Με το που θα φθάσεις στην Καντόνα, το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνεις είναι να βρεις, πίσω από το παραβάν του, τον πιο γέρο, τυφλό κινέζο χειρομάντη, και αφού του απλώσεις το χέρι σου και τον αφήσεις να σου διαβάσει το μέλλον, να τον πιστέψεις.
«Θα γεννήσεις ένα όμορφο ιδιοφυές κορίτσι και καθώς θα τη βλέπεις να μεγαλώνει και να γίνεται μια σπάνια γυναίκα, η ζήλια σου θα μεγαλώνει όλο και πιο πολύ».
Τελικά, στα 41 μου έκανα, χάρη στην πολύτιμη βοήθεια της τέως υστερικής πρώτης συζύγου μου, έναν συμπαθητικά μέτριο γιο (έτσι τον αποκαλείς μόνο αν είσαι συμπαθητική γκόμενα), που αν και το σχήμα του κεφαλιού του είναι ακριβώς ίδιο με το κεφάλι του Αϊνστάιν -στρογγυλό μπροστά και τραβηχτό προς τα πάνω και πίσω- δυστυχώς δεν έμοιασε καθόλου στον ομοκέφαλό του, και υπήρξε σε όλα του μια εντιμότατη μετριότητα, χωρίς ευτυχώς να χρειαστεί να επαναλάβει κάποια τάξη.
Που εξαφανίσθηκε εκείνο το όμορφο και ιδιοφυές κορίτσι που μου υποσχέθηκε ο γέρος;
«Θα συναντήσεις τη γυναίκα της ιστορίας σου ντάλα μεσημέρι μέσα στην κίνηση του δρόμου, κάτω από μια πόλη που θα βράζει. Θα ξεκινήσετε με ένα μαρτίνι, θα συνεχίσετε με ένα κλασικό φιλμ νουάρ, θα προχωρήσετε ρουφώντας ολοζώντανους αχινούς και θα καταλήξετε σε ένα μαρμάρινο πεζούλι για ανεμπόδιστο ουρανό».
Τελικά, στα 37 μου έκανα την γνωριμία της πρώτης τέως συζύγου μου, καλοκαίρι σε νησί για σεξ, από γύρω μας πίσσα το σκοτάδι, τύφλα εγώ στα ούζα, τύφλα αυτή από μόνη της, και όσο και να τραβήξεις από τα μαλλιά την ιστορία, ή τη σύζυγο, δεν λες νουάρ κλασσικό κάτι που τελειώνει με μια διατροφή σε διαταγή αυτής και του μετρίου παιδιού-εφήβου-και τελικά ενήλικα γιου μας. Και ύστερα ξανά στα 45, ήρθε και με βρήκε η γνωριμία της δεύτερης τέως συζύγου μου, απόγευμα που έριχνε ο θεός καρέκλες και πολυθρόνες, και έτσι όπως στοιβαχθήκαμε σε μια αίθουσα συσκέψεων, μου είπε κουρασμένη «κερνάω ποτάκι», και μετά την κέρασα άπειρα κρασιά και με κέρασε την ίδια βροχερή μέρα άφθονο σεξ, και 5 χρόνια αργότερα ξαναβγάλαμε τα μάτια μας, πρώτα σε σύμβουλο γάμου και ύστερα στο δικαστή του συναινετικού μας διαζυγίου. Στο πουθενά και εκείνα τα έρημα τα μαρμάρινα πεζούλια και τα φιλμ νουάρ, και οι αχινοί…και ούτε καν ένα ποτήρι μαρτίνι δεν ήπια ή δεν κέρασα.
«Θα μείνεις άφωνος και εξαρτημένος»
Είμαι ένας χειραφετημένος ελεύθερος άντρας που έχω εμπεδώσει για τα καλά το σεξ και τις γυναίκες του και τους γάμους και τη ζωή, και έχω αναπτύξει μια μυστηριώδη αισθητική πάνω και γύρω από τη ζωή, τους ανθρώπους και τα πράγματα. Όταν έφθασα στην Καντόνα ήμουν 30, όταν έδωσα το χέρι μου στην τρύπα του παραβάν ήμουν πολύ νέος για να πιστέψω τις προφητείες ενός πολύ γέρου, που δεν έβλεπε παρά το σκοτάδι, δεν μιλούσε τη γλώσσα μου και τον πλήρωνα για να μου διηγηθεί σε ακαταλαβίστικες λέξεις την ιστορία του μέλλοντός μου.
Μα τελευταία ολοένα και περισσότερο κάτι μεσημέρια με κρύο και βροχή, εκεί που πέφτω ξερός στο κρεβάτι μου, με πιάνω να λαχταράω ολοένα και πιο πολύ να παίζω το παιχνίδι της προφητείας. Και καθώς κλείνω τα μάτια, και μετρώ 20 πρόβατα, στο 21ο γεννάω, λέει, από το κεφάλι μου ένα όμορφο και ευφυές κορίτσι, το βλέπω μες τα αίματα της γέννας, και μετά το χαίρομαι άσπρο-άσπρο και χαμογελαστό, και καθώς μεγαλώνει, ο διεστραμμένος, εκμεταλλεύομαι την ομορφιά και το μυαλό της και τα λευκά της πόδια, και έτσι εκεί, μες τον ύπνο μου ο χρόνος μου, που ολοένα λιγοστεύει, ηττάται ενάντια σ’ εκείνον τον χρόνο που μου χαρίζεται απλόχερα. Και καθώς το κορίτσι γίνεται γυναίκα, η ζήλια μου γίνεται όλο και πιο εμφανής, σαν μια μικρή ψύχωση και μετά αποκτώ ένα ρήγμα. Και ύστερα, η γυναίκα-κορίτσι, ξαναβγαίνει από το ρήγμα μου, και έρχεται πάλι κοντά μου. Καταμεσήμερο, σε μια πόλη που βράζει, με έναν ήλιο να καίει, πέφτει πάνω μου καταϊδρωμένη και ελκυστική μες το λευκό πουκάμισό της με τα μαζεμένα μανίκια «Ζαλίστηκα από τούτο τον ήλιο και δεν σας πρόσεξα», «κάνει αφόρητη ζέστη» λέω, ενώ ακούγεται το υπέροχο τραγούδι των Bloodhound Band, εδώ ολοζώντανα μες τη μέση του δρόμου, να λέει: "Εγώ κι εσύ, μωρό μου, δεν είμαστε παρά θηλαστικά/ ας το κάνουμε λοιπόν όπως το κάνουν στο Discovery Channel", είναι ωμό το τραγούδι και μου αρέσει η ωμότητα και καθώς κοιτώ τη γυναίκα της ιστορίας την καλώ «πίνουμε κάτι να δροσιστούμε;», «μόνο αν είναι μαρτίνι» και ύστερα ρουφά μια γουλιά και γελά, και ύστερα κατεβάζω όλο το ποτήρι και αφήνω την ελιά, «παίζει το Ραντεβού στο Παρίσι στην Αθηναία, κακή μετάφραση του πρωτότυπου τίτλου, μα τόσο ωραία νουάρ ταινία» και ο αέρας γύρω μου μυρίζει ξαφνικά γιασεμί και τριαντάφυλλο «σου ανοίγω έναν αχινό, σε ανοίγω σαν αχινό, έχει αγκάθια, πρόσεξε θα τρυπηθείς, έχω αγκάθια, πρόσεξε θα σε τρυπήσω, έχεις αγκάθια, τρύπα με να πάρω αέρα, ρούφα ότι βρεις μέσα του, ρουφάω ότι βρω μέσα σου», «πάμε μια βόλτα» λέει και με τραβά από το χέρι, ανεβαίνουμε όλα τα πλακόστρωτα του κόσμου, και με πλάτη την Ακρόπολη κοιτούμε την πόλη… Δεν βράζει πια, είναι δροσερή σαν τούτη την ύπαρξη γύρω μου, η πόλη απλώνεται σχεδόν μια σταλιά στα πόδια τούτου του κοριτσιού, όπως αυτό ξεδιπλώνεται και απλώνεται μπρος μου «κοίτα τον ουρανό», κοιτάω τον ουρανό και από τούτο το μαρμάρινο πεζούλι αναπτύσσεται τόσο ανεμπόδιστα αυτός ο ουρανός.
Είμαι ένας χειραφετημένος ελεύθερος άντρας που έχω εμπεδώσει για τα καλά το σεξ και έχω αναπτύξει μια μυστηριώδη αισθητική στη ζωή και τα πράγματα. Ποιον κοροϊδεύω; Είμαι ένας άφωνος άνδρας που τρέχω να ξεφύγω από έναν ταύρο, σκαρφαλώνω σε ένα δέντρο, κι ο ταύρος με κοιτάζει από κάτω και σκέφτεται: "Είστε το γεύμα μου, κύριε". Βάλε όπου ταύρος τον χρόνο μου που φθίνει αντιστρόφως ανάλογα απ’ τις επιθυμίες μου.
Είμαι η φωνή ενός άνδρα που την απευθύνει στο συνομιλητή εαυτό του, που αντιπροσωπεύει τη συναισθηματική αταραξία του. Αυτή η ανάγκη. Αυτός ο παραλογισμός. Θα σταματήσει άραγε ποτέ; Ύστερα από λίγη ώρα, δεν ξέρω πια καν τι είναι αυτό που θέλω τόσο απελπισμένα. Θέλω χρόνο, θέλω χώρο, θέλω ανθρώπους, δεν θέλω ανθρώπους, θέλω να μείνω, θέλω να μείνω καλά, θέλω να μην πάθω κακό…χάνω τις ελευθερίες μου. Και ο χρόνος μου λιγοστεύει και όλα με πιέζουν και ενώ ασφυκτιώ, γυρνώ στο Ραντεβού στο Παρίσι και συναντώ τον όμορφο εαυτό μου και τον κερνώ ένα μαρτίνι και τον πάω μια βραδινή βόλτα και κοιτώ μετά από καιρό τον ουρανό καθώς γερνάω…
Μην πας, τι; Μη πας. Μα πρέπει. Πρέπει να πάω, δεν έχω χρόνο. Μην πας, κάποιος πρέπει να είναι μαζί μου όταν φθάσω. Μην πας. Είμαι τρομοκρατημένος. Πηγαίνω. Σκέψου το. Σκέψου. Μην πας. Γιατί έτσι και πας… Γερνάω. Γιατί έτσι και πας… Νεκρώνομαι… Γιατί έτσι και πας… Είμαι απελπισμένος… Γιατί έτσι και πας… Σέρνομαι… Γιατί έτσι και πας…γιατί έτσι και πάω… χάθηκα, όπως θα έλεγε και ο Ροθ.
Υγ 1. Κοινώς για να παραφράσουμε την Καντόνα με τα τα λόγια του Ερίκ Καντονά: "Αντί να βγεις στους δρόμους και να διανύσεις χιλιόμετρα (για να διαμαρτυρηθείς που μεγαλώνεις), πήγαινε στην τράπεζα του εγκεφάλου σου και απόσυρε όλες τις καταθέσεις σου" και ύστερα γλέντα ψυχικά σα να μην υπάρχει το αύριο που ολοένα έρχεται και πιο κοντά και από τουρίστα σε κάνει αιχμάλωτό του…
Υγ. 2. Η γυναίκα της ιστορίας είναι η νεανική ψυχή του άνδρα της.