Στα τέλη του 19ου αιώνα, δύο σημαντικά γεγονότα έμελε να διευρύνουν τους… συμπιεσμένους ερωτικούς ορίζοντες. Τα κοινωνικά ήθη άλλαξαν ριζικά, με αποτέλεσμα ό,τι θεωρούταν μέχρι τότε άσεμνο να γίνει απλώς «απρεπές». Παράλληλα, η έκρηξη των λαϊκών εκδόσεων επέτρεψε στην (περίκλειστη μέχρι τότε) ερωτική τέχνη να συναντήσει το ευρύ κοινό. Κυρίως με την εμφάνιση των ερωτικών καρτ-ποστάλ που… κατέκλυσαν τα ταχυδρομεία! Αιτία της τεράστιας επιτυχίας τους ήταν οι ερεθιστικές εικονογραφήσεις (και αργότερα οι γυμνές φωτογραφίες) που μετέφεραν τις πιο τρελές φαντασιώσεις στις διαστάσεις ενός επιστολικού δελτάριου. Στη ραγδαία διάδοσή τους συνέβαλε επίσης η προστασία και εχεμύθεια που παρείχε ο κλειστός φάκελλος της αλληλογραφίας. Οι πρώτες ερωτικές καρτ-ποστάλ απέφευγαν, για ευνόητους λόγους, να πουν (ή μάλλον, να δείξουν) τα πράγματα με το όνομά τους. Το παιχνίδι δεν παιζόταν ακόμα σε επίπεδο καταδήλωσης, αλλά συμπαραδήλωσης. Κρυβόταν πίσω από μια φαινομενικά αθώα κίνηση, μια σχεδιαστική οφθαλμαπάτη, ή στη χρήση οπτικών στοιχείων με σεξουαλικά υπονοούμενα: κύματα που αφρίζουν, σκοτεινά σπήλαια, φλόγες, βουνοκορφές, άλογα-επιβήτορες, ψάρια, ξίφη, κλειδιά, δάχτυλα και πολλά παρόμοια που στη σημερινή, μεταφροϋδική εποχή είναι εύκολο να αποκρυπτογραφηθούν.
Σε εκείνες τις πρώτες «ακατάλληλες» καρτ-ποστάλ μπορεί κανείς να συναντήσει μια μεγάλη γκάμα ερωτικών θεμάτων που απευθύνονταν σε όλα τα (ανδρικά) γούστα. Υπήρχαν κάρτες για τους εμμονικούς του γυναικείου στήθους, για τους λάτρεις των οπισθίων, ή της γυμνής γάμπας. Κάρτες για σαδιστές και μαζοχιστές, για τους φετιχιστές της δαντέλας ή του καουτσούκ. Μόνο γυναίκες, όπως ήταν φυσικό, πρωταγωνιστούσαν σε αυτές τις μικρών διαστάσεων ερωτικές συνθέσεις: μόνες, σε σαπφικά συπλέγματα, μαζί με άλλες σε κάποιο χαρέμι, μισόγυμνες σε μια αμμουδιά κ.ό.κ. Σήμερα, που η ηδονοβλεψία τρέφεται επαρκώς από τον κινηματογράφο, την καλωδιακή τηλεόραση και διάφορα έντυπα, οι ξεχασμένες καρτ-ποστάλ παίρνουν την εκδίκησή τους, υπενθυμίζοντας με τον τρόπο τους το αρχαίο ρητό: «ουκ εν το πολλώ το ευ, αλλά εν τω ευ το πολύ».