Είχα καιρό να γράψω εδώ στο protagon, σόρι, αλλά είχα αντικειμενικές δυσκολίες, είχα ντράβαλα, μετακόμισα.
Οι μετακομίσεις, το έχω γράψει ξανά, για όποιο λόγο κι αν γίνονται, καλό ή κακό, έχουν μέσα τους κάτι μαγικό: Μέσα σε αυτά τα χαρτοκιβώτια που είναι δεμένα με μονωτικές ταινίες, μέσα σε αυτές τις παραγεμισμένες κούτες που δανείστηκες από έναν φίλο, μέσα στις πάσης φύσεως σακούλες και τα σφραγισμένα κιβώτια, έχουν αποτυπωθεί οι ζωές μας, τις σέρνουν μαζί τους. Έτσι κι αλλιώς, οι μετακομίσεις κλείνουν κύκλους και ανοίγουν άλλους, νέους.
Την προηγούμενη φορά που μετακόμισα, έκλεινε ένας κύκλος στη ζωή μου και άνοιγε ένας νέος. Ο οποίος και αυτός έκλεισε – και προχωράμε. Βασικά, προχωράμε στα σκοτάδια, αφού εκεί στη Δ.Ε.Η. «το σύστημα δεν λειτουργεί και έτσι δεν μπορούν να γίνουν νέες συνδέσεις». Δηλαδή, πάλι καλά που είμαι εργένης, πάλι καλά που δεν είμαι άρρωστος που χρήζει μηχανικής υποστήριξης, πάλι καλά που δεν έχω μωρό, πάλι καλά να λες.
Πέραν, βέβαια, της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού, έτσι κι αλλιώς, σε κάθε νέο σπίτι, πάλι στα σκοτάδια πορεύεσαι, δεν ξέρει πού πάνε τα τέσσερα. Με κεράκια και δανεισμένο ρεύμα από τον καλό γείτονα, ίσα-ίσα να γράψεις κάνα κείμενο, ενώ το προικώο σου είναι στο πάτωμα υπερκείμενο. Κοιτάζω τους τοίχους, τα έπιπλα, τα καλώδια που περιμένουν τα φώτα που θα βάλω όποτε πάρω ρεύμα, το άδειο μπουκάλι μπύρας Κάιζερ, το λευκό πάπλωμα που σκεπάζει τις προσδοκίες για το παρακάτω της ζωής μου, έξω από κούτες. Εντάξει, δεν τρελαίνομαι, άλλοι φεύγουν και πάνε στην Αμερική να βρουν την τύχη τους.
Κοιτάζω τη ζωή μου στις κούτες και σκέφτομαι τα όσα πέρασαν, τα όσα με έφεραν μέχρι εδώ, το σταματάω – ξεκόλλα, Σπυράκο – καιρός για το παρακάτω. Εδώ μέσα θα μπουν άνθρωποι και θα βάλουν σα σίφουνες τη δική τους αίσθηση, τη δική τους συναίσθηση, κομμάτια από τη δική τους ζωή, να ενώσουμε τα κομμάτια, να ζήσουμε στιγμές που δεν θα επαναληφθούν, αλλά, έτσι κι αλλιώς, μοναδικές θα είναι και πάλι. Εδώ μέσα, στα πατώματα, στους τοίχους και στα ταβάνια, κόντρα στο άψυχο, θα κυλάνε γέλια, «αχ», χροιές από φωνές μοναδικές, θα βαράνε μουσικές άγνωστες, ανεξερεύνητες, με λίγα views στο youtube.
Εδώ θα σκάνε τηλεφωνήματα τα ξημερώματα, εδώ θα αστράφτουν οθόνες κινητών με μηνύματα που άλλοτε θα πουν τα πάντα κι άλλοτε, τελικά, δεν θα πουν και τίποτε. Και αυτό το σπίτι, όχι επειδή είναι δικό μου, όλα τα σπίτια, κάθε σπίτι, είναι άλλο ένα ορόσημο στις ζωές μας, ένας μικρούλης φάρος για τις τρικυμίες της ζήσης ή για τα ήσυχα νερά που συνεχίζεις το κουπί – κι όπου βγάλει. Άλλωστε, πώς να κόψεις αζιμούθιο στο απρόβλεπτο;
Είμαι πολύ κουρασμένος, το σώμα μου πονάει, κάθομαι στον καναπέ κι ανάβω τσιγάρο, από δω πάνω βλέπω την Αθήνα, αυτή την ώρα πόσοι μπορεί να ερωτεύονται με μια ματιά, πόσοι ταυτόχρονα χωρίζουν, ανάβω τσιγάρο, η πόλη άναψε τα φώτα της, το σαλόνι μου είναι σαν αγορά του Αλ Χαλίλι, όλα σκόρπια, όλη η αλήθεια της ζωής μου χυμένη στο πάτωμα. Με τη διαφορά ότι την πραμάτεια μου αυτή δεν πουλάω σε κανέναν, αλλά, αν το νιώσω, τη χαρίζω, χωρίς αντάλλαγμα.
Συγχωρήστε μου την επανάληψη, το είπα και στην αρχή: Οι μετακομίσεις, έχουν μέσα τους κάτι μαγικό. Δεν συνοδεύουν μόνο την αλλαγή στη ζωή σου, σε κάνουν να σκέφτεσαι περισσότερο, σαν κάθε σεβάσμιος κύκλος που κλείνει – κι έχει δωράκι και από έναν απολογισμό.
Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές με δανεικό ρεύμα, μπορεί η ζωή μου να είναι ακόμη σε κούτες, αλλά πιθανώς εκείνη αποφάσισε, από μόνη της, ότι ήρθε η ώρα να σπάσει τα περιχαρακωμένα, η ζωή μου μόνη της αποφάσισε να βγει απ’ τα κουτάκια της, μάλλον είδε το αληθινό φως, όχι αυτό της Δ.Ε.Η. και είπε να βγει…