Protagon A περίοδος

Έτσι ποθούν οι δικηγόροι

Του βουτάς το κινητό, γράφεις τον αριθμό σου, αυτός κοιτά τα πόδια σου, εσύ έχεις πάρει τα πάνω σου επειδή αρέσεις, θα τα πούμε Αθήνα, στην επιστροφή η παρέα σου σε πειράζει για τη συνεδριακή κατάκτηση...

Νίκη Κόλλια

-Θα ήσουν ο προηγούμενος αριθμός του πινακίου και το μάτι μου θα έπεφτε κατευθείαν στις καμπύλες σου, ελκυστικές και αεράτες, μπράβο, μπράβο. Θα παίρναμε το ίδιο ταξί, θα σε κοιτούσα πλαγίως μες τον καθρέφτη, μμμμ και μάτια και βυζιά 7 προς 8, μια χαρά. Θα κατέβαινες πρώτη, θα έπαιρνες το ασανσέρ στο σύλλογο, θα ’τρωγα την πόρτα στη μούρη μου, θα ανέβαινα με τις σκάλες και εκεί στην ουρά θα σου μιλούσα.

-Καιρός ήταν – και μαλάκας και ντροπαλός δε λέει.

-Θα σε κέρναγα καφέ, Νομισματικό ή Μπενάκη – διαλέξτε δεσποινίς μου.

-Μουσειακό καφέ, έλεος – και ξενέρωτος.

-Οκ, θα σου ζητούσα 10 νούμερα του αριθμού σου. Το έχεις καταλάβει ότι με αναστατώνεις και τόση ώρα λέω παπαριές, ε; 

Του βουτάς το κινητό, γράφεις τον αριθμό σου, αυτός κοιτά τα πόδια σου, εσύ έχεις πάρει τα πάνω σου επειδή αρέσεις, θα τα πούμε Αθήνα, στην επιστροφή η παρέα σου σε πειράζει για τη συνεδριακή κατάκτηση και εκεί κάπου διαπιστώνεις ότι δεν έχεις το κινητό του. Η εβδομάδα περνά και κανένα τηλέφωνο. Μήπως με πήρε κανείς; ρωτάς στη γραμματεία, κανείς. Μα πώς, αφού του άρεσαν τα πόδια, η φούστα και τα βυζιά σου γιατί δεν παίρνει; Να βρεις εσύ το κινητό του, σου λένε, παίρνεις κάθε κοινό γνωστό, φτιάχνεις μια πρόχειρη επαγγελματική ιστορία και με τα πολλά βρίσκεις και το τηλέφωνο. Αλλά ακόμη περιμένεις, τρως τα νύχια σου, βγαίνεις για ποτό, δεν ακούς τίποτε, κοιτάς σα χαζή το κινητό, σιγά μη ρίξω τα μούτρα μου, δεν θα πάρω, αν πάρω θα με περάσει για λυσσάρα, αλλά αφού αυτό θες κατά βάθος γιατί να σε νοιάζει πώς θα σε περάσει και έτσι τα ρίχνεις και στέλνεις μήνυμα, «θα μετρήσω ως το εκατό και αν δεν κανονίσεις αυτό που μου έταξες δεν θα σου ξαναμιλήσω ποτέ των ποτών. Και τα ποτά θα είναι πολλά μοναχικά για σένα». «Είσαι σίγουρη πως εμένα ήθελες να πάρεις;» σου απαντά μετά από δέκα δεύτερα, ωραία σε θυμάται και απαντά και αμέσως, «ρωτώ γιατί με έφτυσες κανονικά στη Ρόδο, οπότε ήμουν σίγουρος ότι ούτε καν κράτησες το νούμερό μου», ναι ρε δεν το αποθήκευσα και για αυτό έχω πάρει σβάρνα όλες τις επαφές μου και είμαι πάνω από ένα κινητό μπας και χτυπήσει και σε σκέφτομαι γιατί μου άρεσες –μη με βάλεις να στο εξηγήσω, δεν ξέρω τι σου βρήκα, αλλά μου άρεσες και ας μην είσαι ωραίος, είσαι έξυπνος- θες να πεις, δεν το λες και κανονίζετε όχι Σάββατο, ούτε Παρασκευή, Κυριακή για καφέ, καλύτερα να σε πει κοινωνική και μπίζι, παρά σε απόγνωση και έρχεται το μεθαύριο, μισή ώρα στον καθρέφτη, casual chic πολύ ωραία, θα περπατήσετε (είναι must οι περίπατοι στο κέντρο, ποτέ όμως ντάλα καλοκαίρι) για ένα καφεδάκι ως το Odeon, μωρέ, δυο βήματα από τα σπίτια σας και εκεί που περιμένεις έκτακτη και ωραία στον πεζόδρομό σου, σκάει μύτη ο γαμπρός με βερμούδα και παπί πιτσαδόρου, ίσως και χειρότερο.

Και εσύ με τη στενή φούστα σου ανεβαίνεις στο τριτοκλασάτο παπί, το μπούτι σου είναι όλο έξω -διασκεδάζεις από μέσα σου τρελά και αυτός διασκεδάζει για άλλο λόγο βέβαια, νομίζοντας και καλά πως έσκισε τη γάτα- περνάτε το Odeon, αλλά δεν σταματάτε, πού πάμε αναρωτιέσαι και σου αρέσει που δεν ξέρεις, αλλά πρέπει να πεις κάτι «κουρεύτηκες;» λες, λες και τον ήξερες και με πολλά μαλλιά, «όχι απλά αραιώνουν» σου απαντά, συνεχίζεις κατά περίεργο λόγο να είσαι αγενής, συνεχίζει να σε γράφει εκεί πάνω στο παπί, «μόλις περάσαμε το καφέ» ξανανοίγεις το στόμα σου μες την ξινίλα, «ναι το ξέρω, απλά σε απαγάγω και θα σε πάω όπου θέλω» απαντά και από μέσα σου όλο αυτό σε γοητεύει και εκεί στη στροφή για Καραγεώργη Σερβίας σου χουφτώνει για μια στιγμή και το μπούτι, ευτυχώς έχεις κάνει αποτρίχωση, αλλά να σου χουφτώσει και το μπούτι, θα με πει ξέκωλο αν δεν πω τίποτε, αλλά άμα πω κάτι μπορεί και να με πει και μυξοπαρθένα, ας μην πω κουβέντα, δεν κρατιέσαι «ωραίο το μπούτι μου;» ρωτάς «είσαι ανυπόφορη» απαντά γελώντας, φτάσατε Μοναστηράκι, στην πλατεία μόλις τέλειωσε το παζάρι και μια σκουπιδιάρα μαζεύει κούτες, σκουπίδια, ξεχαρβαλωμένα έπιπλα, οι παλιατζήδες καταβρέχουν τα τσιμέντα, έχει φρικτή ζέστη και μύγες, κολλάς, μυρίζεις ωραία, μυρίζει και αυτός ωραία, η φούστα σου έχει γίνει μπλούζα, ευτυχώς που έχω καλό μπουτάκι σκέφτεσαι (τόσο μπαλέτο απέδωσε) και μπαίνετε σε ένα μαγαζί, παίζουν λαϊκά, η ώρα είναι 6 το απόγευμα, κατακαλόκαιρο και κάποιοι είναι πάνω στα τραπέζια, οι από κάτω πετούν χαρτοπετσέτες, μπαίνετε και αυτός αρχίζει να χαιρετά όλο το μαγαζί, τα μάτια του μαγαζιού γυρνούν ξαφνικά όλα πάνω σου και σε κοιτούν από πάνω μέχρι κάτω, εσύ θες να φας το λιγότερο τα νύχια σου από το άγχος, αλλά συνεχίζεις να κάνεις την άνετη, τα παιδιά του μαγαζιού κρυφογελούν, ήρθε το τέλος σου μαλάκα λες από μέσα σου, θα το πληρώσεις και για το μπούτι (που υπό άλλες συνθήκες θα ευχαριστιόσουν να επεκταθεί το πιάσιμο) και για τους φίλους σου στους οποίους με έφερες για να με δείξεις και για όλα (ποια είναι ακριβώς δεν ξέρεις), γυρνάς σαν το πιο κακομαθημένο του αιώνα και του λες «εμένα δε μου αρέσει εδώ, και θέλω να πάω στο Odeon».

Και βγαίνεις κουνιστή από το μαγαζί, αυτός σε ακολουθεί, οι από μέσα κοιτούν, δωρεάν σινεμά, και εκεί δίπλα στη σκουπιδιάρα ακούς το απίθανο «δεν είσαι του στυλ μου, στο καλό» «ούτε εσύ του δικού μου» απαντάς έξαλλη, αλλά θες να βάλεις τα κλάματα, «κανονικά έπρεπε να τρέχει πίσω μου», γυρνάς την πλάτη, σηκώνεις τη μύτη, προσπαθείς να πηδήσεις τις λούμπες με το νερό και ταυτόχρονα να κουνιέσαι για να δείχνεις ωραία. Σκέψου πόσο καιρό είχε να πάει με γυναίκα, σκέφτεσαι καθώς κουνιέσαι, ο μαλάκας. Ηλίθια μαλακισμένη, λέει και αυτός από μέσα του, νομίζεις πως είσαι και κάποια.

Και εκεί την κρίσιμη στιγμή, ένα «ααααααα» σχίζει τον αέρα, μόλις έφαγες μια ξεγυρισμένη τούμπα (σε μάτιασε ο μαλάκας ή οι φίλοι του μαλάκα) και έχεις πέσει μες τα βρωμόνερα και σε κάτι σπασμένα γυαλιά, η φούστα σου γίνεται κώλος, τα γόνατά σου μες τα αίματα, αλλά είσαι πιο έξαλλη γιατί αυτός σε κοιτά και γελά, στέκεται από πάνω σου, θες να τον πλακώσεις στο ξύλο, σου απλώνει το χέρι, «δεν χρειάζεται μπορώ και μόνη μου», σηκώνεσαι αλλά πονάς, τελικά σε καθίζει σε έναν ξεχαρβαλωμένο καναπέ και εκεί γελώντας σου καθαρίζει τις πληγές, τσούζουν και εσύ, από πολλά υποσχόμενη γκόμενα έχεις γίνει ένα τόσο δα παιδάκι, αυτός συνεχίζει να γελά, καθώς σου φυσά τα ματωμένα γόνατα, δεν είσαι πια έξαλλη, όλο αυτό θα το έλεγες ως και τρυφερό, αν δεν ήθελες  να τον κλωτσήσεις αλλά πονάς και τότε ακούς «θα είσαι πολύ αστεία με τακούνια και χτυπημένα γόνατα», «σκάσε» ουρλιάζεις αλλά το βρίσκεις στα αλήθεια αστείο και η ίδια, δεν είσαι γκόμενα, ποτέ δεν θα γίνεις άλλωστε, «μη με κοροϊδεύεις» του λες όλο παράπονο, «διασκεδάζω αφάνταστα» σου απαντά, «βλάκα φύσα τα γόνατά μου πονάω» και τότε ακούς «τώρα θα σε φιλήσω για να γιάνει». «Καιρός ήταν» απαντάς επιτέλους κάτι εύστοχο και εκεί κάπου πέφτει το πρώτο και το δεύτερο κ.λπ. φιλάκια.
 
Ήσουν ο επόμενος αριθμός του πινακίου και καθώς αγόρευες σκεφτόμουν μμμμ δεν τον λες όμορφο, με το ζόρι 5-6, αλλά έξυπνο τον λες σίγουρα, τόσο που για να με προσέξει θα άξιζε να τσακιστώ…