Ο Κούρκουλος επιστρέφει σπίτι του αργά το βράδυ. Τα πράγματά του είναι στοιβαγμένα στην αυλή. Η σπιτονοικοκυρά του τον περιμένει στην πόρτα με τη νυχτικιά. Του έχει κάνει έξωση. Αρχίζει να τον "ψέλνει". Βούλωστο! την αποστομώνει. Περιεργάζεται τα φτωχικά του υπάρχοντα. Πιάνει μια λάμπα πετρελαίου. Σπάει το γυαλί και χύνει το πετρέλαιο επάνω τους. Βλέπει το γραμμόφωνό του. Πιάνει ένα δίσκο σε ένα χάρτινο φάκελο, τον βγάζει και τον βάζει να παίξει. Μια λαϊκή φωνή ξυπνάει τη γειτονιά: "Βρέχειιι φωτιά στη στράαατα μουυ". Ο Κούρκουλος ανάβει τσιγάρο. Οι γείτονες με τις πιτζάμες βγαίνουν να χαζέψουν βουβά το απελπισμένο παλληκάρι που καίει τα υπάρχοντά του και τα μοιρολογεί με ένα ζεϊμπέκικο με τη φωνή του Στράτου Διονυσίου. Είναι χειμώνας του 1969. Στην κινηματογραφική αίθουσα στην πειραιώτικη συνοικία, ο κόσμος που έχει γεμίσει την αίθουσα ασφυκτικά, μένει συναισθηματικά άναυδος. Ο Νίκος Φώσκολος τον έχει συνεπάρει.
Αρχές δεκαετίας του '90. Ξεκινάει η μακροβιότερη ελληνική καθημερινή σειρά, η Λάμψη. Στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης παίζουμε Σαίξπηρ μιλώντας "Φωσκολικά". Η παρωδία πάει σύννεφο. Οι καθηγητές μας, μας δίνουν ευχή και κατάρα να μην παίξουμε ποτέ σε τέτοια "δημιουργήματα". Ευτυχώς τη γλίτωσα. Κάποιοι συμμαθητές μου όχι. Όπως και να έχει, λίγα χρόνια αργότερα μιλούσαμε πλέον για "Φωσκολική" σχολή. Μελοδραματισμός φουλ, βλέμματα γεμάτα ένταση, χαρακτήρες σκληροί και αδίστακτοι, ήρωες απεγνωσμένοι. Μια καθημερινότητα συνεχώς στα όρια. Τι ήταν όλη αυτή η κατάσταση; Τελικά, ήταν τέχνη ή όχι; Τι είδους υποκριτική υπηρετούσαν οι συνάδελφοι εκεί; Από τη μια σήριαλ "ευτελή", από την άλλη τρελές θεαματικότητες.
Σαράντα τόσα χρόνια πριν, ο Νίκος Φώσκολος, ξενυχτάει διαβάζοντας μανιωδώς αστυνομική λογοτεχνία. Όχι μόνο τα μεγάλα κλασικά, αλλά καταβροχθίζει όλα τα pulp αναγνώσματα, τα μυθιστορήματα "του πολτού", που γράφονταν μέσα σε μια βδομάδα. Θεωρώντας ότι μπορεί να γράψει πολύ καλύτερα, ξημερώνεται κάθε βράδυ γράφοντας τα πρώτα του θεατρικά. Ξεκινάει να αραδιάζει σενάρια. Μελό στην αρχή, γεμάτα κοινωνική δυστυχία και λαϊκό ξεπεσμό. Γρήγορα περνάει στην κλασική θεματολογία: κλέφτες, αστυνόμοι και πουτάνες. Και λαϊκοί ήρωες. Στα όρια του ταξικού αγωνιστή. Στυγνοί επιχειρηματίες, διεφθαρμένοι μπάτσοι, μια εξουσία ξεπουλημένη, και ένας λαϊκός ήρωας που αγωνίζεται για αξιοπρέπεια, τρώει ξύλο, ξεπέφτει, μπαίνει φυλακή, ματώνει σε ερημιές, αλλά στο τέλος το δίκιο του θριαμβεύει και απομακρύνεται κρατώντας το κορίτσι του στην πολύβουη πόλη.
Τηλεφωνώ στην εξαίρετη Κάτια Δανδουλάκη, πρωταγωνίστρια στη Λάμψη για χρόνια. Ευγενέστατη, μετά από μια κουραστική ημέρα, είναι στη διάθεσή μου:
-Κάτια θέλω να συζητήσουμε μια άποψή μου για τη Φωσκολική σχολή υποκριτικής. Πιστεύω ότι ο τρόπος με τον οποίο έπαιζαν οι ηθοποιοί στις σειρές του κυρίως, ήταν άποψη, σαφής και δομημένη, έχω δίκιο;
-Ακριβώς. Ο Νίκος έγραφε ιστορίες με συμπεπυκνωμένα έντονα συναισθήματα. Ούτε μία ατάκα δεν ήταν διεκπεραιωτική, "καθημερινή", τυπική, σιχαινόταν το λεγόμενο "φυσικό" παίξιμο των ηθοποιών. Κάθε λέξη του, κάθε του στιγμη ήταν φορτισμένη με έντονα και πολλά συναισθήματα ταυτόχρονα. Θυμάμαι ένα σενάριο, όπου στις λεπτομερέστατες οδηγίες που έγραφε προς τους ηθοποιούς, περιγράφει πως ο Χρήστος Πολίτης κρατάει πρώτη φορά το νόθο παιδί του. Ο Νίκος γράφει: "Κρατάει το βρέφος με ταραχή. Το μωρό τον κοιτάζει με μίσος."
Αυτό το μωρό που έχει τη δική του σκηνοθετική οδηγία δείχνει πόσο ο Νίκος έγραφε έτσι, παρασυρμένος από το πάθος του για την κάθε στιγμή, για την κάθε λέξη, για την κάθε ατάκα. Πρέπει, έλεγε, συνεχώς να συνεπαίρνει η ιστορία τον θεατή.
-Έγραφε τις σειρές του έχοντας επίγνωση τις προδιαγραφές τους και το που απευθύνονταν, σωστά;
-Σαφώς, με την αργή πλοκή και όλα αυτά, αλλά κυρίως ο ίδιος ήταν σαν να ζούσε σε μια συνεχή μυθοπλασία. Παρατηρούσε λεπτομέρειες και τις φιλτράριζε σε ιστορίες, σε πολλές παράλληλες ιστορίες, αδιαφορώντας για τεχνικές, αρκεί ο ηθοποιός να είναι συνεχώς συναισθηματικά στο κόκκινο, χωρίς ούτε μία χαλαρή στιγμή. Όταν αυτό λειτουργούσε, ο θεατής καθηλωνόταν μόνο με το σενάριο και τη μυθοπλασία, χωρίς σκηνοθετικά τερτίπια.
Στις ταινίες η υπερβολή αυτή δε μοιάζει τόσο "γραφική" να το πούμε έτσι. Στις καθημερινές σειρές ίσως φάνηκε, που ο προσανατολισμός ήταν καθαρά ψυχαγωγικός. Ο Φώσκολος ήταν ο καλύτερος νουάρ σεναριογράφος. Ένας λαϊκός συγγραφέας, όπου οι ήρωες θέλουν πρωτίστως να ζήσουν με αξιοπρέπεια σε μια εχθρική κοινωνία. Οι τίτλοι των σεναρίων του είναι ενδεικτικοί: Σκοτεινό βλέμμα, Κατηγορώ τους ανθρώπους, Η κατάρα της μάνας, Πονεμένη μητέρα, Το κάθαρμα, Χωρίς γονείς κι αδέρφια, Η προδομένη, Οι αδίστακτοι, Δάκρυα για την Ηλέκτρα, Πυρετός στην άσφαλτο, Κονσέρτο για πολυβόλα, Αγάπη & αίμα, Η λεωφόρος της προδοσίας, Έρωτας και προδοσία, Οι γενναίοι πεθαίνουν δυο φορές, Τα χρόνια της οργής, Αιχμάλωτοι του μίσους, Κατάχρηση εξουσίας, Ορατότης μηδέν, Κοινωνία ώρα μηδέν.
Οι πρωταγωνιστές του δε γελούν ποτέ. Έχουν βλέμμα σκληρό. Προδίδονται. Φτύνονται, περιφρονούνται, κακοποιούνται, τρώνε μπουνιές στη μούρη, μαχαιρώνονται. Οι ηθοποιοί στις ερμηνείες τους μιλάνε σαν να κάνουν κάθε φορά συγκλονιστικές αποκαλύψεις. Το βλέμμα τους μένει μετέωρο να "καρφώνει" το συνομιλητή τους στο τελείωμα της φράσης γεμάτο αποφασιστικότητα. Μελό και βία. Και πάθος, πολύ πάθος, συνεχώς.
Ο Φώσκολος δημιούργησε τους δικούς μας λαϊκούς σούπερ ήρωες. Ο Άγγελος Κρεούζης του Κούρκουλου, είναι ο τίμιος βιοπαλαιστής, ο ηθικός, με αρχές και σεβασμό, που θα θέλαμε να ήμασταν. Ή τουλάχιστον που θα θέλαμε να επιβραβεύει η κοινωνία μας. Ο Φώσκολος έφτιαξε ταινίες, όταν σημασία είχε το σενάριο και οι ερμηνείες. Μετά ήρθαν τα ατελείωτα βουβά πλάνα και οι σιωπές. Και αντί για τα ταμεία, θριαμβεύουμε πλέον μόνο στα φεστιβάλ, κάτι είναι κι αυτό.
Νίκο, θα δυσκολευόμουνα να παίξω στις σειρές σου, αλλά στις ταινίες σου ευχαρίστως. Κι ας φάω όσο ξύλο θέλεις. Καλό σου ταξίδι, όπως και να έχει.