι έδειχνε αγέρωχος, καθώς περπατούσε με τα φαρδιά του παντελόνια και τα τεράστια αθλητικά του μποτάκια πάνω κάτω στη συνοικία, ένας καλόκαρδος γίγαντας. Τις νύχτες έπινε τα ποτάκια του στο μπαράκι του Φώτη, που έπαιζε και χιπ χοπ κάργα, ξέρετε τα γνωστά που του αρέσανε, Πάμπλικ Ένεμυ, Ραν ΝτιΕμΣι, Μπίστι Μπόιζ, Μι εγκένστς δε γουόρλντ, εγώ ενάντια στον κόσμο, Ολ άιζ ον μι, όλα τα μάτια σε μένα, τίτλοι τόνωσης της αυτοπεποίθησης, φαντασιωνότανε ότι ήτανε ένας πολεμιστής που αγωνιζόταν για την αξιοπρέπειά του και το καλό στον κόσμο. Πώς την είχε δει έτσι; Κανείς δεν είχε καταλάβει.
Τελειώνοντας το Λύκειο ο Νικόλας έδωσε εξετάσεις και μπήκε στη σχολή της αστυνομίας. Εντάξει, πέρασε λίγο δύσκολα, κακά τα ψέματα. Δεν ήταν εύκολη υπόθεση αυτό που ήθελε να κάνει. Γιατί το γούσταρε να γίνει αστυνομικός, το ήθελε ρε παιδί μου, δεν το έκανε για δημοσιοϋπαλληλίκι, ήθελε να φοράει τη στολή και να εφαρμόζει τον νόμο. Πείτε τον αφελή, πείτε τον όπως θέλετε, αλλά να ξέρετε ότι υπάρχουν και τέτοιοι μπάτσοι, ναι.
Ο Νικόλας στη σχολή του ήτανε πρώτος. Άριστος σε όλα. Λίγο πριν την ορκωμοσία ο διοικητής της σχολής τον κάλεσε και του είπε:
-Νίκο παιδί μου, είσαι ο καλύτερος σπουδαστής στη σχολή. Αλλά η ελληνική κοινωνία δεν είναι έτοιμη για σένα. Δε μπορώ να σε αφήσω να ορκιστείς.
Ο Νικόλας έβαλε τα πράγματα στον σάκο του και έφυγε. Μπήκε στο ΚΤΕΛ και δεν κοίταξε πίσω. Στα ακουστικά του o Tupac ραπάριζε μεταθανάτια, «μερικά πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ, προσπαθείς να πάρεις ένα δρόμο διαφορετικό, αλλά πάλι βουλιάζεις στα ίδια».
Στη γειτονιά άφησε το χρόνο να περάσει. Χασομέρησε, αφέθηκε λίγο, χαλάρωσε, «πέταξε» κοιλίτσα, αυτός ο πάντα γραμμωμένος. Μια μέρα η κοπελιά του τον έβαλε κάτω και του σήκωσε φωνή να συνέλθει και να τα γράψει όλα στ’ αρχίδια του. Ο Νικόλας πήγε στο συνεργείο του φίλου του του Χρήστου. Ο Χρήστος τον συμβούλεψε να πάει σε μια σχολή ιδιωτική να μάθει παράλληλα την τέχνη. Ο Νικόλας πήγε, διάβαζε και δούλευε. Έγινε πρώτος μάστορας. Ξαναστάθηκε στα πόδια του. Τώρα δουλεύει στην Άουντι, σε ένα εξουσιοδοτημένο. Όλα τα γερμανικά αμάξια τα κάνει φύλλο και φτερό. Τον κοιτάζω που κάθεται απέναντί μου και πίνει ένα τσάι.
Έχει όλες τις εκφραστικές κινήσεις, τους χρωματισμούς στη φωνή, μιλάει με τους ιδιωματισμούς που χρησιμοποιούμε όλοι.
-Και με την ιθαγένεια; τον ρωτάω.
-Πιστεύω να λυθεί το θέμα όπου να 'ναι.
Χαμογελάει. Τον φαντάζομαι πώς θα ήταν ως αστυνομικός της γειτονιάς. Ο πρώτος μαύρος μπάτσος της χώρας. Στα ηχεία του καφέ μπαρ που καθόμαστε ακούγεται το changes, με τον Τουπάκ.
-Ωραίο κομμάτι, μου λέει.
-Πραγματικά, του απαντώ.
Χτυπάει τα δάχτυλά του ρυθμικά στο τραπέζι ενώ κοιτάζω έξω τους διαβάτες στον δρόμο.
*Ο Νίκος Ορφανός είναι βουλευτής στη Β Πειραιά με το Ποτάμι.