Protagon A περίοδος

Επίκληση

Όταν ξυπνώ με περιμένεις. Σε γνώρισα μεγάλου σχήματος θεότητα, λεπτή και μαύρη και πολύτιμη, που ήθελε σεβασμό στο άγγιγμα, μη χαραχτεί ανεπανόρθωτα. Ζούσες μες σε τετράγωνους πίνακες...

Αύγουστος Κορτώ

Έλα και καθάρισέ με. Πλύνε μου το μυαλό σαν τη βροχή.

Όταν ξυπνώ με περιμένεις. Σε γνώρισα μεγάλου σχήματος θεότητα, λεπτή και μαύρη και πολύτιμη, που ήθελε σεβασμό στο άγγιγμα, μη χαραχτεί ανεπανόρθωτα. Ζούσες μες σε τετράγωνους πίνακες. Έπειτα έμαθα πως χωράς σε πλαστικό ίσαμε τη χούφτα μου δίχως να χάνεις τίποτε απ’ τη μεγαλοπρέπεια της ψυχής σου –απεναντίας, έπρεπε να μπορείς να κουβαλιέσαι απ’ το ένα μέρος στο άλλο, να ταξιδεύεις μ’ αυτοκίνητα και να κρεμιέσαι στο ζωνάρι του μαγεμένου μιλώντας του στο αυτί ως φωνή Θεού.

Δεν είχαν σημασία εντέλει οι εκάστοτε μορφές σου: το ίδιο γλυκά θα ηχούσες όποιο κι αν είχες όνομα.

Ξέρεις, εγώ σε σένα ήρθα πρώτα. Μικρός αδέξιος προσκυνητής μπροστά στο πρώτο μου αρμόνιο. Διότι μέσα στα πολλά τυποποιημένα μου καθήκοντα, το να μάθω να σε πλάθω με τα χέρια μου θα ’ταν το μοναδικό πρωτότυπο έργο μου: το μικρό μου σώμα και το μικρό μου μυαλό θα γεννούσαν μια δυσανάλογα μεγάλη ομορφιά.

Σε γύρεψα σ’ όλα τα πρόσωπα των άπειρων παιδιών σου: στον σεβντά και τη λεπταισθησία, στα εύκολα τραγούδια και σε συνθέσεις απαιτητικές σαν εξετάσεις με σκοπό την προαγωγή σε μια βαθμίδα ωραιότητας δι’ ολίγους κι εκλεκτούς.

Σε τραγούδησα πολύ, πρώτα με την παιδική φωνή μου κι έπειτα ως έφηβος, με το γρέζι το σερνικό και το τσιγάρο να αλώνουν λίγο-λίγο το λαμπερό μου κρύσταλλο. Με οδηγό άλλοτε τον Αντόνιο Λούτσιο, άλλοτε τον Φραντς Πέτερ, κι άλλοτε πάλι τον Ιωάννη Σεβαστιανό.

Μ’ έχεις συνοδέψει σε στιγμές μεγάλης μέθης κι ακόμα πιο μεγάλης μέθεξης. Μ’ έχεις κάνει να χτυπιέμαι σαν το σφαγμένο ζώο, να πέφτω στα πόδια σου, να ορίζω τις νύχτες μου με τις επιταγές σου.

Ποτέ δεν μ’ άφησε, ποτέ δεν θα μ’ αφήσει το μαράζι σου. Γράφω και γράφω και γράφω με μόνη ελπίδα τα γραφτά μου να ’χουνε κάτι από εσένα, μιαν ιδέα ευλογία του φωτοδότη θεού που σε κρατούσε στα ηλιακά του χέρια ατόφια, λύρα και χορδή, νυγμός και υπαινιγμός.

Και τώρα που χωράς παντού –το αχώρητο μέσα σε δυο πόντους πλαστικό– σ’ έχω (τάχα) του χεριού μου, και σου αναθέτω έργα επαχθή: να βάζεις τάξη στο χάος μου το πρωί, όσο ακόμα προσπαθώ να συνέλθω απ’ τον πρόσκαιρο θάνατο του ύπνου, να δίνεις τον ρυθμό σε κάθε πρότασή μου, να γίνεσαι αυτό που μόνο εσύ μπορείς: το σταθερό σημείο γύρω απ’ το οποίο περιστρέφεται ο κόσμος.

Σε ξέρω σαν τα μούτρα μου γι’ αυτό ποτέ δεν θα σε μάθω, μουσική. Με τους δικούς σου όρους ήχησε κι αντηχεί ακόμα το σύμπαν.

Έλα και καθάρισέ με. Πλύνε μου το μυαλό σαν τη βροχή.