Photo: Μαρία Μαράκη
Με το παρακάτω κείμενο, πέρα από τις πασίγνωστες ομάδες συνανθρώπων που δεν περνούν καλά αυτές τις ημέρες, φτωχά παιδιά, μητέρες που μεγαλώνουν μόνες τα παιδιά τους, ηλικιωμένοι, ασθενείς και μη κατέχοντες τα προς το ζειν με αξιοπρέπεια, θα ήθελα να θυμίσω την ύπαρξη και μιας άλλης μειονότητας με δυσκολίες αυτές τις ημέρες, με βάση ένα περιστατικό χωρίς συγκλονιστική πλοκή αλλά εντελώς αληθινό.
Να σου πω, μπορείς να μου δώσεις ένα από εκείνα τα πάνινα ζωάκια που είχες πάντα επάνω στο κρεβάτι σου; Εντάξει, μη μου δώσεις τον Μίκι σου, που μικρός κοιμόσουν μαζί του αγκαλιά. Δώσ’ μου κανένα από τα άλλα.
Ο γιός του δεν μίλησε μόνο κούνησε τους ώμους του, σημάδι ότι συμφωνούσε αλλά δεν είχε όρεξη να μιλήσει. Δώδεκα στα δεκατρία τώρα, τα πάνινα ζωάκια το βράδυ «κοιμόταν» πια στο πάτωμα και έμπαιναν κάθε πρωί επάνω στο στρωμένο κρεβάτι από γούρι και από συνήθεια, οι κουβέντες του «μικρού» είχαν σοβαρέψει και λιγοστέψει απότομα. Ήταν και η κρίση που περνούσε το σπίτι.
Παλιότερα τα διάβαζε στις εφημερίδες, τα έβλεπε στην Τηλεόραση αλλά του φαινόταν τόσο μακρινά. Πατεράδες σε απόγνωση, χωρισμένοι και τρελαμένοι που δεν μπορούσαν να δουν τα παιδιά τους όσο ήθελαν όταν ήθελαν. Κάποιοι μάλιστα εκεί στη Γαλλία ντυμένοι Μπάτμαν και ανεβασμένοι στις κόγχες ψηλών κτηρίων απειλούσαν να πέσουν για να προκαλέσουν την προσοχή γύρω από τη δύσκολη κατάστασή τους. Στην Ελλάδα είχαν ιδρύσει και σύλλογο, αλλά ούτε που του πέρασε ποτέ από το μυαλό να γράψει τη διεύθυνσή τους. Τι να την έκανε, τι δουλειά είχε μαζί τους;
Αυτός ήταν πάντα ευτυχισμένος, υπεραπασχολημένος και καλοβολεμένος. Και τώρα, ανέλπιστα, είχαν έλθει έτσι τα πράγματα και χώριζε αλλά δεν είχε τέτοιο πρόβλημα βέβαια. Μπορούσε να μπαινοβγαίνει εκεί όπου είχε μετακομίσει η υπόλοιπη οικογένεια και να τους βλέπει όλους. Εκείνος είχε μείνει στο παλιό και άδειο πια σπίτι. Τα βήματά του ακουγόταν το βράδυ καθώς επέστρεφε και διέσχιζε τα δωμάτια. Μια πολυθρόνα, η βιβλιοθήκη να σκεπάζει τον τοίχο, η λάμπα στη μέση ενός τεράστιου δωματίου, που άλλοτε ήταν σαλόνι πηγμένο στα πράγματα και στις φωνές, έφτιαχναν σκηνικό. Όλα τα άλλα δωμάτια άδεια, στην κουζίνα τα ελάχιστα και απαραίτητα. Σιγά μην είχε όρεξη να μαγειρεύει για να τα τρώει ένας μόνον, ο εαυτός του. Του φαινόταν τόσο παράλογο και τόσο ασυνήθιστο.
Τους τα είχε δώσει όλα, να φύγουν από μπροστά του, θα άλλαζε ζωή τελείως. Σαν φοιτητής είσαι τώρα μπαμπά, του είχε πει η κόρη του, όταν τον είδε στη νέα του κατάσταση μ’ ένα φτηνό τραπεζάκι στην κουζίνα. Δεν κατάλαβε αν του το είπε γι’ αστείο ή από λύπηση. Δεν τόλμησε και να ρωτήσει.
Κατέβηκε τις σκάλες και από το δωμάτιο του μικρού στον τρίτο πέρασε χωρίς να χαιρετίσει κανέναν στο σαλόνι που ήταν γεμάτο κόσμο και φωνές αυτές τις γιορταστικές ημέρες και βγήκε στο δρόμο. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Ετοιμάστηκε να μπει στο αυτοκίνητο. «Μπαμπά, μπαμπά», ακούστηκε από ψηλά μια φωνή, όσο χρειαζόταν δυνατή για να την ακούσει μόνο εκείνος. «Δεν θές αυτό που μου ζήτησες;». Ναι βέβαια, το ξέχασα γαμώτο, είπε πνιχτά.
Κάτι άρχισε να πέφτει από ψηλά. Έβαλε τα δυνατά του να το παρακολουθεί μέσα στο μισοσκόταδο και να μπορέσει να το πιάσει πριν ακουμπήσει στο χώμα. Τα κατάφερε. Σε λίγο ήταν δίπλα του στο αυτοκίνητο, στη θέση του συνοδηγού ο πάνινος Μίκι. Και το βράδυ δεν θα ήταν μόνος του στα άδεια δωμάτια.