Για τον Παναγή Ψωμόπουλο
(27 Αυγούστου 1926 – 14 Αυγούστου 2017)
Ο Παναγής Ψωμόπουλος ήταν ένας άνθρωπος χωρίς ηλικία. Μπορεί να πέθανε παραμονή της γιορτής του, δεκατρείς ημέρες πριν από τα ενενηκοστά πρώτα γενέθλιά του, αλλά όλοι οι φίλοι και γνωστοί του θα σας πουν ότι αποκλείεται ο Παναγής να ήταν τόσο μεγάλος, ότι δεν είχε γεράσει ούτε μία μέρα από τότε που τον γνώρισαν.
Γεννημένος και μεγαλωμένος στο Μεταξουργείο, με καταγωγή από την Τήνο και την Πελοπόννησο, έγινε αρχιτέκτονας και μάλιστα στενός συνεργάτης του Κωνσταντίνου Δοξιάδη, και με αυτή την ιδιότητα γύρισε τον κόσμο όλο: όποτε του μιλούσες για μια χώρα, πάντα εύρισκε μια ιστορία να σου αφηγηθεί από αυτήν, πώς είχε πάει εκεί, τι περιπέτειες είχε, τι άστεα και νόον ανθρώπων γνώρισε κι έμαθε. Και ήταν χαρισματικός αφηγητής, καθώς ήταν και γοητευτικός άνθρωπος. Λέω γοητευτικός και όχι σαγηνευτικός, γιατί η σαγήνη προϋποθέτει έναν δόλο, ένα τέχνασμα, μια μηχανή (όπως έλεγαν οι παλιοί) και ο Παναγής δεν είχε καμία σχέση με αυτά: ήταν ευθύς κι ειλικρινής, ένας ωραίος άνθρωπος δίχως υστεροβουλίες κι αστερίσκους.
Ο δημόσιος βίος του Παναγή είχε να κάνει κυρίως με την επιστήμη του, την οποία υπηρέτησε πιστά (ένα δείγμα της δημόσιας παρουσίας του μπορείτε να βρείτε εδώ), αλλά τα κοινά δεν τον άφηναν διόλου αδιάφορο. Εχοντας ουσιαστικά ζήσει περισσότερες ζωές από όσες αναλογούν στον καθέναν μας, ήξερε να ξεχωρίζει τους κάλπηδες και τους ρεμπεσκέδες ασχέτως προελεύσεως, και έκανε διακριτικές τοποθετήσεις και νουθεσίες. Η τελευταία του δημόσια παρέμβαση, από όσο θυμάμαι, ήταν να τοποθετηθεί εγγράφως υπέρ του «Ναι» στο τσιπρικής εμπνεύσεως δημοφήφισμα, γνωρίζοντας ακριβώς τι διακυβεύεται, και αδιαφορώντας για το ποιοι άλλοι συνυπέγραφαν το κείμενο.
Ο Παναγής ήταν από τη φύση του ορμητικά ανοιχτόκαρδος και χωρατατζής, αλλά στα σοβαρά ήταν επιμελέστατος. Μόνο μία φορά τον άκουσα να μιλάει με κάποιο μαράζι, και αυτό ήταν για τον μικρό του αδελφό, που σκοτώθηκε όταν ήταν παιδιά, πριν τον πόλεμο: «Μου ήταν αδιανόητο να φανταστώ ότι η ζωή θα συνεχιζόταν χωρίς τον Θοδωρή». Κι όμως: η ζωή συνεχίστηκε, και ο Παναγής, μέσα από τη δική του στάση ζωής, άλλαξε τη ζωή των φίλων και των συνεργατών του και όσων τον γνώρισαν. Δική του οικογένεια, από τη δεκαετία του 1970 και μετά, ήταν η σύντροφος και σύζυγός του Μαίρη Τσαντίλη, με την οποία ήσαν παροιμιωδώς αχώριστοι, και οι φίλοι του. Σε αυτούς τους φίλους μετρώ και τον πατέρα μου και τον γιο μου.
Ο πατέρας μου κι ο Παναγής συναντηθήκανε μετά τα σαράντα πέντε τους, κι έγιναν φίλοι καρδιακοί. Ακόμα θυμάμαι να είμαι μπροστά σε μια κουβέντα τους το 1974, όταν ο Γ.Π. Σαββίδης γύρισε στον Παναγή Ψωμόπουλο και του είπε με ειλικρινή απορία, «Βρε Παναγή, τι κάναμε ώσπου να σε γνωρίσουμε; Πώς ζούσαμε;» Ε, αυτή είναι η σύνοψη όσων προσπαθώ να πω παραπάνω.