Η συνάδελφος κρυώνει. Έξω σκάει ο τζίτζικας, αλλά μέσα αυτή έχει ξυλιάσει και κουκουλωμένη σε μια μάλλινη ζακέτα θα βγάλει κι αυτό το καλοκαίρι. Τα παράθυρά της ερμητικά κλειστά και τα στόρια τους κατεβασμένα· την ενοχλούν και οι θόρυβοι. Η αλήθεια είναι πως πολλά πράγματα την ενοχλούν, μεταξύ των οποίων και η παρουσία μου, αφού ξινίζει τα μούτρα της κάθε φορά που με βλέπει. Και ’μένα όμως με ενοχλεί. Όχι αυτή, μονάχα η γκρίνια της. Μου τη σπάει φοβερά που ποτέ δεν χαμογελάει και που στα αλήθεια σε μισεί επειδή πήρες καλύτερες ημερομηνίες άδειας.
Δυστυχώς αυτή είναι η αλήθεια: όλες οι γυναίκες μπορούμε με μεγάλη ευκολία να γίνουμε πολύ σπαστικά πλάσματα. Ακόμη και αν υπήρξαμε πριν ένα λεπτό αξιολάτρευτες. Σας διαβεβαιώ· η γλυκύτητα κρατά πολύ λίγο, τόσο μέχρι να πατήσει κάποιος το όριο της γυναικείας εδαφικότητας και να ξαναγίνει ακόμη πιο σπαστική.
Η γυναικεία γκρίνια κινείται σαν το χταπόδι, εξαπλώνεται παντού σαν επιδημία και εκτοξεύεται προς κάθε αποδέκτη. Σκεφτείτε π.χ. μια στριμμένη αδερφή, ακόμη και στα εξήντα της καταδυναστεύει τον δόλιο αδερφό της. Ή με πόση αυθάδεια, σηκωμένη μύτη, ύφος αυτοκράτειρας, γεμάτη κατακίτρινη ξινίλα δεν έχετε πει: «Άργησες να περάσεις να με πάρεις και σε περιμένω μες το κρύο τόση ώρα· Πού θα παρκάρουμε, δεν μπορώ να περπατήσω πάνω σε αυτά τα παπούτσια· μου μπήκε μια πέτρα πώς θα ανέβω με τα σανδάλια τόσο δρόμο; Πάντα από τις λάσπες με πας.» Για να καταλήξουμε στα εντελώς εμετικά ή χαζά για πολλούς: «Πόσο με αγαπάς, γιατί δεν μου το δείχνεις; Σε παίρνω τόσα τηλέφωνα γιατί δεν το σηκώνεις; Δεν σου είμαι καθόλου σημαντική;».
Γκρίνια, γκρίνια, γκρίνια, από το πρωί ως το βράδυ, γκρίνια διαφόρων κλιμακώσεων, εκφρασμένη με διάφορα ύφη, λόγια και παραστάσεις, γκρίνια όλων των ηλικιών, προσαρμοσμένη στην κάθε στιγμή, κατάσταση ή συγκυρία. Γιατί τόση γυναικεία γκρίνια άραγε; Μήπως τελικά οι γυναίκες είμαστε εκ φύσεως γκρινιάρες;
Μια πρώτη αλήθεια θα μπορούσε να ακούσει στη λέξη ψώνιο ή εγωισμός. Τα καλο_ κακομαθημένα κορίτσια, ας πούμε, μπορούν με τεράστια ευκολία σε μηδενικό χρόνο να γλιστρήσουν σε γκρινιάρικες οδούς και να γίνουν αληθινά ανυπόφορα.Φθάνει να βρεθεί κάποιος να τις αμφισβητήσει ή έστω να μην χορεύει διαρκώς στις επιθυμίες και τα καπρίτσια τους. Ή έστω να είναι διαφορετικός από ότι αυτή έχει συνηθίσει.
Και ύστερα είμαστε τόσες πολλές. Και ο καθρέφτης της καθεμιάς την απειλεί διαρκώς με μια ανεπιθύμητη, σχεδόν αποκρουστική απάντηση: «Ναι, είσαι όμορφη, αλλά υπάρχουν τόσες άλλες πιο ωραίες, πιο έξυπνες ή πιο χαζές, που για κάποιο λόγο, που ποτέ δεν μπορεί να είναι αντικειμενικός και ίδιος για όλους, είναι πολύ καλύτερες από εσένα». Και δυστυχώς οι περισσότερες γυναίκες δεν αντέχουν στην ιδέα αυτής της γυναικείας συνύπαρξης. Και έτσι, δεν έχουν δυστυχώς, ούτε μια στιγμή, μια τόση δα στιγμούλα, χαρεί, γευτεί ή λαχταρήσει την σπίθα της γυναικείας ομαδικότητας.
Καταδικασμένες από τα τρία, να τσακώνονται ανάμεσα σε κούκλες, κουζινικά και ροζ παπούτσια, για τον καλύτερο γαμπρό, τον καλύτερο γάμο και το καλύτερο σπίτι – για το ίδιο ακριβώς που τσακώνονται και στα 23 και τα 33 και τα 53 τους- ανασφαλείς από την ανάποδη και φαινομενικά χειραφετημένες από την καλή τους πλευρά, αδυνατούν να ορίσουν πλήρως στο ακέραιο τον εαυτό τους. Αδυνατούν να απαντήσουν ευθέως, χωρίς αγώνα, σκέψη ή καταπίεση, τι είναι αυτό που πραγματικά τους αρέσει. Πνίγονται στην έννοια του καλύτερου. Και έτσι κάπως, παγιδευμένες στον ρόλο της γκρινιάρας για κάθε επουσιώδες, ηλίθιο ή ασήμαντο θέμα, το βουλώνουν μπρος σε καθετί σημαντικό που τις προσπερνά ή τις υπερβαίνει ή προτιμούν να κάνουν τις πάπιες, νομίζοντας πως τέτοια παιχνιδάκια στρατηγικών θα τους εξασφαλίσουν την ευτυχία, ακόμη και αν αυτή για πολλές δεν έχει στα αλήθεια ερμηνευθεί.
-Πόσο μ’ αγαπάς; λέει ευθέως η ερώτηση. Μα στα αλήθεια καμιά γυναίκα δεν περιμένει την απάντηση. Είναι βλέπετε που η ερώτηση αυτή μεταφράζεται σε μια στα πόδια πεσμένη παράκληση: αγάπα με τόσο, ώστε να καλυφθεί ένα κενό μου, αυτό που μου έφτιαξε κάποιος προηγουμένως και με κάνει να νιώθω μικροσκοπική και μου παγώνει μες το κατακαλόκαιρο τα πόδια.
Ίσως, λοιπόν, η γυναικεία γκρίνια να μην είναι τίποτε άλλο από μια καταπιεσμένη, ανείπωτη ανθρώπινη ανάγκη για τρυφερότητα και προστασία. Εντάξει, μια απεγνωσμένη τσιρίδα ανάγκης για προσοχή και ενδιαφέρον.
Εντάξει, εδώ χωρούν ενστάσεις και αν με διάβαζε και ο φίλος μου ο Διονύσης θα έλεγε σίγουρα «Ένα προδέρμ στη κυρία, δεν φταίω εγώ να μου σπάσει τα … όλη μέρα». Αλλά η συζήτηση περί κυνισμού, αληθινού ή ψεύτικου, είναι κάτι άλλο…