Αν ως απαισιοδοξία ορίσουμε τον φόβο πως ό,τι μπορεί να πάει στραβά θα πάει στραβά, τότε μπορεί κανείς να πει, δίχως ίχνος υπερβολής, πως η γενιά μας γαλουχήθηκε με απαισιοδοξία.
Η εμφάνιση και η ραγδαία εξάπλωση του AIDS μας έμαθε ότι ο έρωτας μπορεί να σκοτώσει. Η καταστροφή του Challenger μας έμαθε ότι οι ωραίες περιπέτειες δεν έχουν πάντα αίσιο τέλος. Ο όλεθρος του Τσερνόμπιλ, ότι τα έργα του ανθρώπου μπορούν να τον καταστρέψουν. Η όξινη βροχή, η τρύπα του όζοντος και το global warming πως ακόμα κι ο πλανήτης που μας γέννησε δεν είναι άτρωτος, κι ότι ίσως η καταστροφή που έχει υποστεί να είναι ήδη τόσο εκτεταμένη ώστε τίποτε να μην μπορεί πλέον να αναχαιτίσει τον αργό μα αναπόφευκτο θάνατό του. Τέλος, με την κατάρρευση των σοσιαλιστικών καθεστώτων – έστω κι αν αυτή ταυτίστηκε με την ελευθερία που σήμανε η πτώση του Τείχους του Βερολίνου, και η σταδιακή αποτίναξη λαών από τυραννικούς ζυγούς με σοσιαλιστικό μανδύα – μάθαμε ότι ακόμα και το αντίπαλο δέος του δυτικού ιμπεριαλισμού, η εφαρμογή μιας ιδεολογίας βαθιά ανθρωπιστικής και η δημιουργία ενός κόσμου βασισμένου στην ισότητα, υπήρξαν μάταιες ελπίδες μπρος στην παντοδύναμη φθορά (και διαφθορά) της ιστορίας και του καπιταλισμού (ιδιωτικού ή κρατικού, για το θύμα δεν έχει διαφορά).
Μπορεί να μην ζήσαμε πολέμους και να μη γνωρίσαμε τον φόβο και την ανελευθερία της Κατοχής ή της χούντας, μα είμαστε τα παιδιά που πρώτα έμαθαν ότι μπορεί να πεθάνουν αν δεν χρησιμοποιήσουν προφυλακτικό στο σεξ, και μετά σε τι συνίσταται το σεξ. Που για μήνες δεν έτρωγαν λαχανικά εξαιτίας του μπαμπούλα της ραδιενέργειας, που απειλήθηκαν από ανίδεους γονείς ή δασκάλους ότι ‘το κομπιούτερ σε αποβλακώνει’, που τρομοκρατήθηκαν στο να διαλέξουν απ’ τα δεκαπέντε τους την σταδιοδρομία που θα γινόταν συνώνυμο της ζωής τους και μέτρο της επιτυχίας τους, που ευτύχησαν μεν να λάβουν τα αγαθά της προόδου, αλλά μαζί τους έλαβαν κι όλη τη σαβούρα του παρελθόντος – είτε ως κομματικό φανατισμό (στον οποίο πολλοί έμειναν ισοβίως καθηλωμένοι), είτε ως καταναγκαστική πίστη σε αθάνατα ιδεώδη, όπως αυτό της οικογένειας (και δη της ελληνικής, μ’ όλο το συντηρητισμό και την πολύμορφη αρρώστια – πανικός γάμου και αναπαραγωγής, αδιαμφισβήτητη πίστη στον γονέα-θεό, μηδενική ανοχή στη διαφορετικότητα και την απόκλιση απ’ τους ιερούς κανόνες περί κακών συναναστροφών κι ερωτικών προτιμήσεων – που προηγούμενες γενιές δεν κατόρθωσαν να γλιτώσουν, κι άφησαν αμανάτι για τις επόμενες). Τα προειδοποιητικά κηδειόχαρτα στα πακέτα των τσιγάρων και η ανασφάλεια με την οποία χρωμάτισε την αυγή του 21ου αιώνα η 11η Σεπτεμβρίου – με άλλα λόγια, η απότομη και βάναυση ενηλικίωση της ανθρωπότητας – ήταν απλώς το καρφί στο φέρετρο.
Και μέσα σ’ όλα τα δεινά που μας κληροδοτήθηκαν, την πρωτοκαθεδρία είχε η μοιρολατρία, η αφελής και παραιτημένη προσέγγιση της ζωής ως αναπόδραστης, προδιαγεγραμμένης διαδρομής με καψόνια σταλμένα θαρρείς απ’ τον Θεό, νοοτροπία η οποία, ιδίως σε συνδυασμό με την υστερία και την τάση δραματοποίησης του μεσογειακού τεμπεραμέντου, μπορεί να σε παραλύσει, και να κάνει την γκρίνια και την κλάψα μονόδρομο. Πίσω από κάθε μεμψίμοιρο άνθρωπο κρύβονται γενιές επί γενεών μεγαλωμένες με το μαύρο γάλα του φαταλισμού.
Και φυσικά, στην περίπτωση της ταλαίπωρης χώρας μας, να μην παραλείψουμε τα πολλά και ποικίλα κλισέ περί ελληνικότητας: την εγγενή ανωτερότητα, κληρονομιά των ένδοξων αρχαίων προγόνων, τη μανία καταδίωξης από μιαν ανθρωπότητα που μας φθονεί και μας εχθρεύεται a priori, και την πεποίθηση πως γι’ αυτούς και για παρόμοιους λόγους οι υπόλοιποι λαοί οφείλουν εσαεί να μας στηρίζουν και να μας ξελασπώνουν, συχνά χωρίς αντάλλαγμα.
Ωστόσο η κοινότοπη αντιμετώπιση της ζωής έχει δύο όψεις, κι αν έχεις την ατυχία να μπολιαστείς με δαύτην από παιδί, σου απομένει τουλάχιστον μία επιλογή: το κατά πόσον θα συμπλεύσεις με τον ζόφο της πίστης σ’ ένα σκληρό κισμέτ ή με την ξεγνοιασιά μιας εξίσου ανερμάτιστης αισιοδοξίας.
Για παράδειγμα, στον αντίποδα του γνωμικού ‘Πολλές φορές πάει η στάμνα στη βρύση αλλά μια φορά σπάει’, με το οποίο γενιές ολόκληρες Ελλήνων γονέων τρομοκράτησαν τα βλαστάρια τους, υπάρχει το ρητό, χαραγμένο ανεξίτηλα στη μνήμη μου απ’ τη στιγμή που το πρωτοδιάβασα στο πίσω μέρος ημερολογίου τοίχου με παροιμίες, συνταγές, και στιχάκια: ‘Η τύχη χτυπάει τη γελαστή την πόρτα’.
Το αξίωμα αυτό πολύ άρεσε στη μάνα μου, η οποία το χρησιμοποιούσε κάθε τόσο ως ξόρκι κατά του κλαυθμηρισμού: η πεποίθηση πως η γκρίνια όχι μόνο δεν βοηθά, αλλά μπορεί να λειτουργεί ως μαγνήτης περαιτέρω συμφορών, διώχνοντας τη θεά Τύχη που δε γουστάρει βίζιτες σε σπίτια πνιγμένα στη μίρλα και τη μιζέρια.
Και καθώς ο παιδικός νους έχει την τάση να σκέφτεται κυριολεκτικά, θυμάμαι πως η φράση αυτή μ’ έκανε να φαντάζομαι όχι τη μεταφορική της σημασία – ενός ‘θετικού’ μαγνήτη, που ελκύει την καλοτυχία – αλλά μια πραγματική πόρτα που για κάποιο λόγο γελάει. Είναι μαγεμένη; Ανήκει σε κάποιον κόσμο παραμυθιού; Έχει αισθήσεις σαν ζωντανό πλάσμα, χαίρεται, γαργαλιέται;
Ουδέποτε κατέληξα σε κάποια συγκεκριμένη εκδοχή ως προς την ξεκαρδισμένη πόρτα – μου ’μεινε μονάχα η αίσθηση πως όταν μεγαλώσω θέλω όλες οι πόρτες του σπιτιού μου να γελάνε, και με το γέλιο τους, και τη μεταδοτική χαρά που το προξενεί, να τραβάνε κοντά τους τη συντροφιά των ανθρώπων, αν όχι των θεών. Και ο σπόρος αυτός της αναίτιας αισιοδοξίας, της ελπίδας μέσα και στην πιο μαύρη απελπισία (άλλο πολύτιμο δώρο της μάνας μου, που μπορούσε να εστιάζει στην προσδοκία της ευτυχίας ακόμα κι όταν η ψυχική νόσος την κρατούσε με το κεφάλι βουτηγμένο στον βόρβορο της δυστυχίας), βλάστησε με τα χρόνια σε μιαν ανοιχτόκαρδη προσέγγιση της πραγματικότητας απ’ την οποία αδυνατώ να αποκλίνω, παρ’ ότι σε φάσεις με κάνει να αισθάνομαι σαν κράμα Πολυάννας και Χάιντι, θετικής σκέψης κι απερίγραπτης αφέλειας.
Κι αυτό μου το χαρακτηριστικό μου φέρνει στον νου ένα άλλο εξαιρετικά δημοφιλές κλισέ που έκανε την εμφάνισή του κάποια στιγμή προς το τέλος της εφηβείας μου, κι εξαπλώθηκε επιδημικά με την έλευση του ίντερνετ και τη διάδοση της εύκολης σοφίας: πρόκειται για το επιστημονικοφανές σόφισμα ως προς το πόσο λίγοι μύες χρειάζονται για να χαμογελάσεις, σε αντίθεση με το κατσούφιασμα, για τις ανάγκες του οποίου πρέπει να συσπαστούν τόσα μούσκουλα μαζεμένα, που συνοφρυώνεσαι εσύ και παθαίνει κράμπα και νευροκαβαλίκεμα η γειτόνισσα.
Αν και πάλαι ποτέ φοιτητής Ιατρικής, ποτέ δεν μπήκα στον κόπο να μάθω κατά πόσον ο ισχυρισμός αυτός στέκει, ή αν ο άνθρωπος που το επινόησε διάλεξε στην τύχη δυο νούμερα με μεγάλη απόκλιση, ταυτίζοντας την αισιοδοξία με τη χαλάρωση και την απαισιοδοξία με τον – ψυχικό και μυϊκό – κάματο.
Ξέρω μονάχα ότι, προϊόντος του χρόνου, και με το πέρασμα στον ενήλικο κόσμο των ατέλειωτων κι ανηλεών οικονομικών υποχρεώσεων (δοκιμασία για την οποία, παραδόξως, καμιά γενιά δεν προετοιμάζεται από τις προηγούμενες, λες κι από μια διάθεση σαδισμού οι γονείς θέλουν τα παιδιά τους να υποφέρουν όσο υπέφεραν και οι ίδιοι όταν πρωτάνοιξαν λογαριασμό με τ’ όνομά τους), διαπίστωσα εμπειρικά την αλήθεια που περιέχει το όλο μπαλαμούτι περί μυών.
Διότι – το ξέρετε όπως το ξέρουν όλοι όσοι έχουν ζήσει την κρίση του καπιταλισμού στο πετσί τους τα τελευταία χρόνια – η απαισιοδοξία, έστω και στην πιο υγιή της μορφή (ως ρεαλιστική αντιμετώπιση του μέλλοντος και προετοιμασία για επιπλέον δυσχέρειες) απαιτεί τεράστια δαπάνη ψυχικής ενέργειας, που εμένα τουλάχιστον δεν μου περισσεύει, και που ακόμα κι αν μου περίσσευε θα προτιμούσα να την επενδύσω αλλού, σε άλλα αισθήματα που πηγάζουν από μιαν αλλιώτικη κοσμοθεωρία. Με άλλα λόγια, είμαι υπερβολικά εξουθενωμένος για να έχω την αμφίβολη πολυτέλεια της μαυρίλας και της γκρίνιας.
Σαφώς, τα πράγματα μπορεί να γίνουν ακόμα χειρότερα προτού καλυτερέψουν. Σαφώς, οι δοκιμασίες και οι αντιξοότητες ποτέ δεν πρόκειται να εκλείψουν, και οι ευθύνες με τα χρόνια συσσωρεύονται και γιγαντώνονται αναπόφευκτα. Κι εννοείται πως δεν ψέγω κανέναν για τις επιλογές του, ούτε καν τον άνθρωπο που βρίσκει την αισιοδοξία κούφια και σκορπά συνειδητά ή ασυναίσθητα τη μιζέρια του – τα σπασμένα νεύρα που αφήνει στο διάβα της η οικονομική δυσπραγία αποτελούν επαρκή δικαιολογία και για τις πλέον ανώριμες συμπεριφορές.
Όμως εγώ επιλέγω τη γελαστή την πόρτα, κι ας μην έμαθα ποτέ γιατί και πώς γελάει. Κι όχι από διάθεση καβατζώματος – μπας και στραβωθεί η Τύχη και μου κατσικωθεί εφ’ όρου βίου και βολευτώ – αλλά από περιέργεια, και για χάρη της ελπίδας που με κρατά ζωντανό και δυνατό και ικανό να συνεχίζω να αγωνίζομαι.
Και ποιος ξέρει, ανοίγοντας, τι καινούργια πράγματα (και τι καινούργιες χαρές) θα δείξει.