Τις μέρες αυτές ο νους μου ξεστρατίζει ολοένα και πιο συχνά στα ταξίδια μας.
Στις βραδινές τσάρκες στο Μαραί, στις ποδηλατάδες στην ηλιόλουστη Κοπεγχάγη, στο φλωρεντίνικο gelato την ώρα που σουρούπωνε πάνω απ’ τον Άρνο και στις ξέφρενες νύχτες του τόσο αγαπησιάρικου Βερολίνου.
Για τα ταξίδια αυτά, δέκα-δεκαπέντε μέρες συνολικά σε μια-δυο δόσεις, δουλεύαμε όλο τον χρόνο σαν τα σκυλιά κι εγώ και το Κουτάβι. Ήταν η μοναδική μας πολυτέλεια, το μόνο λούσο που λαχταρούσε η ψυχή μας: δυο βδομάδες ανεμελιάς και τρυφηλότητας, όπου παριστάναμε πως καμιά έγνοια δεν μας κρατούσε αλυσοδεμένους απ’ το ποδάρι, και ροβολάγαμε στις ευρωπαϊκές μητροπόλεις με την αχορτασιά του μικρού παιδιού που δεν πεταρίζει τα βλέφαρα, μην τυχόν και ξεφύγει έστω κι ένα ψήγμα ζωής απ’ τα γουρλωμένα του μάτια.
Είναι συμπυκνωμένος χρόνος κι απόλαυση τα ταξίδια. Βασιλικός πολτός από το μέλι της ζωής. Μες σε δυο-τρεις μέρες, που στο πλαίσιο της καθημερινότητας και των υποχρεώσεων που επανέρχονται μονότονα σαν τον χτύπο του μετρονόμου κυλούν σε μια στιγμή, μπορούν να χωρέσουν αισθήσεις και μνήμες που θα τροφοδοτούν την καρδιά για μήνες και για χρόνια, όμοια με τις πιο πετυχημένες φωτογραφίες, που αποτυπώνουν σ’ ένα κλάσμα του δευτερολέπτου πραγματικότητες δεκαετιών, κι αισθήματα που απλώνονται απ’ το λησμονημένο παρελθόν ίσαμε τ’ όνειρο του μέλλοντος.
Τι αποκομίζαμε από τις αποδράσεις μας εκείνες; Ξεκούραση σαφώς, λίγα εικοσιτετράωρα χωρίς την έγνοια του κινητού που θα χτυπήσει με καινούργιο όρντινο και του γκαστρωμένου φακέλου με τους δυο απλήρωτους λογαριασμούς που φρακάρει στη χαραμάδα της πόρτας. Κι ομορφιά, ποικίλη κι ατέλειωτη ομορφιά, απ’ αυτήν που η δύστηνη χώρα μας στερήθηκε εξαιτίας τραγικών ιστορικών συγκυριών και της αήθειας πολιτικών που, με μόνο γνώμονα το κέρδος, και δίχως να υποψιάζονται πόσο ευεργετεί κι ανυψώνει η ωραιότητα την ψυχή του ανθρώπου, άφησαν τα ιστορικά κέντρα των μεγαλουπόλεων της Ελλάδας να ρημάξουν, έτσι που αντί για δρόμους γεμάτους νεοκλασικά και δεντροστοιχίες, πάρκα και μονοκατοικίες με αυλές, οι πόλεις μας γέμισαν με αγέλες από τσιμεντένιους κοπρίτες.
Κι όταν γυρνούσαμε, οι μπαταρίες μας ήταν γεμάτες, και μας κρατούσαν για όλη την υπόλοιπη χρονιά, μιας και σε κάθε στραβή, σε κάθε ζόρι, ο νους ανέτρεχε αυτομάτως σε μιαν απ’ τις μυριάδες στιγμές-καλλονές των ταξιδιών μας, φέρνοντάς τες στο φως σαν μικροσκοπικά μα ανεκτίμητα πετράδια.
Στα ταξίδια μας αυτά, συχνά-πυκνά τρακάραμε πατριωτάκια μας ξενιτεμένα, είτε προσωρινά είτε μόνιμα. Κι ομολογώ ότι κάθε φορά, σε αντίθεση με τους ντόπιους που ήταν συνηθισμένοι στ’ όνειρο που τους περιέβαλλε, τους Έλληνες αυτούς που είχαν το σθένος και την τόλμη να αναμετρηθούν με αγορές εργασίας πολύ πιο γόνιμες μα και πιο απαιτητικές, με δαπάνες ζωής ασύλληπτες, καθώς και με τον νόστο που επιστρέφει κάθε τόσο ύπουλα σαν έρπης ψυχικός, τους θαύμαζα μ’ όλη μου την καρδιά και τους ζήλευα άδολα και σφόδρα, αναρωτώμενος κατά πόσον θα είχα κι εγώ ποτέ τον τσαμπουκά και το κουράγιο ν’ αφήσω τις δεκάδες βολές κι ασφάλειες και ν’ αποζητήσω μια καλύτερη, πιο πλούσια ζωή, σε χώρες και σε πόλεις που παρέμεναν άπιαστο όνειρο, ή τόποι φευγαλέας διαμονής. Αν θα ’χα ποτέ το θάρρος να κάνω την κλεφτή εισπνοή βαθιά ανάσα.
Μα ήταν δύσκολο για χίλιους δυο λόγους. Κι εγώ και το Κουτάβι ήμασταν δεμένοι όχι μονάχα με τις δουλειές μας, μα και με αγαπημένους ανθρώπους που δεν αντέχαμε ν’ αποχωριστούμε. Και μας έδενε ακόμα κι ο ελληνικός τρόπος ζωής, με τις βιασύνες του και τις τσαπατσουλιές του, με τη γλυκιά του ραστώνη και την αναίτια αισιοδοξία που γεννιέται από το τόσο φως που λουζόμαστε, εμείς τα χαϊδεμένα του ήλιου και της θάλασσας. Πέρα απ’ τη γλώσσα του νου και της ψυχής, πέρα απ’ τους φίλους και το σπιτικό μας, πώς ν’ αφήναμε τον τόπο όπου στις δύο το βράδυ μπορείς να βγεις για τσιγάρα, σουβλάκια και μπίρες και να βρεθείς μες σ’ ένα βουερό λεφούσι που σου ζεσταίνει το φυλλοκάρδι; Πώς ν’ αποχωριστείς το βαπόρι που σε λίγες ώρες σε ξαμολάει στα νησιά όπου μετρήσαμε τόσα και τόσα καλοκαίρια μας; Έτσι, κάθε φορά που η ιδέα μιας οριστικής φυγής ξεμύτιζε απ’ το ντουλάπι με τα απωθημένα και τα τρελά όνειρα, η αντίδρασή μας ήταν σαν την επωδό της "Μπαλάντας του Ούρι": Ουρανέ, όχι, δεν θα πω το ναι.
Βέβαια, έκτοτε τα πράγματα χειροτερέψαν τρομερά. Με την πολυετή ασθένεια του καπιταλισμού και το χάος των συμπτωμάτων του ανά τον κόσμο, η ελληνική πραγματικότητα έγινε δυσβάσταχτη και ζοφερή. Και κάθε τόσο, κάποια καινούρια ασχημοσύνη, αθλιότητα ή απειλή βαραίνει την καρδιά ανυπόφορα, και καθιστά το παλιό όνειρο μιας φυγής στην ομορφιά απείρως δελεαστικό.
Ωστόσο, ξέρω πως μια μετανάστευση, ακόμα κι αν διαθέταμε τα εχέγγυα που απαιτεί -από τυπικά προσόντα μέχρι την πυγμή μιας επιβίωσης σε ακόμα πιο σκληρές συνθήκες- δεν είναι διόλου απλή υπόθεση. Κι όχι μονάχα για τις πλείστες πρακτικές της δυσκολίες, μα κι επειδή σημαίνει ξεριζωμό απ’ τον τόπο μας.
Κι όχι μονάχα για τις πλείστες πρακτικές της δυσκολίες, μα κι επειδή σημαίνει ξεριζωμό απ’ τον τόπο μας, απ’ τη γειτονιά μας, απ’ το μικρό, ταλαίπωρο, ενοικιαζόμενο βασίλειό μας.
Και δεν ξέρω αν φταίει που, ως Σαλονικιός, στην Αθήνα ένιωθα ανέκαθεν κι ακόμα νιώθω ισόβιος τουρίστας, αλλά την αγαπώ βαθιά τη σακατεμένη τούτη πόλη, και είμαι συνειδητά κι επιλεκτικά τυφλός στις ασχήμιες της όπως είναι όποιος αγαπά στις ατέλειες του αγαπημένου. Τα Εξάρχεια, που πριν δέκα χρόνια με υιοθέτησαν, είναι κομμάτι μου όσο κι εγώ δικό τους. Και την ίδια στιγμή που ένα κύμα απόγνωσης μπρος στον Γολγοθά του βιοπορισμού με κάνει να θέλω να τα βροντήξω, να σηκωθώ να φύγω και να ρίξω μαύρη πέτρα πίσω μου, το κομμάτι αυτό επαναστατεί, και μου δηλώνει απερίφραστα πως δεν σκοπεύει να αποκοπεί από τον ζωτικό του ιστό μόνο και μόνον επειδή οι αντιξοότητες της επιβίωσης και τα τομάρια που λυμαίνονται την πολιτική σκηνή της χώρας μου γεννούν κύματα απελπισίας. Αν είναι να κάνεις θυσίες, καν’ τες εδώ, μου λέει.
Κι έχει δίκιο το υιοθετημένο, Εξαρχειώτικο μισό μου: ιδανική φυγή δεν υπάρχει, παρεκτός στα ταξίδια και στα όνειρα. Και η ομορφιά έχει την τάση να επιβιώνει και υπό τις πλέον αδιανόητες συνθήκες, σαν αγριολούλουδο σε χέρσα γη καμένη, που άλλοτε το λένε Αδριανού κι άλλοτε πλατεία Αγίας Ειρήνης, Αιόλου κι Αθηνάς, Φωκίωνος και δασωμένα μπαλκόνια στα δροσερά Βριλήσσια με φίλους-αδέρφια.
Κι έτσι -επειδή πώς να δεχτώ άλλης αγκαλιάς τη στοργή;- κάθομαι. Και το παλεύω. Γεμίζουν και με τον αγώνα οι μπαταρίες.