| Menelaos Myrillas / SOOC
Απόψεις

Η μυρουδιά τους με κάνει…

Στο θερινό σινεμά σε σφίγγει η ηλικία σου. Είναι και το τραγούδι του Λουκιανού που λάβαμε σε υπερδοσολογία, για τ' αγιόκλημα, τα γιασεμιά και τα καλύτερά μας χρόνια που φεύγουν. Παράτα με! Αλλά υπάρχει και μια άλλη μυρουδιά. Και τελικά ο Λουκιανός είχε ένα δίκιο. Φεύγουν, δεν έφυγαν!
Ρέα Βιτάλη

«Ενα περίεργο πράγμα… Στο καλοκαιρινό σινεμά με σφίγγει, με πονάει η ηλικία μου». Αυτό, του το ψιθύρισα εγώ κι αυτό είναι το περίεργο. Αφού θεωρώ, ότι τα ηλικιακά δεν με τρομάζουν και μάλιστα διατυμπανίζω την ηλικία μου αναγράφοντας την ως πρώτη πρώτη πληροφορία, ακόμα και στο ιδιόρρυθμο βιογραφικό μου «Γεννηθείσα το 1961. Είναι και μπόλικα τα χρόνια. Τι να πρωτοσημειώσεις. Είχε σταθμούς, αφίξεις, αναχωρήσεις… Οι τελευταίες πονάνε. Είχε έρωτες βαρβάτους και ανεμοέρωτες…» …Και καταλήγω: «Τι να λέμε; Πλήρης ζωής. Πλήρης; Αστειεύομαι. Χωράω ζωή ακόμα». Άρα, σε γενικές γραμμές μπορείτε να συμπεράνετε, ότι μετράω «ζωή» και όχι χρόνια.

Τι συμβαίνει λοιπόν και για δεύτερη φορά -δεύτερη φορά που απολαμβάνω θερινό σινεμά φέτος- με βουτάει από το πουθενά μελαγχολία και τραβάω μια ξαφνική ψυχολογική κατηφόρα;

Ηταν εκείνα τα κορίτσια που πέρασαν δίπλα μας. Πρώτα άκουσα τα βήματά τους στα χαλίκια, έτσι όπως τρίβονταν η περπατησιά τους. Μετά το γέλιο τους, όμορφες, τι όμορφες! Ένα γέλιο, ολίγον από αμηχανία, μια γλυκο-θρασεία ντροπαλοσύνη. Κοίταξαν περισκοπικά, γελώντας πάντα, πού να καθίσουν, ψάχνοντας και μη ψάχνοντας, ξυστά πέρασε το βλέμμα τους ένα αγόρι και ξαναγέλασαν και μετά τίναξαν τα μαλλιά τους, τα φρεσκολουσμένα μετά από θάλασσα και η επιδερμίδα τους σφικτή, γερή, γυαλιστερή και από τον ήλιο όμορφα χρωματισμένη και ένα άρωμα, απολύτως άγνωστό μου άρωμα -το άρωμά τους, έφτασε στη μύτη μου. Αυτό ήταν. Μια μυρουδιά μπορεί να σου ξετινάξει τα μέσα σου… Αλλά κοίτα πώς γίνεται εδώ; Πρώτη φορά διαπίστωσα, ότι και μια μυρουδιά που δεν αναγνωρίζεις, μπορεί να σε στείλει ακόμα χειρότερα!

Οι του «τότε», υμνήσαμε πολύ τη μυρουδιά από το αγιόκλημα και τα γιασεμιά. Ήταν κι εκείνο το τραγούδι του Λουκιανού Κηλαηδόνη που το λάβαμε σε τέτοια υπερδοσολογία, που σχεδόν μου εμφάνισε αλλεργία. Γιατί το τραγουδάνε άνθρωποι με νοσταλγικά χαμηλωμένα μάτια, λες και κλαίνε επάνω του όσα δεν έζησαν, όσα δεν τόλμησαν, όσα απομάκρυναν, ενώ εγώ πετάω για όσα έζησα και ζω και θα ζω, όσο ζω.

Ναι, μπορώ να το σιγοτραγουδώ αντανακλαστικά αλλά κυρίως νοιώθω ότι βαριέμαι αφόρητα αυτό το μνημόσυνο, για τα καλύτερά μας χρόνια που έφυγαν… Παράτα με! Δεν ήταν λοιπόν η μυρουδιά από το αγιόκλημα και τα γιασεμιά και μια νοσταλγία ενός «κάποτε» που με μελαγχόλησε. Είναι ότι είχα καταχωρήσει δικό μου μείγμα-δείγμα στην όσφρηση της ψυχομνήμης και με πρόδωσε. Αγιόκλημα-γιασεμί αλλά μαζί και με κάτι, πιο πολύ! Μια ανδρική Aramis ενός ωραίου, μια γυναικεία «Fidji» μιας ωραίας στην αγκαλιά του.

Στο σινεμά «Ακτή», που ήταν «μεγάλη έξοδος» ένα «κάποτε»! Εκείνος με την Aramis ή την Eau Sauvage ή την Old Spice και εκείνη με την Fidji ή την Anais anais ή την Diorella ή την Chanel 19…

Ελεγαν, ότι πάνε σινεμά για να δούνε έργο. Μα έχασαν τόσες και τόσες σκηνές στα φιλιά, στα χάδια, στα χέρια που αναδεύονταν κάτω από μακό που ξεχείλωναν. Αμφιβάλω αν η γενιά μου είδε ολόκληρο έργο… Χάσαμε έργα; Κερδίσαμε; Ποιος στη ζωή μετράει εύκολα κέρδη και ζημίες;

Δεν φεύγουν, αγαπημένοι μου, τα καλύτερα μας χρόνια. Αυτό που με καίει είναι, ότι όντως, κάποιος μας τα παίρνει βιαστικά. Πολύ βιαστικά (να φανταστείτε, κοιτάζοντας εκείνα τα κορίτσια, σε δευτερόλεπτα του δευτερολέπτου, πέρασε από τη σκέψη μου ότι μπορεί να αναγνωρίσω κάποια φίλη μου).

Υ.Γ.: Κι ενώ τελείωνα το κείμενο, μελέτησα πρώτη φορά με επιμέλεια, τον στίχο. «Φεύγουν τα καλύτερά μας χρόνια» λέει ο Λουκιανός. Φεύγουν, όχι έφυγαν. Ένας μαγικά σκαμπρόζικος, ένας ευφυέστατος ενεστώτας διαρκείας. Ένα συνεχές «τώρα», που χαρακτηρίζει ως «τα καλύτερα μας χρόνια», τα κάθε φορά τώρα-τώρα. Δηλαδή με τον Λουκιανό λέγαμε το ίδιο πράγμα; Άντε μωρέ!