Σήμερα θα σας συστήσω τη Γιασμίν.
Η Γιασμίν δεν είναι μία τυχαία άστεγη. Είναι η γυναίκα που – τα τελευταία δέκα και πλέον, περίπου, χρόνια – περνάει κάθε μέρα όλη, σχεδόν, την ημέρα της στο μικρό παρκάκι που βρίσκεται ακριβώς απέναντι από τα δύο αντικριστά κτίρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας, στην καρδιά της Ουάσιγκτον. Χειμώνα-καλοκαίρι, καθισμένη εκεί, στο ίδιο παγκάκι. Ίσως καμιά φορά ξαπλωμένη στο γρασίδι, σκεπασμένη όταν έχει κρύο με μία κουβέρτα, με την οποία την έχουν εφοδιάσει οι υπάλληλοι της Πρόνοιας. Όπως και τους εκατοντάδες άλλους αστέγους, που μπορεί κάποιος – κάνοντας, απλά, μία βόλτα στο κέντρο της αμερικανικής πρωτεύουσας – να τους δει να κατακλύζουν κάθε μικρό και μεγάλο πάρκο.
Τη Γιασμίν τη γνώρισα περίπου τρία χρόνια πριν, όταν πρωτοεγκαταστάθηκα στην Ουάσιγκτον. Την πετύχαινα στο ίδιο σημείο κάθε πρωί και κάθε απόγευμα που έκανα την ίδια διαδρομή περπατώντας από το σπίτι μου για να πάω στα κεντρικά γραφεία του ΔΝΤ. Όποτε διέσχιζα το μικρό αυτό παρκάκι, η Γιασμίν ήταν όλες σχεδόν τις φορές εκεί, κρατώντας δίπλα της ένα καρότσι με κάποια προσωπικά της αντικείμενα. Η παρουσία η δική της – και των άλλων αστέγων στο πάρκο – έμοιαζε με ηχηρή παραφωνία σε μία γειτονιά που κυκλοφορούν μόνο κουστουμαρισμένα στελέχη του Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας, με πανάκριβα ρολόγια, μοντέρνα μανικετόκουμπα, φρεσκοκολλαρισμένα πουκάμισα και χειροποίητα παπούτσια.
Θυμάμαι, είχα κάνει εγώ το πρώτο βήμα να της μιλήσω. Μου είχε κάνει εντύπωση ότι ήταν το σταθερό πρόσωπο που ήξερα ότι θα έβλεπα εκεί κάθε μέρα που ξεκινούσα την ημέρα μου φεύγοντας το πρωί από το σπίτι μου ή τελειώνοντας την ημέρα μου επιστρέφοντας αργά το βράδυ πάλι πίσω. Μία μέρα την πλησίασα. Δεν έδειξε να παραξενεύεται που ένας άγνωστος σαν κι εμένα, της έπιανε την κουβέντα. Εκείνη την ημέρα είχα άδεια από τη δουλειά μου και έτσι κάθισα αρκετή ώρα μαζί της. Τη ρώτησα αν ήθελε να της φέρω κάτι να πιει από το απέναντι καφέ. Μου ζήτησε "ένα ζεστό τσάι". Όταν της το έφερα, με ευχαριστούσε ξανά και ξανά για την πράξη μου. Λίγη ώρα μετά άρχισε να μου διηγείται την ιστορία της. Για το πώς έχασε το σπίτι της από τα χρέη στην τράπεζα και πώς κατέληξε να ξημεροβραδιάζεται άστεγη σε εκείνο το πάρκο, χωρίς οικογένεια και φίλους.
"Και γιατί διάλεξες αυτό το μέρος για να κάθεσαι;", την ρώτησα. "Έχει μεγαλύτερη ασφάλεια από άλλες περιοχές. Όπως και να το κάνουμε, όταν βρίσκεσαι απέναντι από τα κτίρια του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας αισθάνεται μεγαλύτερη ασφάλεια, γιατί έχουν 24ωρη φύλαξη", μου λέει. Και προσθέτει: "Άλλωστε, πλέον οι άνθρωποι που δουλεύουν εκεί μέσα, μας γνωρίζουν εμάς που είμαστε εδώ. Πού και πού, μερικές φορές, κάποιες καλές κυρίες από την Παγκόσμια Τράπεζα μας φέρνουν λίγο φαγητό. Και ο φρουρός, που είναι τα πρωινά έξω από το κτίριο του ΔΝΤ, είναι φίλος μου και με προσέχει κι εμένα και τους υπόλοιπους εδώ", μου λέει με τρόπο σα να ήθελε να υπερασπιστεί την επιλογή της που έμενε εκεί και όχι σε κάποιο άλλο από τα πολλά πάρκα που υπάρχουν στην Ουάσινγκτον.
Όταν τον περασμένο Σεπτέμβριο επρόκειτο να φύγω για να εγκατασταθώ στις Βρυξέλλες, πήγα και τη χαιρέτισα. Δεν την είχα δει στα πολύ καλά της. Μου είπε ότι δεν αισθανόταν καλά και ότι δεν μπορούσε να πάει σε νοσοκομείο γιατί δεν είχε χρήματα. Μερικά χάπια μόνο της είχε φέρει κάποιος. Και με αυτά ήλπιζε ότι θα γιάνει, μου είπε. Έφυγα χωρίς να ξέρω πότε θα επέστρεφα ξανά λόγω δουλειάς πίσω στην Ουάσινγκτον, ούτε κι αν θα την έβλεπα ξανά εκεί καθισμένη, ακόμα κι αν επέστρεφα. Βρέθηκα πάλι πίσω συντομότερα απ' ό,τι περίμενα. Τον Γενάρη τη βρήκα πάλι εκεί. Όταν πλησίαζα, με είδε και άρχισε να με φωνάζει από μακριά. Κάθισα μαζί της για να μου πει τα νέα της. Στους μήνες που μεσολάβησαν η κατάσταση της υγείας της χειροτέρεψε. Έλειψε για λίγο καιρό από το πάρκο – όπως μου είπε – αλλά τώρα κατάφερε να γίνει καλά. Κι έτσι επέστρεψε ξανά. Όση ώρα μιλούσαμε, μετά από πολλούς μήνες ξανά, μία γυναίκα που δούλευε ως σεκιούριτι σε ένα από τα διπλανά πολυτελή κτίρια, την πλησίασε για να δει πώς αισθάνεται. Ήταν καλύτερα αλλά δεν είχε αναρρώσει απόλυτα, είπε. "Τι σκοπεύεις να κάνεις από 'δω και πέρα", τη ρωτώ. "Τα ίδια, όπως τα ξέρεις", μου απαντά και σηκώνεται. Άρχισε να περπατά προς την άλλη άκρη του πάρκου, που είχαν μαζευτεί οι υπόλοιποι άστεγοι. Ένας κύριος, μαζί με τρία μικρά παιδάκια, είχαν στήσει έναν πάγκο μοιράζοντας ζεστό φαγητό στους άπορους.
Σηκώθηκα κι εγώ με τη σειρά μου κι απομακρύνθηκα. Λίγη ώρα αργότερα έπρεπε να βρίσκομαι στο απέναντι κτίριο των κεντρικών γραφείων του ΔΝΤ, όπου ξεκινούσε η προγραμματισμένη συνέντευξη Τύπου της Κριστίν Λαγκάρντ. Από το πάρκο μέχρι το εσωτερικό του ΔΝΤ, βρέθηκα μέσα σε λίγα λεπτά σε δύο παράλληλες πραγματικότητες. Σε δύο διαφορετικούς κόσμους που προχωρούν ταυτόχρονα σαν δυο ευθείες γραμμές, χωρίς να υπάρχει σημείο που να τέμνονται μεταξύ τους.
Λένε ότι επιτυχημένος δημοσιογράφος είναι αυτός που μπορεί να συνομιλήσει ταυτοχρόνως με μία Γιασμίν και με μία Λαγκάρντ. Μπορεί, όσοι το λένε αυτό, να 'χουν δίκιο. Επιτυχία, όμως, για μένα θα ήταν να είχα το σθένος στη συνέντευξη Τύπου να ρωτήσω τη Λαγκάρντ όχι για την Ελλάδα – όπως έκανα – αλλά για τη Γιασμίν που βρισκόταν ακριβώς απέξω. Δυστυχώς, δεν το έκανα. Κι αυτό το χρεώνω στον εαυτό μου ως αποτυχία μου, τότε. Ίσως, αν το έκανα, θα είχα καταφέρει να κάνω τον κόσμο της Λαγκάρντ να δει κατάματα τον κόσμο της Γιασμίν, που πιθανολογώ ότι αποφεύγει και υπεκφεύγει να αντικρίσει…