Η κυρία Μαργαρίτα ήταν η πιο συμπαθητική γειτόνισσα στην οδό Φιλιππιάδος. Σεβάσμια. Στη Φιλιππιάδος γεννήθηκα, εκεί μεγάλωσα. Εκεί ζούσα μέχρι και τα 22 μου. Έβγαινα στο μπαλκόνι και το πρώτο σπίτι που αντίκριζα στα δεξιά, ακριβώς δίπλα από το απέναντι κενό οικόπεδο, ήταν το ισόγειο της κυρίας Μαργαρίτας. Μια χαμογελαστή, κοντή, ήρεμη γυναίκα ζούσε σε κείνο το ισόγειο με τον κυρ-Θοδωρή και τα δυο τους παιδιά, τον Γιάννη και τον Χρήστο. Κάπου κοντά στην ηλικία μου και οι δυο τους. Παίζαμε κάπου-κάπου στο κενό οικόπεδο, αλλά χωρίς πολλά-πολλά. Ήταν από τα ήσυχα παιδιά που κλωτσούσαν μια μπάλα για να πάνε σχολείο και γύριζαν με τη σάκα στον ώμο πάλι κλωτσώντας την μπάλα. Και η μάνα τους, η κυρία Μαργαρίτα, ούτε τους φώναζε για να μαζευτούν το βράδυ στο σπίτι, ούτε τους μάλωνε. Το απογευματάκι έβγαζαν δυο καρέκλες στο πεζοδρόμιο για να καθίσουν και το καλοκαίρι ανέβαιναν στην ταράτσα για να δροσιστούν και να κοιμηθούν υπαίθρια. «Μετακόμιζαν» μια τηλεόραση φορητή και το έκαναν εξοχική κατοικία.
Οι τέσσερίς τους. Η κυρία Μαργαρίτα -έτσι την προσφωνούσα «κυρία Μαργαρίτα» ούτε καν «κυρά» που επικρατούσε στη δεκαετία του ’70- ήταν η πιο ήσυχη απ' όλες τις γειτόνισσες. Πάντα γελαστή και καλοσυνάτη, έξω από τα κουτσομπολιά της γειτονιάς, απούσα από τις κακίες και τις γειτονικές μικρο-συνωμοσίες και μικρο-συμμαχίες. Έτσι απλά. Συμπαθούσα όλη την οικογένεια, αλλά περισσότερο την κυρία Μαργαρίτα. Την εκτιμούσα από τη στάση της χαμογελαστής ηθελημένης αποχής της, που της προσέδιδε μια ανωτερότητα που την έκαναε στα μάτια μου σεβάσμια Χωρίς ποτέ να της το έχω πει και χωρίς ποτέ να έχουμε ανταλλάξει περισσότερες κουβέντες. Ακόμα και όταν είχε έρθει στο σπίτι για να μας συμπαρασταθεί για τον θάνατο του μπαμπά, τα μάτια της είχαν τη θλίψη της ευγενικής ψυχής και την αγωνία: «Κοντά στην μάνα σου Τζινάκι μου και την Μαιρούλα που είναι ακόμα μικρό». Έτσι μου έλεγε.
Το πατρικό μου στη Φιλιππιάδος το πουλήσαμε λίγο μετά το 2000. Όταν είμαι στην Αθήνα πάντα περνώ από κει, έτσι για να ξεδιπλώσω τις αναμνήσεις μου. Δεν βλέπω κανέναν, δεν συναντώ κανέναν. Δεν θέλω κιόλας. Ίσως η αδυναμία να ξαναμπώ στο σπίτι που πέρασα τα χρόνια που με διαμόρφωσαν μου επιβάλλει σιωπηρά την απόσταση. Την παλιά μου γειτονιά, το σπίτι μου, το βλέπω πάντα στον ύπνο μου. Όλα τα όνειρά μου, με πρόσωπα του παρόντος, με ό,τι με προβληματίζει, εκτυλίσσεται πάντα στο σπίτι της οδού Φιλιππιάδος. Πάντα! Και αναρωτιέμαι: πόσο βαθιά χαράζονται στο DNA τα παιδικά μας χρόνια;
Στον Alpha είδα την παλιά μου γειτονιά. Την οδό Φιλιππιάδος. Αυτήν που πλημμύρισε από την καταιγίδα της Παρασκευής. Άλλους από τους πλημμυροπαθείς αναγνώρισα, άλλους δεν τους ήξερα. Μα καθώς είδα την κυρία Μαργαρίτα… Το ισόγειο της οδού Φιλιππιάδος. Εκεί που κάποτε ήταν κρεβατοκάμαρα τώρα ήταν καταστροφή. Και η κυρία Μαργαρίτα για να μην πνιγεί ανέβηκε στην ταράτσα και παρακολουθούσε το ποτάμι στο ρεματάκι -έτσι το έλεγαν από τότε- που ανέβαινε επικίνδυνα και έμπαινε στο σπίτι της. Και βρεχόταν στην ηλικία της. Η ήσυχη και καλοσυνάτη αυτή γυναίκα, που απείχε από τα μικρο-κουτσομπολιά και τις ανοησίες της γειτονιάς. Τώρα έκλαιγε κι έλεγε: «καταστραφήκαμε, πέσανε όλα, όλα, κουζίνες, κρεβάτια, ντουλάπες, όλα, όλα πέσανε όλα, τι να κάνουμε…».
Είμαι πολύ μακριά για να τη συναντήσω, έστω για μια αγκαλιά. Αλλά να… αλλιώς είναι να βλέπεις στο ρεπορτάζ έναν άγνωστο που πάσχει και αλλιώς έναν γνωστό σου.
Όταν τον έχεις συνδέσει με τα πρώτα σου βήματα και τις πρώτες σου καλημέρες…
Όταν βλέπεις πώς έχουν χαράξει τα χρόνια λούκια στο πρόσωπό του…
Όταν θυμάσαι την αξιοπρέπειά του και σου είναι σεβάσμιος…
Όταν τον βλέπεις να υποφέρει και να νιώθει απόγνωση…
Όταν δεν μπορείς να πεις κάτι γιατί δεν έχεις λόγια…
Κυρία Μαργαρίτα, η ευγένειά σου, ακόμα και τούτη τη στιγμή της καταστροφής, σε τοποθέτησε ακόμα πιο ψηλά στην εκτίμησή μου.
Απείρως ψηλότερα από την ταράτσα που ανέβηκες για να μην πνιγείς.
Το είχα ανάγκη να σε δω. Για να δουλέψω μέσα μου εκείνο το «δεν θέλω κιόλας». Την άλλη φορά που θα είμαι κοντά, θα αφήσω στην άκρη το αυτοκίνητο και θα περπατήσω όλους τους δρόμους που περπατούσα παιδί και έφηβη. Από το 28ο Δημοτικό μέχρι το ψιλικατζίδικο στο ρεματάκι. Και αν σε δω, θα σε πάρω και κείνη την αγκαλιά που σου χρωστώ. Γιατί ήσουν και παραμένεις ξεχωριστή.