Ως ομοφυλόφιλος άντρας, από νωρίς στη ζωή συμβιβάστηκα με τη σκέψη πως, είτε μου άρεσε είτε όχι, η προοπτική της αναπαραγωγής, αντίθετη στη βιολογία του ερωτικού μου προσανατολισμού, ήταν διά παντός απαγορευμένη.
Κι όχι ότι με πείραζε τότε. Τέτοια ήταν τα ήθη της δεκαετίας του ’80 στην Ελλάδα, κι εξάλλου ήμουν ακόμα μωρό σχεδόν ο ίδιος. Άλλοι καημοί σε τρων στα δεκαπέντε κι άλλοι στα τριάντα.
Μα τα χρόνια πέρασαν, και για μένα και για την κοινωνία. Κι έχοντας την ευτυχία να κάνω μια δουλειά που μου επέτρεπε κάθε προσωπική ελευθερία δίχως φόβους αποκλεισμού ή μισαλλοδοξίας, άρχισα λίγο-λίγο να αντιλαμβάνομαι αυτό που σ’ έναν κόσμο ιδανικό θα ’πρεπε να ’ναι για όλους προφανές: ότι η "ομαλότητα" είναι ταυτόσημη με την ανθρώπινη φύση, μ’ όλες τις μορφές έρωτα κι ευτυχίας που περιλαμβάνει.
Έτσι, δειλά-δειλά, άρχισα να διεκδικώ καταστάσεις που στην εφηβεία μου φάνταζαν άπιαστο όνειρο, με πρώτο την αναζήτηση ενός συντρόφου που θα γέμιζε την ψυχή μου με αγάπη ώσπου να ξεχειλίσει. Είχα στον νου, από τα χρόνια της τριβής μου με τη Βίβλο (μέσα σ’ όλα, ένα φεγγάρι υπήρξα και θρήσκος), το πρώτο λάθος που αναγνωρίζει ο Θεός στον εαυτό του μετά το θαύμα της Δημιουργίας: ότι ο άνθρωπος δεν είναι καλό να ζει μόνος του.
Κι εκεί στα είκοσι πέντε η τύχη μου χαμογέλασε ξανά, φαρδιά-πλατιά, στέλνοντας στον δρόμο μου το Κουτάβι, που μαζί του, στα ωραία και στα ζόρικα, στα πολλά και στα λίγα, έζησα – κι εξακολουθώ να ζω – την αγάπη που πάντα ονειρευόμουν, χρόνια αναπάντεχης ψυχικής πληρότητας και συντροφικότητας που έκαναν την πεποίθησή μου στο "φυσιολογικό" της φτιαξιάς μου ακόμα πιο ακλόνητη.
Όμως τα τελευταία χρόνια της μαγικής αυτής δεκαετίας, άρχισε να σαλεύει εντός μου μια ακόμη απρόσμενη λαχτάρα, που ερχόταν να διαψεύσει τη θεωρία της ισόβιας πορείας μου ως άκληρου το ίδιο συντριπτικά όπως τον εφηβικό μου τρόμο για μια ζωή επιβεβλημένης μοναξιάς και δυστυχίας: η επιθυμία ν’ αποκτήσω, μαζί με τον άντρα της ζωής μου, ένα παιδί.
Δεν ξέρω πώς και γιατί μου συνέβη αυτό. Ίσως να ευθύνεται η απέραντη αγάπη που έλαβα απ’ τους γονείς μου, ή η οικόσιτη καθημερινότητα με τον καλό μου, που θύμιζε σε όλα της ένα ζευγάρι που ακολουθεί αβίαστα τη νόρμα: έρωτας – συμβίωση – οικογένεια. Σαφώς συνέτεινε σ’ αυτό και η σχέση λατρείας που απέκτησα με το θείο δώρο των βαφτισιμιών μου, της Βιολέτας και της Ιζαμπέλας, που μου δίδαξαν ότι το παιδί παραμένει αξιολάτρευτο όσο και το μωράκι που τόσοι και τόσοι θέλουμε, ενστικτωδώς, να σφίξουμε στην αγκαλιά μας βγάζοντας πνιχτές κραυγές χαράς: ένα θαύμα που διαρκώς αναγεννάται και δίνει περίσσιο νόημα στη ζωή σου. Και ήρθε πριν ένα χρόνο κι ο Δημητράκης, γιος λατρεμένης φίλης, να επισφραγίσει αυτόν τον έρωτα με το παιδί – σε σημείο του να φαντασιώνομαι ότι οι μαμάδες των τριών μικρών αποφασίζουν να περάσουν μια εβδομάδα σε spa για να χαλαρώσουν απ’ τον πραγματικά υπεράνθρωπο αγώνα τους, αφήνοντάς μας τα βλαστάρια τους για να τα κακομάθουμε μέχρις αηδίας.
Γνωρίζω βεβαίως πως η ανατροφή ενός παιδιού δεν είναι παιχνιδάκι: χρειάζεται αφοσίωση κι αυτοθυσία και συνέπεια και μύρια όσα, αρετές που μαθαίνεις καθ’ οδόν και σε καθιστούν ωριμότερο. Και παρατηρώντας τη θαυμαστή ετούτη μεταμόρφωση να συντελείται σε φίλες μου που γίνονταν μαμάδες, αντιλήφθηκα το αδήριτο της επιθυμίας μου να γίνω γονιός, καθώς και τη βεβαιότητα πως αν στερήσω στον εαυτό μου αυτό το δώρο από φόβο ή αμφιβολία, θα έρθει η μέρα, δέκα, είκοσι ή τριάντα χρόνια από τώρα, που θα το μετανιώσω πικρά.
Και πήρα την απόφαση, όσες θυσίες κι αν απαιτήσει, σ’ όσους κι αν πρέπει να αποδείξω την καταλληλότητά μου ως πατέρα, πως κάποια μέρα θα γίνω κι εγώ ένας απ’ τους χαζομπαμπάδες που τόσο ζηλεύω.
Και γιατί ζηλεύω κι εσάς και τα μωρά σας; (Και λέγοντας μωρά εννοώ και τα μπουμπούκια σας των οχτώ, των δώδεκα, μη σου πω και των δεκάξι ετών – κοντεύω τριάντα πέντε, πια.) Τα ζηλεύω γιατί έχω δει πώς αλλάζουν τις προτεραιότητες της καρδιάς σας, δίνοντάς σας τη δύναμη να προσπεράσετε εμπόδια – πρακτικά, ή ακόμα και περιπέτειες με την υγεία – που άλλοτε ενδεχομένως να σας ισοπέδωναν. Και τα ζηλεύω ακόμα γιατί, σαν ήλιος άσβεστος στον ζόφο που μας περιβάλλει, είναι η πιο λαμπρή διατράνωση της ανθρώπινης ελπίδας, της βαθιάς σας πίστης (ακλόνητης παρά τα καψόνια στα οποία την υποβάλλουν καθημερινά αναρίθμητες έγνοιες) στο κυνήγι της ευτυχίας ως ύψιστης φιλοδοξίας του είδους μας.
Τέλος τα ζηλεύω για τον απλό και υπέροχο λόγο της αγάπης ως αυτοσκοπού, ως προορισμού κάθε ψυχής. Κι εδώ μιλάμε για μιαν αγάπη μια βαθμίδα πάνω κι απ’ τον σφοδρότερο έρωτα, κι απ’ το πιο τέλειο ζευγάρωμα ισόβιων συντρόφων. Ξέρω, δεν μπορείς να βάλεις την αγάπη στην πλάστιγγα, όμως εγώ αυτό πιστεύω: ότι αυτό που ζείτε κι εσείς και τα παιδιά σας μπορεί να προσθέσει ακόμα μια δόση μαγείας, την πιο δυνατή, σ’ αυτό που ζω με το Κουτάβι.
Έτσι, αν ποτέ δείτε σ’ ένα διπλανό τραπέζι κάποιον ατσούμπαλο γενειοφόρο να κάνει νάζια στο μωρό σας, φουσκώνοντας τα μάγουλά του και παίζοντας με τα γυαλιά του μέχρι να κερδίσει το πολυπόθητο φαφούτικο γέλιο, ή ακούσετε άναρθρες κραυγές να συνοδεύουν την εμφάνιση του μονάκριβου νηπίου σας, μην τρομάξετε: εγώ είμαι, που καμαρώνω τη δύναμή σας, που χαίρομαι με τη χαρά σας, που κλέβω ξώφαλτσα λίγη απ’ την απέραντη πληρότητα της καρδιάς σας.