Ο Γιώργος Μαρκόπουλος είναι ένας ποιητής της Αθήνας. Κατοικεί στο κέντρο και περιδιαβαίνει τα σοκάκια. Μπαίνει στα μαγαζιά, ψωνίζει στα μανάβικα, κάθεται στα καφενεία, συναντάει φίλους στα μπαρ και στο «λονδρέζικο» σταθμό της Βικτώριας, ανεβοκατεβαίνει στα πεζοδρόμια. Και είναι από τους τελευταίους φύλακες της κρυφής ευαισθησίας αυτής της πόλης. Η ματιά του διαχέεται 180 μοίρες και αγκαλιάζει ό,τι έγινε πια αθέατο λόγω συνήθειας. Τις παρηκμασμένες προσόψεις των πολυκατοικιών… τους ακάλυπτους χώρους που γίνανε σκουπιδότοποι…τις πορείες που ξεχύνονται στα στενά…τους αδέσποτους σκύλους που χαζεύουν τα σύννεφα… τις κοπέλες στα καταστήματα που γελάνε όταν τους ζητάει το παντελόνι των 14, 95 ευρώ…τα ασανσέρ του παλιού καιρού που αγκομαχούν από τα γεράματα…Ήταν εδώ και είναι ακόμη. Είδε τις αλλαγές να θερίζουν κόσμο. Το χρόνο να παίρνει φίλους. Και κοιτάζει. Και θυμάται. Στιγμές αμέτρητες…γυναίκες που αγαπήθηκαν…που δεν αγαπήθηκαν…ποιητικές μορφές να εξαϋλώνονται από την αβάσταχτη εποχή…την αγαπημένη του Αεκ να ξεπέφτει.
Βάζει ένα παλιό λαϊκό ή ένα τραγούδι του Χατζιδάκι και δαμάζει την μνήμη. Και σα μυστικός πρωταγωνιστής σε μια άλλη οδό Ονείρων, μαζεύει ιστορίες, βλέμματα και ανεπαίσθητες χειρονομίες.
Προχθές στο Τριανόν στην Κοδριγκτώνος, στη βραδιά προς τιμήν του ήσαν πολλοί: Φίλοι κι αναγνώστες. Οι Βικτωριανοί της πλατείας, όπως τους λέει. Ο παλιός μου καθηγητής αγγλικών, νυν εξαίρετος συγγραφέας, κ. Ανδρέας Μήτσου. Ο φίλτατος Ηλίας Λογοθέτης. Και άλλοι και άλλοι…από αυτούς που διάβασαν τα ποιήματά του μέσα σε μοναχικές νύχτες…που τον προσπέρασαν κάποτε στο δρόμο και γύρισαν και τον κοίταξαν…που ήθελαν να τον δουν από κοντά.
Προχθές η πόλη έσκυψε και αγκάλιασε έναν από τους ποιητές της. Προχθές ξεχυθήκαμε στο δρόμο λίγο πιο ανάλαφροι. Και ευχηθήκαμε κι εμείς όπως ο ποιητής: Να μας έχει η ζωή καλά, γιατί της δώσαμε το αντίδωρό της.
Πως το λέει ο Σαββόπουλος σ’ εκείνο το τραγούδι; «να δω τους ποιητές πρόλαβα εγώ..» Ευτυχώς πρόλαβα κι εγώ μερικούς. Και το Γιώργο. Να είναι καλά.
"Που πήγαν όλοι, που χάθηκαν;
Αυτός που κάποτε ήθελε να αλλάξει τον κόσμο,
το παιδί που μικρό ήσυχο δεν καθόταν,
ο άλλος μετά, του έρωτα ο έφηβος ο πληγωμένος,
ο ατίθασος του στρατού ο σκληρός ο ατρόμητος,
των δρόμων ο φλογερός οδοιπόρος ακόμη,
που πήγαν, που χάθηκαν;
Ένας άνεμος τους φύσηξε, τους τύλιξε.
Κι εκείνος που φοβήθηκε, μένοντας μόνος, την αϋπνία,
ορίστε, να τος, γυρνά τώρα στους δρόμους,
κρατώντας στα χέρια μήλα και σόμπες."
Οι παλαιοί εαυτοί μου.
Από την τελευταία ποιητική συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου, Κρυφός Κυνηγός.
Από τις εκδόσεις Κέδρος.